Από την έντυπη έκδοση της IASIS που κυκλοφορεί
Οι εµβολιασµοί στα αυτοάνοσα νοσήµατα αποτελούν ένα επίµαχο θέµα. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι τα εµβόλια αποτελούν µια από τις σηµαντικότερες εξελίξεις στην ιατρική τα τελευταία 300 χρόνια, αναφέρει η κ. Ελένη Κοµνηνού, Ρευµατολόγος.
Η πανδηµία COVID-19 συνεχίζεται, καθώς και η έλευση της εποχικής γρίπης. Πολλά τα ερωτηµατικά που υπάρχουν αλλά και ανακύπτουν γενικά στο πεδίο των εµβολίων στα αυτοάνοσα νοσήµατα όπως «Υπάρχουν εξατοµικευµένες αντιδράσεις σε ένα εµβόλιο;», «Μπορεί να πυροδοτηθεί µια αυτοάνοση αντίδραση ως απάντηση σε ένα εµβόλιο ή ακόµη και µια αυτοάνοση νόσος;» κ.λπ. Γνωρίζουµε, πλέον, ότι το ανοσοποιητικό σύστηµα αποτελεί την άµυνα του σώµατος κατά οποιασδήποτε µόλυνσης.
Είναι γνωστό στην ιατρική κοινότητα ότι τα εµβόλια περιέχουν τα λεγόµενα ανοσοενισχυτικά (adjuvants), τα οποία µπορούν να διεγείρουν το Ανοσοποιητικό Σύστηµα µε έναν -µη ειδικό- τρόπο, ιδιαίτερα σε µερικούς ανθρώπους, επιρρεπείς σε ανάπτυξη αυτοανοσίας.
Έτσι, το ASIA Syndrome (Autoimmune Syndrome Induced by Adjuvants) αποτελεί ένα νέο σύνδροµο που αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις, που προκαλούνται από τη συνεχή διέγερση του Ανοσοποιητικού Συστήµατος από ουσίες που µπορεί να δράσουν ως Ανοσοενισχυτικά (adjuvants). Αποτελεί αρµοδιότητα Ρευµατολόγων και Νευρολόγων.
Στα αυτοάνοσα, o οργανισµός αναγνωρίζει ως ξένα κάποια δικά του κύτταρα και στρέφεται εναντίον τους. Η βασική αντιµετώπιση των νοσηµάτων αυτών είναι η χορήγηση φαρµάκων που τροποποιούν και όχι καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστηµα, ώστε να µειωθεί η δράση του έναντι των ίδιων του των κυττάρων, και γι’ αυτόν τον λόγο ονοµάζονται ανοσοτροποποιητικά φάρµακα.
Οι ασθενείς µε αυτοάνοσα νοσήµατα πρέπει να ενθαρρύνονται να εµβολιάζονται σύµφωνα µε τις εθνικές οδηγίες, µε εξαίρεση το εµβόλιο για την πολιοµυελίτιδα.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΙ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΙ
Ιός της γρίπης: Άπαξ ετησίως, πριν την έναρξη της επιδηµικής περιόδου.
Πνευµονιόκοκκος: Συστήνεται ο εµβολιασµός έναντι του πνευµονιόκοκκου σε όλους τους ενήλικες ασθενείς µε ρευµατικές παθήσεις υπό ανοσοτροποποιητικές θεραπείες τόσο µε το 13δύναµο συζευγµένο (PCV13/γίνεται µια φορά και καλύπτει εφ’ όρου ζωής), όσο και µε το 23δύναµο πολυσακχαριδικό εµβόλιο (PPSV23/γίνεται σε δεύτερο χρόνο/χρήζει επανάληψης σε 5 έτη εάν ο ασθενής είναι <65 ετών).
Έρπητας ζωστήρας (VZV): Μια εφάπαξ δόση του κυκλοφορούντος στην Ελλάδα εµβολίου έναντι του έρπητα ζωστήρα σε ασθενείς ≥ 50 ετών µε ρευµατικές παθήσεις, εκτός από ασθενείς που λαµβάνουν κορτικοστεροειδή (≥20 mg πρεδνιζόνης ηµερησίως). Σε ασθενείς που πρόκειται να αρχίσουν αγωγή µε βιολογικούς παράγοντες, το εµβόλιο συνιστάται να χορηγείται τουλάχιστον 2-4 εβδοµάδες πριν την έναρξη της αγωγής. Το εµβόλιο µπορεί να χορηγηθεί και σε ασθενείς µε ιστορικό έρπητα ζωστήρα.
Iός της ηπατίτιδας Β (HBV): Για ασθενείς που δεν έχουν εµβολιαστεί ή εκτεθεί στον ιό της ηπατίτιδας Β συστήνεται ο εµβολιασµός έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β.
ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ COVID-19
∆ιαφορετικοί τύποι εµβολίων κυκλοφορούν και λειτουργούν µε διαφορετικούς τρόπους για να προσφέρουν προστασία έναντι του συγκεκριµένου ιού.
Με όλους τους τύπους εµβολίων, το σώµα στηρίζεται στο Ανοσοποιητικό µας Σύστηµα – µε τη συµµετοχή των Τ-λεµφοκυττάρων µνήµης (Τ-memory Cells ) καθώς και των Β-λεµφοκυττάρων που θα θυµούνται πώς να καταπολεµήσουν αυτόν τον ιό στο µέλλον, και είναι υπεύθυνα για την παραγωγή των Αντισωµάτων που µας προστατεύουν από τη µόλυνση.
Συνήθως, χρειάζονται µερικές εβδοµάδες για να παράγει ο οργανισµός Τ-λεµφοκύτταρα και Β-λεµφοκύτταρα µετά τον εµβολιασµό. Εποµένως, είναι πιθανό ένα άτοµο να µολυνθεί από τον ιό που προκαλεί την COVID-19 λίγο πριν ή αµέσως µετά τον εµβολιασµό και στη συνέχεια να αρρωστήσει επειδή το εµβόλιο δεν είχε αρκετό χρόνο για να παρέχει προστασία.
Υπάρχουν προβληµατισµοί για τον εµβολιασµό των ασθενών µε αυτοάνοσα νοσήµατα:
1. Μέχρι σήµερα δεν υπάρχει επιστηµονικά τεκµηριωµένη πληροφορία για το εάν ασθενείς µε αυτοάνοσα νοσήµατα είναι δυνατόν να αναπτύξουν επαρκή ανοσία κατά του ιού SARS-CoV-2 µε τα διαθέσιµα εµβόλια.
2. ∆εν είναι επίσης γνωστό εάν τα εµβόλια αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν έξαρση της υποκείµενης αυτοάνοσης ρευµατικής νόσου.
3. Αντίθετα, διάφορες µελέτες ανέδειξαν ότι ασθενείς µε αυτοάνοσα ρευµατικά νοσήµατα ακόµη και υπό βιολογική θεραπεία, νοσούν µε ηπιότερη COVID-19 νόσο (Lancet Rheum 2020:2e 549-56).
Υπάρχουν κοινοί παθογενετικοί µηχανισµοί και κλινικές – ανοσολογικές πτυχές µεταξύ των αυτοάνοσων ασθενειών και του εµβολίου έναντι της COVID-19, οι οποίοι µπορεί να υποδηλώνουν ότι ο SARS-CoV-2 θα µπορούσε να δράσει ως παράγοντας ενεργοποίησης για την ανάπτυξη µιας ταχείας αυτοάνοσης αντίδρασης – παρόµοιας µε αυτοάνοσο νόσηµα, σε γενετικά προδιαθετηµένα άτοµα.
Συστήνεται λοιπόν ο εµβολιασµός έναντι του SARS-CoV-2 στους ενήλικες ασθενείς µε αυτοάνοσες ρευµατικές παθήσεις µόνο εάν η νόσος βρίσκεται σε πλήρη ύφεση και κυρίως, µετά από επικοινωνία µε τον ρευµατολόγο τους, εκτός βέβαια, εάν συνυπάρχει ιστορικό σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης που µπορεί να χρειαστεί εκτίµηση και από αλλεργιολόγο.
«Θεωρώ ότι µέχρις ότου αποκτήσουµε πληρέστερη επιστηµονική γνώση, θα πρέπει να τονίζουµε (οι Ρευµατολόγοι) στους ασθενείς µας µε αυτοάνοσα ρευµατικά νοσήµατα, να τηρούν αυστηρά και ευλαβικά τα µέτρα προσωπικής υγιεινής, να αποφεύγουν τον συγχρωτισµό, να κρατούν τις αποστάσεις και να φορούν προστατευτική µάσκα.