Από την έντυπη έκδοση της IASIS που κυκλοφορεί
Η οικογενής υπερχοληστερολαιµία είναι µια γενετική διαταραχή που αυξάνει τα επίπεδα της χοληστερόλης και ρυθµίζεται, συνηθέστερα, µόνο µε φάρµακα, ενώ η αύξηση της χοληστερίνης λόγω κακής διατροφής είναι µια κατάσταση ελεγχόµενη από τον τρόπο ζωής.
Στις συστάσεις της Ευρωπαϊκής και της Αµερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας σχετικά µε τη διατροφή, τρόφιµα ζωικής προέλευσης όπως το κρέας, τα αυγά και το τυρί πρέπει να αποφεύγονται από όσους έχουν ολική χοληστερίνη πάνω από το φυσιολογικό όριο.
Καινούρια µελέτη µε νέα στοιχεία
∆ιεθνής οµάδα εµπειρογνωµόνων για θέµατα διατροφής και καρδιακής υγείας, συµπεριλαµβανοµένων πέντε ειδικών καρδιολόγων, µελετώντας τις διατροφικές συνήθειες σε ασθενείς, διαπίστωσαν συσχετισµό που δεν αφορά τα λιπαρά αλλά τους υδατάνθρακες. Σύµφωνα µε τον επικεφαλής της µελέτης David Diamond, καθηγητή και ερευνητή καρδιακών παθήσεων στο Πανεπιστήµιο της Νότιας Φλόριντα, η µελέτη έδειξε ότι τα σάκχαρα και όχι τα κορεσµένα λιπαρά αποτελούν τον ουσιαστικό κίνδυνο για την υγεία της καρδιάς.
Έτσι, σύµφωνα µε την έρευνα, µια διατροφή χαµηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες είναι πιο αποτελεσµατική για άτοµα µε αυξηµένο κίνδυνο καρδιοπαθειών, όπως οι υπέρβαροι, οι υπερτασικοί και οι διαβητικοί ασθενείς. Τα νέα ευρήµατα έρχονται σε συµφωνία µε πρόσφατη δηµοσίευση του Αµερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, η οποία παρείχε ισχυρές ενδείξεις ότι τα τρόφιµα που αυξάνουν το σάκχαρο στο αίµα, όπως το ψωµί, οι πατάτες και τα γλυκά, είναι αυτά που πρέπει να αποφεύγονται.
Μέχρι σήµερα, η βασική οδηγία σε ασθενείς µε οικογενή υπερχοληστερολαιµία ήταν να αποφεύγουν την κατανάλωση κορεσµένων λιπαρών ώστε να κρατούν τη χοληστερόλη τους σε χαµηλότερα επίπεδα, µειώνοντας συνακόλουθα τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Ωστόσο, τα ευρήµατα της νέας µελέτης που δηµοσιεύθηκε στο BMJ Evidence-Based Medicine, φέρνουν ανατροπή.
∆εν είναι όλοι οι υδατάνθρακες ίδιοι
Πράσινα φυλλώδη λαχανικά, ντοµάτες, κολοκυθάκια, µελιτζάνες, πιπεριές, καρότα, κρεµµύδια, πράσα, µπρόκολο είναι υδατάνθρακες. Και αυτούς δεν φαίνεται να τους «ενοχοποιεί» καµία µελέτη.
Αντίθετα, οι πατάτες, το ρύζι, τα ζυµαρικά, τα παρασκευάσµατα από αλεύρι, τα τυποποιηµένα δηµητριακά πρωινού, τα διάφορα σνακ µε ζάχαρη είναι αυτά που στοχοποιούνται -όχι επειδή σε θεωρητικό επίπεδο δεν είναι υγιεινά και απαραίτητα στη διατροφή µας- αλλά επειδή σε πρακτικό επίπεδο πρέπει να τα καταναλώνουµε µε προσοχή. ∆ηλαδή, δεν µπορεί µια µέρα που το κυρίως γεύµα µας αποτελείται από µακαρόνια, να φάµε το πρωί ψωµί και το βράδυ ρύζι. Όµως, αν φάγαµε το µεσηµέρι σαλάτα µε µαρούλι και ντοµάτα, µπορούµε άφοβα το βράδυ να καταναλώσουµε µια άλλη σαλάτα ή την ίδια σαλάτα.
Τα υγιή όρια λιπιδίων σύµφωνα µε τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο ∆. Ρίχτερ, MD, FESC, FAHA, διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών και τ. πρόεδρος και νυν µέλος ∆Σ της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρυνσης και Αγγειακής Νόσου, στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, το 2020 στο Παρίσι, ανακοινώθηκαν οι νεότερες οδηγίες για την αντιµετώπιση της δυσ-λιπιδαιµίας.
Αναφορικά µε τη δυσλιπιδαιµία υπάρχουν διάφοροι τύποι, µε συνηθέστερο αυτόν που είναι αυξηµένες η ολική χοληστερόλη και η LDL και ο οποίος αποτελεί και τον κύριο στόχο της φαρµακευτικής αγωγής. Συνεχώς αυξανόµενη είναι και η επίπτωση του τύπου του «µεταβολικού συνδρόµου», δηλαδή κοιλιακή παχυσαρκία, µε χαµηλή (<40 mg/dl για άντρες και <50 mg/dl για γυναίκες) την «καλή» χοληστερόλη-HDL και υψηλά (>150 mg/dl) τα τριγλυκερίδια. Υπάρχουν, επίσης, και µεµονωµένες µορφές, µε παθολογική µόνο την HDL χοληστερόλη ή ιδιαίτερα αυξηµένα µόνο τα τριγλυκερίδια.
Αναφορικά µε τις τιµές αναφοράς για την LDL, αυτές καθορίζονται ανάλογα µε τον ασθενή και τους παράγοντες κινδύνου αυτού. Σύµφωνα µε τις νεότερες οδηγίες, σε ασθενείς µετρίου κινδύνου ο στόχος µειώνεται σε 100 mg/dl, αντί για 115 mg/dl ενώ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου ο στόχος µειώνεται σε 70 mg/dl, αντί για 100mg/dl. Οι ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου, είτε αυτοί έχουν ήδη στεφανιαία νόσο είτε είναι πρωτογενούς πρόληψης, ο στόχος της LDL µειώνεται από 70 mg/dl σε 55 mg/dl. Σε ασθενείς που έχουν υποστεί δύο οξέα επεισόδια εντός διετίας (π.χ. δύο εµφράγµατα ή ένα έµφραγµα και ένα εγκεφαλικό) ο στόχος µειώνεται σε < 40 mg/dl.
Βέβαια, τα επιστηµονικά δεδοµένα των τελευταίων χρόνων έδειξαν πως δεν υπάρχει χαµηλότερο όριο ασφαλείας αναφορικά µε τη χαµηλή LDL, αλλά το όφελος από τη µείωση των καρδιαγγειακών συµβάντων µεγαλώνει όσο η LDL πέφτει πιο χαµηλά. Ανάλυση πολλών µελετών έδειξε ότι κάθε φορά που µειωνόταν κατά 10% η LDL µειωνόταν κατά 22% η εµφάνιση στεφανιαίας νόσου σε 2 έως 5 έτη και κατά 25% µετά τα 5 έτη.
Η λιποπρωτεΐνη a [Lp(a)] συνιστάται να µετρηθεί σε όλο τον πληθυσµό µια φορά στη ζωή του. Επίσης, εάν τα τριγλυκερίδια κάποιου ασθενή υπερβαίνουν τα 150 mg/dl είναι υψηλά και αν υπερβαίνουν τα 200 mg/dl είναι υποψήφιος για φαρµακευτική θεραπεία, ανάλογα και µε τον συνολικό του κίνδυνο. Φάρµακο πρώτης επιλογής για τη µείωσή τους είναι οι στατίνες.
Τα όρια πέφτουν συνεχώς χαµηλότερα και πολλοί διαµαρτύρονται αν αυτό είναι φυσιολογικό και σωστό. Η επιστηµονική πραγµατικότητα που εξελίσσεται µέσα από µεγάλες τυχαιοποιηµένες µελέτες τεκµηριώνει πού τελειώνει το όφελος από τη µείωση ενός παράγοντα κινδύνου, και όσον αφορά την LDL δεν έχει φτάσει ακόµα σε κάποιο χαµηλότερο σηµείο. Το «όσο πιο χαµηλά τόσο πιο καλά» επιβεβαιώνεται συστηµατικά σε κάθε καινούργια µελέτη.