Η αρχή των εργασιών
Μετά τις πυρκαγιές, πραγματοποιήθηκαν αυτοψίες από την Πολεοδομία του Δήμου Αθηναίων, η οποία έκρινε το κτίριο εξαιρετικά επικίνδυνο και επέβαλλε άμεση αποκατάσταση. Η Πολεοδομία μάλιστα, έδωσε προθεσμία 10 ημερών για να ληφθούν μέτρα προστασίας. Η έκθεσή της, ζητούσε να καθαριστεί ο χώρος από τα αιωρούμενα δομικά στοιχεία, να πεταχτούν και να στηριχτούν οι δύο τοίχοι χωρίς να θιγεί η τοιχοποιία. «Μας ζήτησαν να βρούμε τρόπο να το στηρίξουμε χωρίς να επέμβουμε στο «σώμα» του», μας λέει ο αρχιτέκτονας Νίκος Θεοδωρίδης, υπάλληλος του Δήμου, ο οποίος ανέλαβε την επίβλεψη του έργου. «Ο τοίχος έπρεπε να μείνει όπως όταν χτίστηκε, με εκείνα τα υλικά, να μην αλλοιωθεί η όψη του».
Η απ’ ευθείας ανάθεση
«Από το 1984, οπότε εργάζομαι στο Δήμο, είναι η πιο επικίνδυνη δουλειά που έχω αναλάβει», λέει ο κ. Θεοδωρίδης. «Ο φόβος μη προκληθεί ατύχημα ήταν μεγάλος, ζούσαμε με το άγχος ότι από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε κάποιο ντουβάρι που θα σκότωνε και θα μας έστελνε φυλακή».
Τότε ήταν που ο δήμαρχος έκανε τη μεγαλύτερη απ’ ευθείας ανάθεση στην ιστορία του συγκεκριμένου Δήμου, κόστους 230.000 ευρώ. Η ανάθεση έγινε μέσα στον Αύγουστο του 2013 την περίοδο που πολλοί από του δημοτικούς συμβούλους έλειπαν σε διακοπές και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από όλες τις Παρατάξεις. Πρόκειται για μία ανάθεση που συζητιέται ακόμη και τώρα, κάτι που χρεώνεται στον Βασίλη Ζορμπά ως ένα από τα μεγαλύτερά του λάθη. Το έργο ανέλαβε η κατασκευαστική εταιρεία «Μολυμπάκης και ΣΙΑ Α.Ε.»
Οι εξηγήσεις
«Γνωρίζαμε ότι το ποσόν είναι μεγάλο, ξέραμε πολύ καλά ότι οι μειοψηφίες θα μας αμφισβητούσαν, παρ’ όλα αυτά προτιμήσαμε να εξασφαλίσουμε το να μην έχουμε θύματα από αστική και ποινική ευθύνη, παρά το να μην υποστούμε κριτική», μας λέει ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας Κώστας Τσιαμπάς. «Ήταν ένα εγκαταλελειμμένο κληροδότημα και έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, μόνο με τη διαδικασία του κατεπείγοντος μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Έπρεπε να σώσουμε ανθρώπινες ζωές αλλά κι εμάς από τη φυλακή. Κατά τη διάρκεια του έργου, κάλεσα τη μείζονα και την ελάσσονα μειοψηφίες στα έργα, τους ζήτησα να ελέγξουν τα τιμολόγια και τις εργασίες. Κανείς δεν εμφανίστηκε ποτέ. Άρα, ο μοναδικός στόχος όλης αυτής της συκοφαντίας ήταν η αντιπολίτευση, η κόντρα και όχι η ουσία», λέει ο κ. Τσιαμπάς. «Τώρα που το έργο τελείωσε και όλοι έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη, νομίζω ότι χρειάζονται πολλές συγγνώμες σε μένα προσωπικά αλλά και στην Τεχνική Υπηρεσία ολόκληρη».
Ζητήσαμε από τον Νίκο Θεοδωρίδη να μας εξηγήσει πού ξοδεύτηκε αυτό το μεγάλο ποσόν. «Καταρχάς, σχετικά με την απ’ ευθείας ανάθεση, να σας πω ότι υπάρχει ο νόμος 3852/10 (παρ. 2 άρθρο 58 και παρ. Δ, άρθρο 72), που επιτρέπει τις απ’ ευθείας αναθέσεις σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς διαγωνισμούς. Τώρα, όσον αφορά το κόστος, να σας ενημερώσω ότι ισχύει συγκεκριμένο τιμολόγιο για τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα έργα και τις κατασκευές του Δημοσίου. Μακάρι να μπορούσαμε να πάρουμε προσφορές ή να βγαίναμε στην αγορά και να ψάχναμε τις καλύτερες τιμές. Το σίδερο, παραδείγματος χάριν, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις εργασίες, μπορείς να το βρεις με ένα ευρώ, αλλά το «τιμολόγιο Σουφλιά» (ονομάζεται έτσι γιατί ψηφίστηκε επί υπουργίας Σουφλιά), επιβάλλει να το αγοράσουμε με 2,80 ευρώ. Μόνο τα σίδερα που χρειάστηκαν για την αντιστήριξη των τοίχων κόστισαν 150.000 ευρώ. Ήταν πράγματι ατυχία για τον Δήμο της Αγίας Παρασκευής να δώσει τόσα χρήματα, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Να κάνουμε τον σταυρό μας που δεν τραυματίστηκε ούτε εργάτης».
Σαν το… γιοφύρι της Άρτας
Το έργο ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 2013 και τελείωσε πριν από λίγες μέρες, στις 26 Ιουνίου αυτής της χρονιάς. Η ολοκλήρωση της αντιστήριξης των δύο τοίχων, χρειάστηκε να πάρει πολλές φορές έγκριση για παράταση από το Δημοτικό Συμβούλιο. «Υπήρξαν παράπονα για τις καθυστερήσεις και αμφισβητήσεις από τους πάντες αλλά εμείς ξέραμε ότι αν περιμέναμε, οι εργασίες θα διαρκούσαν άλλα δυο χρόνια», λέει ο κ. Θεοδωρίδης. «Οι φορείς από τους οποίους έπρεπε να πάρουμε εγκρίσεις εργασιών ήταν το τμήμα επικινδύνων της Πολεοδομίας Αθηνών, η Εφορεία νεότερων μνημείων, η Γ’ Εφορεία κλασσικών αρχαιοτήτων, η Γ’ Εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων, έπρεπε να πάρουμε άδειες ακόμη και από την Τροχαία, καθώς και από την Αστυνομία της Αθήνας (συνολικά 30 άδειες) γιατί οι εργασίες έπρεπε να γίνουν νυχτερινές ώρες. Στο τέλος και για 8 μέρες χρειάστηκε να κλείσει η μισή Ερμού από τα μεσάνυχτα ως τις 6 το πρωί».