Είναι μία από τις ωραιότερες γυναίκες που πέρασαν από το ελληνικό θέατρο και την τηλεόραση. Η Αγιοπαρασκευιώτισσα Γωγώ Ατζολετάκη, δραστήρια, θαρραλέα στο λόγο της και περισσότερο φρέσκια και δυνατή από ποτέ, ξεδιπλώνει τη ζωής της και μας εμπιστεύεται τους φόβους και τα όνειρά της. Με λόγο τρυφερό και συνάμα αιχμηρό, μάς μιλάει για τις ομορφιές και τα ελαττώματα της πόλης, τη σχέση της με τον Θεό, το συγγραφικό της έργο αλλά κυρίως για την αγωνία και τις δράσεις της για τους φτωχούς συνανθρώπους μας.
«Κατ’ αρχάς, λοιπόν, να πω ότι είμαι βέρα Κρητικιά. Γέννημα-θρέμμα από τη Σητεία και κόρη φιλόλογου γυμνασιάρχη. Τα παιδικά μου χρόνια είναι το νέκταρ της ζωής μου. Όμορφες μέρες σε μια Κρήτη που λάτρευα και δεν ήθελα με τίποτα να την αφήσω, αλλά ο μπαμπάς μου πήρε μετάθεση για τα Τρίκαλα και αναγκαστικά ξεριζωθήκαμε. Ξερίζωμα και σκορποχώρι… Τρία κορίτσια στην οικογένεια (εγώ είμαι η μικρότερη) και βέβαια ήταν αδύνατον να μετακομίσουμε στα Τρίκαλα, γιατί ο μπαμπάς θα έπαιρνε σύνταξη σε λίγα χρόνια. Έτσι, βρεθήκαμε στην πρωτεύουσα. Η μαμά με τη μια μου αδερφή κι εμένα στην Αθήνα, ο μπαμπάς στα Τρίκαλα και η μεγάλη μου αδερφή φοιτήτρια στη φιλοσοφική Ιωαννίνων. Εκεί έγινε η μεγάλη ανατροπή στη ζωή μου. Μια επιβεβαίωση της απόλυτης πεποίθησής μου ότι τα «μεγάλα γεγονότα» της διαδρομής μας είναι προκαθορισμένα. Αδύνατον να τα αποφύγουμε. Αν έμενα στην Κρήτη, μάλλον δεν θα τολμούσα ούτε καν να «ψελλίσω» ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Στενά τα πλαίσια εκεί, άλλη νοοτροπία. Το τρένο μου θα έμπαινε σε διαφορετικούς τροχούς».
«Η φανταχτερή πρωτεύουσα μου δημιούργησε απίστευτο άγχος. Από παιδί, δε μ’ άρεσαν οι μετακομίσεις. Είμαι Αιγόκερως. Παιδί της γης. Βγάζω ρίζες όπου πάω, γι’ αυτό και μισώ τις απότομες αλλαγές, τις βίαιες μετακινήσεις. Μείναμε στην Κυψέλη, μια Κυψέλη αληθινό κόσμημα εκείνη την εποχή (1968)».
«Σχολείο πήγα στο «ηρωικό» 6ο Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών. Μεγάλη δόξα. Σχολείο που φιλοξένησε την Τάμμυ (την τραγουδίστρια), εμένα, την Άννα Βίσση, την Ελίζα Βόζεμπεργκ… Η Κυψέλη είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Τη λατρεύω. Και με πονά που έχει αλλάξει τόσο πολύ. Λίγοι Έλληνες κάτοικοι που γερνούν εκεί (γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε) και χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες. Προσέχω τα λόγια μου, γιατί δεν θα ’θελα να με χαρακτηρίσει κάποιος καλοθελητής «ρατσίστρια», όμως φοβάμαι ότι σε μερικά χρόνια δεν θα βρίσκεις πια αυτόχθονα Έλληνα στην Κυψέλη. Και δε μ’ αρέσει αυτό. Δε μ’ αρέσει να περπατώ στους δρόμους της και ν’ ακούω τις γλώσσες όλων των φυλών του Ισραήλ, εκτός από ελληνικά. Δυστυχώς, δεν καταφέραμε μέχρι τώρα να αφομοιώσουμε τους μετανάστες. Ήρθανε στην υποτιθέμενη «γη της επαγγελίας», βγάλανε χρήματα από μας, δουλέψανε καλά, όμως δεν ενσωματώθηκαν. Και δεν μπήκανε καν στον κόπο ούτε να μάθουν σωστά ελληνικά».
«Στην Αθήνα των απεριόριστων ευκαιριών είχα πια τη δυνατότητα να προσεγγίσω το όνειρό μου. Δραματική Σχολή, κινηματογράφος, τηλεόραση, αργότερα θέατρο, ραδιόφωνο. Έχω δουλέψει απίστευτα. Καμιά φορά κοιτάζω το πλήρες βιογραφικό μου κι αναρωτιέμαι κι εγώ η ίδια, πώς και πότε πρόλαβα να τα κάνω όλα αυτά. Δε σταμάτησα ποτέ να δουλεύω. Ακόμα και στον ύπνο μου. Νομίζω πως ποτέ δεν διαχώρισα τις έννοιες «εργασία» και «ζωή». Για μένα όλα ήταν ένα. Δεν έχω κάνει ποτέ διακοπές (στο μοτίβο «αράζω ένα μήνα σ’ ένα νησί και κατεβάζω τα τηλέφωνα») -οι διακοπές μου ήταν πάντα μια ολιγοήμερη ανάπαυλα, που όμως κι αυτή η ανάπαυλα είχε μέσα της ψήγματα δουλειάς».
«Τα τελευταία 15 χρόνια έχω προσθέσει στην ταυτότητά μου δίπλα στο «ηθοποιός» και την ιδιότητα «συγγραφέας», έχοντας στο ενεργητικό μου έξι βιβλία. Ένα βιβλίο-εγχειρίδιο, το «Ηθοποιός, Σκιά και Φως», (μοναδικό στην ελληνική βιβλιογραφία για το επάγγελμα του ηθοποιού), το «Προσωπική απόδραση» (μια συλλογή από χρονογραφήματα που έγραψα στη συνεργασία μου παλιότερα με τις εφημερίδες «Εβδόμη» και «Κυριακάτικη Ακρόπολη»), τρία μυθιστορήματα (το «Σαν άσπρο πούπουλο σ’ απέραντο γαλάζιο», το «Η φίλη σου, Ροζαλία» και «Το Ζ της Ζωής») και το στερνοπούλι μου, το «12 και 5 αμαρτωλές ιστορίες», μια τοιχογραφία του παρακμιακού και «απολίτιστου» σύγχρονου πολιτισμού που βιώνουμε.
Τι με ηρεμεί;
«Η θάλασσα με ηρεμεί. Είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ο τέλειος γιατρός δια πάσαν νόσον. Ευτυχώς μπορώ και την απολαμβάνω όλο το χρόνο, επειδή είμαι και χειμερινή κολυμβήτρια.
Το φυτώριο αλόης που έχω στήσει μ’ ενδιαφέρει επίσης πολύ και ασχολούμαι αρκετά. Μη φανταστείτε τίποτα επαγγελματικό. Στη βεράντα μου το έχω στήσει, βεβαίως δεν εμπορεύομαι τις αλόες, απλώς τις καλλιεργώ και χαρίζω φυτά στους φίλους μου. Εδώ και 11 χρόνια μιλώ για τις θαυματουργές ιδιότητες της αλόης και την έχω βάλει στη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων.
Εννοείται ότι πιστεύω απόλυτα στη φύση και στους φυσικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων υγείας. Στο πλαίσιο αυτής της βιοθεωρίας είμαι και χορτοφάγος. Εδώ και 15 χρόνια».
Χόμπι;
«Όχι ακριβώς χόμπι. Έχω μανία να μαθαίνω ξένες γλώσσες. Όχι για να τις χρησιμοποιήσω, αλλά γιατί μαγεύομαι με το να τις εξερευνώ, να επισημαίνω τα συγκριτικά στοιχεία και να βρίσκω τα κλειδιά τους. Έχω ασχοληθεί με κάμποσες. Τελευταία ήταν τα Βουλγαρικά (που με παίδεψαν αρκετά), αλλά τώρα τα μιλώ και τα διαβάζω σε ικανοποιητικό βαθμό. Τώρα το παλεύω για να μάθω λίγα κινέζικα. Έτσι, για πλάκα».