Γράφει ο Κώστας Σ. Κάππος
∆ικηγόρος ΑΜ ∆ΣΑ 5941, Αρείου Πάγου και ΣΤΕ
Γνωριστήκαµε το 1994 όταν και οι δύο µας είχαµε την ατυχή έµπνευση να θεωρήσουµε ότι µε τις όποιες δυνατότητές µας θα µπορούσαµε να προσφέρουµε κάτι στην κοινωνία των Μελισσίων. Οι αποφάσεις µας ελήφθησαν προ της γνωριµίας µας. Εσύ από τη θέση του υποψήφιου δηµάρχου ως επικεφαλής δηµοτικής παράταξης η οποία έλαβε ποσοστό 22% και εγώ ως δηµοτικός σύµβουλος της πλειοψηφίας. Το ποσοστό που έλαβες ήταν σηµαντικό ποσοστό, τηρουµένων των πολιτικών αναλογιών και των δυσµενών ειδικών συνθηκών που είχες στην παράταξή σου, έχοντας απέναντί σου τον µόνιµο δήµαρχο επί τρεις τετραετίες και στον κόρφο σου φίδια, ανεπάγγελτους και ανοικοκύρευτους Είναι σχεδόν βέβαιο πως χωρίς αυτούς που βρίσκονταν στο πλάι σου, θα γινόσουν δήµαρχος της πόλης. Η εύλογη πικρία σου δεν οφείλετο µόνον στην αποτυχηµένη προσπάθεια, αλλά όταν άρχισες να αντιλαµβάνεσαι ότι τα φίδια άρχισαν να δαγκώνουν. Είχες τη µεγάλη ατυχία να έχεις επιλέξει και να έχει εκλεγεί ως σύµβουλος της παράταξής σου ένα νεαρό άτοµο και µε δηλητηριώδη φιλοδοξία.
Το ∆ηµοτικό Συµβούλιο, στην πλειοψηφία του οποίου ανήκα, µε πρόταση του δηµάρχου είχε αποφασίσει να επιβάλει µια από τις προβλεπόµενες ποινές στον νεαρό σύµβουλό σου για κάποιες αυθαίρετες πρωτοβουλίες του και συµφωνίες µε ανθρώπους των γειτονικών ∆ήµων. Επί της εισήγησης του τότε δηµάρχου υπήρξαν θετικές τοποθετήσεις όλων των συµβούλων της πλειοψηφίας πλην ενός. Τοποθετήθηκα αυτοβούλως και αυθορµήτως αντίθετα µε την πρόταση του δηµάρχου, εισηγούµενος ότι το λάθος του νεαρού, ηλικίας τότε 26 ετών, συµβούλου σου, θα πρέπει να του συγχωρεθεί λόγω της ηλικίας του, της απειρίας του και του ενθουσιασµού του, στοιχεία που εύλογα θα µπορούσαν να τον παρασύρουν. Ο πολύπειρος δήµαρχος, όπως θα θυµάσαι αναδεικνύοντας ένα από τα «προσόντα» ως πολιτικού όντος, απέσυρε την πρότασή του και ζήτησε αλλαγή της θέσης των υπόλοιπων συµβούλων του και αποδέχθηκε την πρότασή µου, η οποία ταυτιζόταν µε τη δική σου, χωρίς καµία προσυνεννόηση. Τότε δεν γνώριζα ούτε κατ’ όψιν τους υπόλοιπους συµβούλους, ούτε βέβαια τον νεαρό σύµβουλό σου, διότι δεν τους είχα συναντήσει ποτέ πριν τις εκλογές και αµφότεροι είµαστε πρωτόπειροι και ανυποψίαστοι. Στο τέλος της διαδικασίας και µετά την ευνοϊκή απόφαση για τον µοναδικό σύµβουλό σου, δέχθηκα τις ευχαριστίες σου και την κατανόηση των συµβούλων ακόµη και της πλειοψηφίας. Ο µοναδικός σύµβουλος όλων των παρατάξεων που δεν µε πλησίασε ήταν ο νεαρός σύµβουλός σου, που αποχώρησε χωρίς καν να µου µιλήσει. Θυµάσαι ότι σε πλησίασα, απορώ ακόµη µε ποιο θάρρος γιατί δεν είχαµε αναπτύξει ακόµη φιλικές σχέσεις και σου είπα στο αυτί «Στρατηγέ µου αυτόν να τον προσέχεις γιατί είναι επικίνδυνος». Είµαι βέβαιος πως το είχες συνειδητοποιήσει, αλλά όπως έπρεπε, δεν θέλησες να εκµυστηρεύσεις ένα τόσο σοβαρό θέµα σε έναν άγνωστο σχεδόν σύµβουλο και µάλιστα αντίθετης παράταξης, όπως ήµουν εγώ.
Όταν το 1998 τα φίδια που έκρυβες στον κόρφο σου, σου έδωσαν το τελειωτικό κτύπηµα, που τόσο πολύ σε πίκρανε, αισθάνθηκα φίλος σου. Με την προτροπή της Ελένης που υπέφερε όσο και εσύ από την εκδήλωση αγνωµοσύνης και προδοσίας, είχαµε φροντίσει από κοινού µε επιστολές και δηµοσιεύµατα να αναδείξουµε ότι οι θέσεις σου είναι απαραίτητες για την παράταξή σου και η διαφαινόµενη ανατροπή σου θα έπρεπε να αποτιµηθεί στις σωστές της διαστάσεις. Η προσπάθεια µας αποδείχθηκε αποτελεσµατική. Η παράταξη που στήριζε ένα θλιβερό κοµµάτι του χώρου της συντηρητικής παράταξης αυτής, πήρε την απάντηση που της έπρεπε. Το ποσοστό 22% που είχες λάβει το 1994 µόνος και βαλλόµενος πανταχόθεν, κατόρθωσαν να το κάνουν 14%. Θυµάσαι το ξενύχτια µας για να εργασθούµε προς την κατεύθυνση αυτή. Θυµάσαι -και πώς να το ξεχάσεις άλλωστε- ότι λίγες ηµέρες µετά τις εκλογές του 1998 δέχθηκες άνανδρη, πλην οργανωµένη, επίθεση µε ροπαλιές στο κεφάλι βγαίνοντας από την κατοικία σου και είναι απορίας άξιο πως επέζησες. Επειδή ουδέν κακόν αµιγές καλού, µια από τις βλαπτικές συνέπειες του τραυµατισµού σου ήταν η επί τετραετία «αγευσία». ∆εν µπορούσες να έχεις γεύση για φαγητό και ποτό. Με ανδρεία αντιµετώπισες και την επίθεση αυτή η οποία θύµισε τη δολοφονία Λαµπράκη. Υπήρξες, στρατηγέ µου, χάρις στους επικίνδυνους συνεργάτες σου, που µετατράπηκαν σε δολοφόνους, ο Λαµπράκης της άλλης πλευράς. Ξέρεις ότι µετά λίγες ηµέρες από την απάνθρωπη επίθεση αυτή προσήλθε απρόσκλητος στο γραφείο µου «φίλος σου» και µου είπε «Να πείτε στον στρατηγό ότι εγώ δεν συµµετείχα στην πράξη αυτή», επιβεβαιώνοντας την ευστοχία της οµάδας κρούσεως.
Από το έτος 1998 δεν συµµετείχαµε θεσµικά στις υποθέσεις του ∆ήµου καθ’ οιονδήποτε τρόπο και από οποιαδήποτε θέση. Όµως θα πρέπει να σηµειώσω ότι εσύ πάρα ταύτα παρέµεινες και συµπεριφερόσουν κοινωνικά ως στρατηγός και οι άνθρωποι που σου επιτέθηκαν παρέµειναν ανοικοκύρευτοι. Η ανέλιξη στις παρυφές της κεντρικής εξουσίας δεν προσδίδει στο άτοµο άλλη αξία, πέραν αυτής που έχει καταχωρηµένη επί δεκαετίες στο κοινωνικό και πολιτικό µητρώο.
Η ανάµνηση των γεγονότων αυτών, που χάραξε την πορεία σου στα κοινά πράγµατα είναι µια υποχρέωσή µου απέναντί σου που παρ’ όλο ότι ανακατεύτηκες µε τα πίτουρα, δεν σε έφαγαν οι κότες, που στην περίπτωσή σου ήταν και από το ίδιο κοτέτσι.
Ξέρω ότι πλην ενός, τους είχες συγχωρέσει όλους. Ξέρω καλά πόσο πληγώθηκες χωρίς να περιφέρειες λεπτοµέρειες της ταλαιπωρίας σου.
Είχες πλεονεκτήµατα που ήταν η ευδόκιµη ανέλιξη στον στρατό και η οικογένεια που δηµιούργησες και για µένα είναι το µεγαλύτερο επίτευγµα. Έφυγες και άφησες πίσω σου έναν άλλο στρατό που αποτελείται από δύο τέκνα επιστήµονες µε ευδόκιµη επαγγελµατική και κοινωνική πορεία, νύφες επιστήµονες και µανάδες, εγγόνια που άρχισαν να πορεύονται προς την κορυφή της επιστήµης και της κοινωνικής αναγνώρισης και ευτύχισες να αποκτήσεις και δισέγγονα. Η απόλυτη επιτυχία, τύχη και προσδοκία για το µέλλον.
Άφησες όµως πίσω και την Μπουµπουλίνα, στις πλάτες της οποίας έχτισες πολλά από αυτά που απέκτησες. Τη φώναζαν Ελένη, γιατί εκτός των άλλων σηµαντικών προσόντων της ήταν και ωραία. Άφησες ανεκτίµητη «περιουσία» που εάν δεν είναι αδύνατο, σίγουρα είναι δύσκολο να κατακτηθεί και διατηρηθεί από τον καθένα.
Στρατηγέ, έφυγες πάνω στο άρµα κάποιου θεού του Ολύµπου. Ίσως και του ∆ία, παρ’ ότι δεν ταίριαζε η δράση του στον χαρακτήρα σου. Ίσως και κάποιου αγίου που οδηγεί µόνον στον παράδεισο. Εάν συµβεί το τελευταίο λυπάµαι που δεν θα ξανασυναντηθούµε.
• Ήσουν ακάµατος. ∆εν κάµφθηκες ποτέ.
• Ήσουν µε το χαµόγελο στα χείλη. Χαµόγελο που ανάβλυζε από την καλή σου διάθεση.
• Έπνιγες τον θυµό σου πίσω από τη δήθεν άγνοια που δήλωνες για τη γνώση των κακών.
• Εργαζόσουν τόσο επιτελικά όσο και οργανωτικά κατά τρόπο αξιοθαύµαστο.
• Είχες αποσπάσει την εκτίµηση των πολιτικών σου αντιπάλων.
• Θυσιάσθηκες ως ανάχωµα πολιτικό και κοινωνικό των ανοικοκύρευτων και τους απαξίωνες ακόµη και δηµόσια.
• Ήταν τιµητικό για σένα να µη σε αποδέχονται πρόσωπα αποτυχηµένα και µειονεκτικά.
• Ήθελες οι συνεργάτες σου να µπορούν να πετάνε και να ψαρεύουν µόνο στα καθαρά νερά.
Να µου επιτρέψεις ένα µικρό παράπονο. ∆εν πρόφθασες να µου εξηγήσεις µε επάρκεια, πώς συµπάθησες έναν άθρησκο, έναν αριστερό και έναν κοινωνικό και πολιτικό ταραξία. Μεγαλοσύνη σου που κράτησες θέση στην εκτίµησή σου και για κάποιον που ακόµη ψάχνεται και µετράει αυτούς στους οποίους αρέσκεται να µην είναι συµπαθής και να δηλώνει υπερήφανος για τον λόγο αυτόν. ∆εν είµαι βέβαιος πως όλοι οι φίλοι µας ήταν κοινοί. Κολακεύοµαι όµως, στρατηγέ, που είχαµε το ίδιο κριτήριο απαξίωσης και τις ίδιες γενικές αρχές της κοινωνικής αντίληψης.
Στη συνοδεία σου που θα σε οδηγήσει στον παράδεισο, να ξέρεις πως θα είµαι και εγώ µε τη σκέψη µου. Θα µου απαγορευθεί κατά πάσα πιθανότητα η είσοδος, αλλά είµαι βέβαιος ότι η σκέψη και η αγάπη µου στο πρόσωπό σου θα περάσει, είτε από τα κάγκελα, είτε πάνω από τον τοίχο για να είναι πάντα µαζί σου. Ο παράδεισος δεν νοείται να έχει και αυτός µετατραπεί σε ξέφραγο αµπέλι.
Τιµή µου που υπήρξα φίλος σου.