Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος Κιλκίς.
«Χώρες του ήλιου και δεν µμπορείτε
να αντικρίσετε τον ήλιο,
χώρες του ανθρώπου και δεν µμπορείτε
να αντικρίσετε τον άνθρωπο»
Γιώργος Σεφέρης
Το παλιό βιβλίο «Nεοελληνικής Γλώσσας» της πρώτης Γυµνασίου περιείχε ένα θαυµάσιο ποίηµα του Κωστή Παλαµά µε τίτλο «Τα σχολειά χτίστε». Το θυµήθηκα, ξαναδιαβάζοντας, παλιό άρθρο ενός Άγγλου δηµοσιογράφου, µε τίτλο «Γεννηµένα στην αιχµαλωσία». Με απασχολεί, βασανιστικά θα έλεγα, το γιατί «αγρίεψαν τα παιδιά µας».
Στο κείµενο αυτό ο ερευνητής στηλιτεύει µε θλίψη τη συνεχή µείωση των ελεύθερων και ακίνδυνων χώρων για παιδικό παιχνίδι. Ο «ζωτικός παιδικός χώρος», ο παιδικός «βιότοπος», όπως χαρακτηριστικά τον ονοµάζει, ελαττώνεται, γεγονός που επηρεάζει δυσµενώς την ψυχική, αλλά και τη σωµατική υγεία των παιδιών.
Η παχυσαρκία, για παράδειγµα, συνδέεται άµεσα µε τη µείωση του παιχνιδιού έξω από το σπίτι. Τραγική όµως έλλειψη «παιδικού βιότοπου» παρατηρείται σήµερα και στα σχολεία των ελληνικών πόλεων. Τα περισσότερα σχολεία είναι χτισµένα πάνω στα λίγα τετραγωνικά, που δεν µπόρεσαν να καταπιούν οι αντιπαροχές. Σχολεία περικυκλωµένα από κακόµορφους, τσιµεντένιους όγκους, κοντά σε πολύβοους δρόµους, σχολεία, κακέκτυπες αποµιµήσεις της πνευµατικά άνυδρης εποχής µας.
Παραθέτω στο σηµείο αυτό την έξοχη ποιητική παραίνεση του εθνικού µας ποιητή, που διαβλέπει, αφουγκράζεται «την βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» (Καβάφης) και προσπαθεί να επέµβει, για να αποτρέψει την θλιβερή πορεία.
«Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα, µεγάλα
γερά θεµελιωµένα, από της χώρας
ακάθαρτης, πολύβοης, αρρωστιάρας
µακριά µακριά τ’ ανήλιαγα σοκάκια
τα σκολεία χτίστε!
Και τα πορτοπαράθυρα των τοίχων
περίσσεια ανοίχτε, να ‘ρχεται ο κυρ Ήλιος
διαφεντευτής, να χύνεται, να φεύγει
ονειρεµένο πίσω του αργοσέρνοντας το φεγγάρι.
Γιοµίζοντάς τα να τα ζωντανεύουν
µαϊστράλια και βοριάδες και µελτέµια
µε τους κελαηδισµούς και µε τους µόσχους
κι ο δάσκαλος, ποιητής και τα βιβλία
να είναι σαν κρίνα…».
(«Πολιτεία και Μοναξιά»)
Άφθαστος, ιδανικός ο ποιητικός λόγος, γι’ αυτό ίσως είναι και ακατόρθωτος, µάταιος. Τα σχολεία είναι -λένε οι περισπούδαστοι- χώροι χαράς και µάθησης. Τα παιδιά είναι σαν τα πουλιά, που ανοίγουν τα φτερά τους στο πέλαγος και τις ανοιχτωσιές. Εγκλωβισµένα τα µικρά, του ∆ηµοτικού, στο θαυµάσιο παιδικό τους δωµάτιο, καταπονηµένα από τις ατελείωτες εξωσχολικές δραστηριότητες, έρχονται στο σχολείο, για να τρέξουν, να µιµηθούν τα αθλητικά τους ινδάλµατα. (Ας προσέξουµε τις λέξεις παιδί, παιδι-ά και παιχνίδι). Εκεί όµως συναντούν µικρές, αρρωστιάρικες, ανήλιαγες αυλές, στρωµένες µε τσιµέντο και οι δάσκαλοι της εφηµερίας να εποπτεύουν αλαφιασµένοι «µη συµβεί το κακό».
Η παρατηρούµενη σήµερα έλλειψη πειθαρχίας, η εριστικότητα, η υπερκινητικότητα των παιδιών, οφείλονται κυρίως στον περιορισµό, στη φυλάκιση του παιδιού στο ελκυστικό δωµάτιό του, µε τους υπολογιστές και τα άλλα τεχνολογικά ζαρζαβατικά. Τίποτε όµως δεν το ευχαριστεί περισσότερο από την επαφή µε τη φύση, εκεί ανθίζει, νιώθει ελεύθερο. Και τα πράγµατα επιδεινώνονται λόγω και της περιρρέουσας εγκληµατικότητας. Πού να αφήσουν οι γονείς τα παιδιά τους, στις µεγαλουπόλεις, να αφήσουν λίγο το χέρι τους και να παίξουν; Τρέµει το φυλλοκάρδι τους…
Χτίζονταν παλαιότερα καινούργια σχολεία -σήµερα τα κλείνουν λόγω και της δηµογραφικής µας πανωλεθρίας- και τα επαινετικά σχόλια αφορούσαν µόνο το κτίριο. Αίθουσες θεατρικής αγωγής, υπολογιστών, όµορφη αρχιτεκτονική, ζωηρά χρώµατα… καλά και άγια όλα αυτά. (Αν και «σχολείο ίσον δάσκαλος», υπενθυµίζει ο Παλαµάς). Και ο αύλειος χώρος; Ο µαθητής αυτόν πρώτα θα παρατηρήσει, εκεί θα ξεδιπλώσει τα αθλητικά του ταλέντα, εκεί θα παίξει. Ο συνωστισµός κουράζει, εκνευρίζει, το «τέρπειν και διδάσκειν» του Πλάτωνα, ακυρώνεται. Η µάθηση, χωρίς χαρά και παιχνίδι, µπορεί να γεµίζει τον νου µε σκόρπιες πληροφορίες και γνώσεις, αφήνει όµως την ψυχή έρηµη, ψυχρή… και αργότερα πάνω στο άγονο, στο αγεώργητο αυτό µέρος φυτρώνουν εγωισµοί, αδικίες, φιλαυτίες.
Έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα πως «έχουµε ένα πολιτισµό που θεωρεί το παιδί ως ενόχληση». Όταν δεν του παρέχουµε αυτό που πραγµατικά του αρµόζει, χώρο για παιχνίδι, ο προηγούµενος αφορισµός επιβεβαιώνεται. «Εάν ένα δέντρο το τσακίσει η καταιγίδα, εάν το δέντρο µαραζώσει, από την έλλειψη του ήλιου, εάν µείνει καχεκτικό από τη φτώχεια του εδάφους, ποτέ δεν θα πούµε πως αυτή ήταν η πραγµατική του φύση». Τα µεταφορικά αυτά λόγια του παιδοψυχολόγου Κ. Χόρνεϊ περιγράφουν, νοµίζω, µε σαφήνεια τους προαναφερόµενους προβληµατισµούς µας.
Αλλά γενικά σήµερα ο κάτοικος της πόλης ασφυκτιά, πνίγεται. Γεγονός που καταδεικνύει τη δίψα του για λίγο ξάστερο ουρανό, είναι οι γιγαντιαίες αποδράσεις την περίοδο των εορτών στις µεγαλουπόλεις. Εγκλωβισµένος ο άνθρωπος στην πόλη και βλέποντας µόνον τα έργα των χειρών του, κυριαρχείται από αλαζονεία. Όσο ζούσε κοντά στη φύση έβλεπε τα «λίαν καλά» έργα του Θεού, τ’ αποθαύµαζε, τα πρόσεχε. Στην πόλη την ακάθαρτη, την αφύσικη, τη θορυβώδη, αποµακρύνεται από τον Θεό αλλά και από τους ανθρώπους. Γίνεται καχύποπτος, αποξενώνεται, κατρακυλά στην αθεΐα.
Κάτι ανάλογο ισχύει και την εθνική συνείδηση. Η κατοχή γης, η ιδιοκτησία, τονώνει το εθνικό αίσθηµα. Κοµίζει στον ιδιοκτήτη προσωπικό γόητρο, αίσθηµα αλληλεγγύης προς την πατρίδα, δεσµούς που κινούν αυτά τα ζωτικά νεύρα της ανθρώπινης υπόστασης, σε αντίθεση µε τις πάλαι ποτέ εργατικές τάξεις των µεγαλουπόλεων, όπου ανθεί η δυσαρέσκεια και η καταπίεση. (Το 1940, στον πόλεµο, πολέµησαν οι Έλληνες σαν λιοντάρια, γιατί υπερασπίζονταν τη γη τους, τα καλλιεργηµένα µε τον τίµιο ιδρώτα υποστατικά τους. Σήµερα τι έχουν να χάσουν;).
Λαµβάνοντας υπ’ όψιν και την τωρινή οικονοµική φρίκη και το ανύπαρκτο και εχθρικό κράτος, κατανοούµε το γιατί µειώνεται η φιλοπατρία. Και βέβαια το κακό επιδεινώθηκε διότι και η γη, η περιουσία, µε τις φοροεπιδροµές, είναι πλέον ασύµφορη.
Κλείνοντας τις θεολογικές και εθνικές γενικεύσεις και επανερχόµενοι στο άρθρο του Άγγλου δηµοσιογράφου, επισηµαίνουµε τα εξής: στη Βρετανία στοιχεία πρόσφατης έρευνας δείχνουν ότι ένα παιδί κάτω των δώδεκα ετών έχει χώρο για να παίξει, παιδότοπο δηλαδή, 2,3 τ.µ., όσο περίπου ένα τραπέζι. Αν γινόταν η ίδια έρευνα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη ή και στο Κιλκίς, είναι σίγουρο πως το µερίδιο, του κάθε παιδιού, µόλις θα του αρκούσε για να σταθεί όρθιο. «Οι Έλληνες», έλεγε ο Εγγονόπουλος, «έχουν γύρω τους µια σπατάλη φύσεως και ήλιου, γι’ αυτό είναι αδύνατον να περάσουν δίπλα από τη ζωή και να την περιφρονήσουν». Σήµερα αν ζούσε κι έβλεπε πόσο φυλακίσαµε τον ήλιο και την πάντερπνη φύση, πόσο «φυλακίσαµε» τα παιδιά µας, θα µιλούσε για αφροσύνη.