Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης, Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων.
Στις 22 Ιουνίου 1998 οι φιλόξενες σελίδες της Αμαρυσίας (φ. 1468, σελ. 1 και 12) δημοσίευσαν άρθρο μου για τον ισάγιο κληρικό τότε «πάτερ Αθανάσιο» στην Παναγία τη Νεραντζιώτισσα. Σήμερα εξαιτίας επικαιρότητος αναδημοσιεύεται όπως γράφτηκε τότε:
Έχουν συμπληρωθεί τριάντα χρόνια από την εποχή, που η εκκλησία μας στερήθηκε έναν αξιόλογο πνευματικό ηγέτη και άνθρωπο, έναν ισάγιο κληρικό, τον πατέρα Αθανάσιο Χαμακιώτη.
Ο πατέρας Αθανάσιος Χαμακιώτης πέρασε στο πάνθεον των εκπροσώπων της ουράνιας αγάπης πάνω στη γη, προσφέροντας τις υπηρεσίες του επί πολλές δεκαετίες στην αρχαιότερη εκκλησία της περιοχής του Μαρουσιού, την Παναγία τη Νεραντζιώτισσα, ένα κτίσμα του 9ου μ.Χ. αιώνα. Καταγόταν από την Τουρλάδα, ένα χωριό της επαρχίας των Καλαβρύτων. Το επώνυμό του εκπροσωπείται και σήμερα ακόμη από τους νεαρούς βλαστούς, που φοιτούν στο Γυμνάσιο – Λύκειο Κάτω Κλειτορίας, Μαζέικα, αυτή την κωμόπολη της περιοχής, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Αροάνιου και Κλείτορα στους πρόποδες του υπερήφανου Χελμού. Εκεί τον συνάντησα διδάσκοντας ελληνικά γράμματα. Το γενεαλογικό του δέντρο ανέδειξε απογόνους με δυνατές καταβολές έμφυτης καλοσύνης, φιλαλληλίας και σύνεσης. Με αυτήν τη σύνεση, αφοσίωση και αγάπη ποίμανε και ο πατήρ Αθανάσιος τον μαρουσιώτικο λαό. Σύνδεσε τη ζωή του με τη Νεραντζιώτισσα, που επί της ιερουργίας του αναδείχτηκε αξιόλογο πνευματικό κέντρο καθοδήγησης και ψυχικής κάθαρσης των προσευχόμενων προσκυνητών. Οι προσκυνητές δέχονταν σαν δροσιά Αερμών τις νουθεσίες του στο υπέρτατο μυστήριο της εξομολόγησης.
Ιερουργούσε αφοσιωμένος στο τυπικό της λατρείας. Η ώρα της λειτουργίας περνούσε μέσα σε μιαν απέραντη μυσταγωγία. Οδηγούσε τους εκκλησιαζόμενους με τον τρόπο, που εκείνος μόνον ήξερε, στα άδυτα μυστήρια της λατρείας. Η λειτουργία, που γινόταν από τον παπά Θανάση καθήλωνε τους πιστούς, οδηγώντας τους σε υπερκόσμιους δρόμους πνευματικής ανύψωσης. Σπάνια γεννιούνται τέτοιοι κληρικοί. Εκείνος ξεχώριζε στο έργο του. Μοναχικός αγαπούσε τη μοναστική ζωή, γι’ αυτό και αναζήτησε την απομονωμένη εκκλησία της Νεραντζιώτισσας, που από τα παλιά χρόνια ήταν ανδρικό μοναστήρι. Πολλοί προσκυνητές από όλα σχεδόν τα μέρη της Αττικής αλλά και από αλλού προσέρχονταν για να λάβουν την ευλογία του εξαίρετου ιερουργού. Η φήμη του είχε ξεπεράσει πλέον τα τότε στενά όρια της πόλης μας.
Οι μοναχοί των μοναστηριών της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, τη μαρτυρική αυτή πόλη, που ακόμα διεκδικεί αποζημίωση εξαιτίας των γερμανικών συμφορών, τον αναζητούσαν. Ανήκε στη δύναμη των μοναχών του μοναστηριού, του Μεγάλου Σπηλαίου. Η επιστροφή κοντά τους ήταν όχι μόνο αναγκαία αλλά και επιτακτική. Το ακέραιο ήθος του και η επιβολή της παρουσίας του ενέπνεε σεβασμό.
Όμως η θεία Χάρη, που τα ασθενή θεραπεύει, και τα ελλείποντα αναπληρώνει επεφύλαξε στον πατέρα Αθανάσιο να ποιμάνει τους χώρους, που θα τον αναδείκνυαν στο δικό του πνευματικό αγρό. Αυτός ανθοφόρησε και καρποφόρησε, αφού έδωσε τόσους νέους ταγούς στην υπηρεσία της Εκκλησίας.
Με δική του πνευματική καθοδήγηση αναδείχτηκαν αξιόλογες εκκλησιαστικές μορφές, παιδιά εκλεκτά Μαρουσιωτών, που κατέχουν σήμερα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα, σεμνοί και γερά καταρτισμένοι στα θεολογικά ζητήματα, μητροπολίτες, επίσκοποι, ηγούμενοι μοναστηριών, αρχιμανδρίτες, ιερείς και ασκητές. Εκείνοι υμνούν το Θεό, εμπνευσμένοι από τις δικές του νουθεσίες. Η Εκκλησία μας πρέπει, ας μου συγχωρηθεί η έκφραση, πρέπει να σεμνύνεται γι’ αυτούς τους ποιμένες, που είναι δημιουργήματα του φωτισμένου αυτού και λεπτού στους τρόπους εκκλησιαστικού γέροντα.
Υπάρχουν μαρτυρίες από τους ντόπιους ότι σε πολλές αγρυπνίες (ολονυκτίες) και κάτω από το ημίφως των κεριών, που γινόταν η λειτουργία, στο ιερό η μορφή του πατέρα Αθανάσιου που ιερουργούσε, έλαμπε σαν αστέρι. Αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους προέτρεπε πάντα κατά την τέλεση του Ακαθίστου Ύμνου να μένουν όρθιοι. «Ο Ύμνος γράφτηκε όταν κινδύνευε η πόλη και ο εχθρός βρισκόταν κοντά στα τείχη της. Ο λαός είχε αγωνία και οι εκκλησίες ήταν γεμάτες από όρθιους, που ζητούσαν τη βοήθεια της Παναγίας, έλεγε. Δεν πρέπει να καθόμαστε εμείς».
Κάποτε άλλοτε ήρθε στη Νεραντζιώτισσα ένα άρρωστο παιδί με τους γονείς και συγγενείς του, αφού η επιστήμη είχε σηκώσει πλέον ψηλά τα χέρια της για την αποκατάσταση της υγείας του παιδιού. Ο πατήρ Αθανάσιος, αφού απομάκρυνε τους συγγενείς και τους άλλους ακόλουθους και συνέστησε απόλυτη ησυχία, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και μπήκαν στην εκκλησία για να προσευχηθούν. Ο πατήρ Αθανάσιος σε όλη τη διάρκεια της προσευχής μέσα στο ναό μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας γονατιστός είχε υψώσει τα δύο του χέρια στον ουρανό και τα δάκρυά του έτρεχαν στις παρειές του. Το παιδί βρισκόταν στις πλάκες κάτω και δίπλα η μητέρα του γονατιστή.
Όταν τελείωσε την προσευχή του και σταύρωσε ο πατήρ Αθανάσιος το παιδί, εκείνο σηκώθηκε, περπάτησε και βγήκε μόνο του από την εκκλησία. Η Παναγία η Νεραντζιώτισσα είχε κάνει το θαύμα της. Κι αυτό δεν ήταν το μόνο. Ο πατήρ Αθανάσιος είχε το προνόμιο να έχει γεμάτη την ψυχή του από θεία χάρη, που με τη συνεχή προσευχή του διοχέτευε σ’ αυτούς που έρχονταν με πρόθεση ειλικρίνειας και μετάνοιας κοντά του. Ο δρόμος της σωτηρίας ανοιγόταν μπροστά τους και η Νεραντζιώτισσα είχε αποβεί ιερό προσκύνημα. Οι κυρίες των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων στο Μαρούσι διοργάνωναν παρακλήσεις προς την Παναγία.
Το πέρασμα του πατέρα Αθανασίου από την πόλη μας με το ζωηφόρο πνεύμα λατρείας και συμπεριφοράς επηρέασε τους πάντες. Απόδειξη ότι ένθερμοι προσκυνητές του τον αναζητούσαν και όταν αυτός επιδίωκε την πλήρη απομόνωσή του και τη συνένωση της ψυχής του με το θείον, ασκητεύοντας στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης στη Σταμάτα, που ήταν και δημιούργημα του. Εκεί και κοιμήθηκε ο ένθερμος εφαρμοστής του Νόμου και της Ηθικής, ο εκπρόσωπος της αγαθότητας και της αγιότητας, ο ενδιαφερόμενος με τη διαρκή προσευχή του για τη σωτηρία του ποιμνίου του.
Η προσφιλής του μορφή παραμένει ακόμη και μετά τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την κοίμησή του ανεξίτηλη, ζωηρή, λαμπρή στη μνήμη των Μαρουσιωτών. Τα λόγια του φυλάσσονται ως ιερή παρακαταθήκη. «Ο άνθρωπος είναι πράγμα ιερό για τον άνθρωπο και η πίστη είναι δύναμη. Η προσευχή είναι το καταφύγιο του ανθρώπου» τόνιζε.
Τις τελευταίες στιγμές του βίου του κοντά του ήταν οι πιστοί του φίλοι, γυναίκες και άντρες από το Μαρούσι. Αυτούς ευλογούσε και νουθετούσε να ακολουθούν το δρόμο της αρετής. Ενταφιάστηκε στον ιερό χώρο του μοναστηριού της Παναγίας της Φανερωμένης αφού η Θεία Χάρη τού επεφύλαξε να έχει σεμνή και απέριττη την τελευταία του κατοικία.