Γράφει η Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη, δικηγόρος, τ. Αντιπροέδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Η βία είναι μη αποδεκτή απ’ όπου κι αν προέρχεται. Η αυτοδικία είναι καταδικαστέα. Η νόμιμη άμυνα δεν πρέπει να υπερβαίνει το επιβαλλόμενο όριο, αλλιώς γίνεται κι αυτή παράνομη βία. Και η βία οδηγεί σε περισσότερη βία.
Όλα σωστά. Η βία εκτρέφει βία. Πάντα. Το είδαμε ακόμη και με τις παράνομες εκδηλώσεις στο όνομα της πολιτικής «αγανάκτησης». Το μόνο που προκάλεσαν ήταν κι άλλες παράνομες εκδηλώσεις – αυτή τη φορά και εναντίον όσων χειροκροτούσαν τις προηγούμενες.
Η κυβέρνηση, όμως, δεν φαίνεται να ασπάζεται ότι κάθε βία είναι καταδικαστέα. Μια μορφή της, μάλιστα, τη βλέπει με «κατανόηση», αν όχι με συμπάθεια. Είναι η οργανωμένη ή συστηματική παραβατικότητα που συνδέεται με υποτιθέμενους «εναλλακτικούς» χώρους, όπως οι Ρουβίκωνες, τα «Εξάρχεια» και τα αδικήματα εντός πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων. Και αυτή βία είναι, όμως. Και μόνο βία παράγει.
Αλλά και η ωμότερη μορφή της βίας, αυτή του «κοινού» εγκλήματος δεν συγκινεί ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Η υποχώρηση του κράτους – αν όχι η εξαφάνισή του σε ορισμένες περιοχές, η αποθράσυνση των εγκληματιών και ο βρόχος ανασφάλειας που σφίγγει τους πολίτες δεν θεωρούνται ζήτημα προτεραιότητας. Οι ληστείες, οι φόνοι, το κύμα διαρρήξεων και κλοπών, τα «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» δεν ταράσσουν την ηρεμία των ενοίκων των κυβερνητικών γραφείων. Ακόμη και όταν συλλαμβάνονται υπότροποι εγκληματίες, που είχαν αφεθεί ελεύθεροι με τον νόμο Παρασκευόπουλου, ο οποίος – σε αντίθεση με προηγούμενους για την αποσυμφόρηση των φυλακών – δεν προβλέπει καμία εξαίρεση. Ακόμη και όταν υποπίπτουν σε βίαια εγκλήματα μετανάστες, οι οποίοι είχαν αφεθεί να «εξαφανιστούν». Ακόμη και όταν ολόκληρες περιοχές του κέντρου παραδίδονται στο εμπόριο ναρκωτικών με τους εξαθλιωμένους τοξικομανείς αβοήθητους και εξωθούμενους στο μικρεμπόριο ουσιών και στις κλοπές.
Καμία αγωνία, καμία «κατανόηση» για το έλλειμμα ασφάλειας που ταλαιπωρεί τον μέσο πολίτη, για την ελλιπή αστυνόμευση στα αστικά κέντρα, για την άνοδο της εγκληματικότητας. Η κυβερνητική απάθεια συνθέτει ένα πλέγμα αδιαφορίας που επιτείνει το αίσθημα του πολίτη ότι κινδυνεύει παντού – και μέσα στο σπίτι του.
Η ασφάλεια των πολιτών και η επιβολή του νόμου δεν είναι, όμως, λεπτομέρειες. Αποτελούν βασικές προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής δράσης. Αποτελούν προϋποθέσεις της ίδιας της δημοκρατίας. Δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία χωρίς ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες της και χωρίς ασφάλεια ότι το δίκαιο επιβάλλεται.
Η νομοθεσία πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να τεθούν αυστηρότερες προϋποθέσεις για την πρόωρη απόλυση και την παροχή αδειών σε κρατούμενους για βαριά αδικήματα.
Ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται εξίσου σε όλη την επικράτεια, όπως άλλωστε είναι αυτονόητο. Το πανεπιστημιακό άσυλο της ανομίας πρέπει να καταργηθεί και να ξαναγίνουν τα πανεπιστήμια χώρος μάθησης, έρευνας και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, όπως είναι ο προορισμός του. Τα διάφορα άβατα ανομίας, όπου το έγκλημα, με ή χωρίς πολιτικό πρόσημο, οργανώνεται και τρομοκρατεί, πρέπει να εκλείψουν. Και πρέπει να ενισχυθεί η οργάνωση και η στελέχωση της Αστυνομίας, ώστε να εξαρθρωθεί η νέα τρομοκρατία, να καταπολεμηθεί η εγκληματικότητα και να αποκατασταθεί η επαρκής αστυνόμευση και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών στις γειτονιές και τις κατοικίες τους.