Άνοιξη βέβαια να ’ναι σαν και τώρα
κι ακόμη μια γλυκειά, γλυκούλα δύση,
κι έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει
και να πέσει η ψυχούλα η λευκοφόρα.
Πόσο ταιριάζει στην περίπτωση το σχετικό ποίημα του Γρυπάρη, που αγαπούσες να διαβάζεις!
Στην τελευταία συνάντησή μας είπες:
– Άνθισαν οι μυγδαλιές;
– Άργησαν πολύ, είπα, αλλά βλέπεις τώρα στις κορφές τους να προβάλλουν τα πρώτα μπουμπούκια.
– Το ανοιξιάτικο βιβλίο καταγράφει τις πρώτες παρουσίες εφέτος, είπες και αναστέναξες. Το βιβλίο της Άνοιξης είναι σχετικό με το βιβλίο της ζωής.
Όταν ανθίζει ένα δέντρο, αυτό είναι προμήνυμα της Άνοιξης. Εκείνο, σου προαναγγέλλει τους καρπούς, που θα δρέψεις, ανάλογα με την ανθοφορία του. Όταν ένα βιβλίο είναι προσεγμένο και σου δίνει προεκτάσεις ερμηνείας, είναι ένα βιβλίο γεμάτο ιδέες και υπολογίζεις, διαβάζοντάς το, το χρόνο, που θα διαθέσεις, γεμίζεις με χαρά για την είσπραξη των ωραίων διατυπώσεών του, χωρίς να υπολογίζεις κάλυψη χρόνου και ημερών. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο χρόνος είναι ασύμμετρος.
Όταν η μνήμη των ανθρώπων συνεχίζει να αναφέρεται σε συνανθρώπους, που χρησιμοποίησαν το βίο τους, προσφέροντας στους έχοντες ανάγκη, αυτό γίνεται με την πάροδο του χρόνου όμορφη ανάμνηση. Αυτή η εγκάρδια προσφορά τους, όσο και αν πολεμηθεί, στο τέλος θα νικήσει. Αυτές οι περιπτώσεις χρόνια θα επιζούν, θα είναι πάντοτε παρούσες, γεμάτες επικαιρότητα, χωρίς να καλύπτονται από τη λησμοσύνη. Αυτοί είναι οι άνθρωποι, που έζησαν ημέρες γεμάτες, πλήρεις ζωτικότητας. Οι ημέρες του βίου τους ήταν μέσα στο σύνθημα «καμία ημέρα χωρίς προσφορά και εργασία». Και αργότερα, όταν το πλήρωμα του χρόνου δώσει το τέλος, έρχεται η κρίση του λαού για το χρόνο. Ήταν άνθρωποι γεμάτοι, αφειδώλευτοι στο χρόνο, που τον εκμεταλλεύτηκαν χωρίς να κρατήσουν τίποτε για τον εαυτό τους. Πέρασαν ημέρες γεμάτες, πλήρεις, ήταν άνθρωποι που δεν εφοβούντο το χρόνο, μάλλον εκείνοι τον κατεδίωκαν.
Αλλά έπειτα έρχεται και η υστεροφημία. Γίνεται παντοτινή μνήμη που φέρει την ανάμνηση πάντα στο προσκήνιο. Και όταν μάλιστα ο άνθρωπος της προσφοράς εργάζεται χωρίς τυμπανοκρουσίες, αθόρυβα, η προσφορά του πιάνει τόπο. Και η αρχόντισσα του Μαρουσιού Καλλιρρόη, σύζυγος άλλωστε του δυναμικού καινοτόμου αείμνηστου δημάρχου της Ραφήνας Αντώνη Κουζά, έφυγε από κοντά μας και για πάντα τη φετινή Άνοιξη με μια προσφορά, που θα υποδεικνύει την ύπαρξή της ζωντανή.
Η προσφορά της στην ενημέρωση του αγροτικού πληθυσμού κατά τη νεότητά της στις δύσκολες περιοχές ιδιαίτερα και στα νησιά της χώρας μας, με τη συμμετοχή της στο Λύκειο των Ελληνίδων για τη δημιουργία Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) των αγροτών της χώρας μας (1961) κ.λπ., με τη συμβολή της λειτουργίας του Οδηγισμού στο Μαρούσι ως έφορος, με πρόεδρο την αείμνηστη κυρία Τερέζα σύζυγο του φαρμακοποιού Κλεάνθη Παπαδόπουλου και τη συμμετοχή της στο φιλόπτωχο ευαγές ίδρυμα της Αγίας Μαρίνης επί σειρά ετών παραμένουν πράξεις, που θα τιμούν το Μαρούσι θα το ενισχύουν και θα γίνονται υπόδειγμα προς μίμηση.
Αν αφήσει κανείς ελεύθερη τη μνήμη του θα έχει αυτή σπουδαίες στο μέτρο το ανθρώπινο αναμνήσεις – προσφοράς από την αγαπημένη μας Ρόη, που υπήρξε επίσης και θαρραλέα. Ένα περιστατικό άγνωστο από τη γερμανική κατοχή, που η πείνα είχε αρχίσει να θεριεύει στη χώρα μας. Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν ο αείμνηστος πατέρας μας της είπε να πεταχτεί μέχρι το σπίτι του οικογενειακού μας φίλου μπάρμπα Σπήλιου να του πάει μια οκαδιάρα λάδι, γιατί οι Γερμανοί είχαν καταστρέψει στο Ψαλίδι τα δικά του ελαιόδεντρα. Ο πατέρας μας είχε ετοιμάσει την οκαδιάρα, την είχε τοποθετήσει μέσα σε ένα σακίδιο από τσουβάλι και της το έδωσε. Μαζί της πήρε και μένα για παρέα νήπιον όντα και ξεκινήσαμε. Στο ένα χέρι κρατούσε το σακίδιο και στο άλλο εμένα.
Μόλις φτάσαμε στην πλατεία Ηρώων, ένας Γερμανός σκοπός σαν αστακός οπλισμένος, μας σταμάτησε. Ζήτησε ν’ ανοίξει το σακίδιο να δει τι μεταφέραμε. Της είπε να βγάλει την οκαδιάρα με το λάδι από το σακίδιο και αυτός με μια κοντακιά του όπλου του έσπασε το μπουκάλι και χύθηκε στο δρόμο το λάδι και της έκανε νόημα να το μαζέψει με τη γλώσσα της. Εκείνη του απάντησε αγανακτισμένη: – Εσύ το έσπασες, εσύ να το μαζέψεις˙ εκείνος κατάλαβε, εξοργίστηκε, έγινε κατακόκκινος από το θυμό του και φώναξε οργισμένος: «Αράους, αράους» προβάλλοντας το όπλο του. Και εμείς φύγαμε γρήγορα για το σπίτι, αφού είχαμε γλιτώσει, γιατί πριν λίγες μέρες ένας άλλος Γερμανός στο Μαρούσι είχε σκοτώσει το Θανασάκη στη γειτονιά μας.
Σήμερα τα καλώδια της τηλεφωνίας φορτίστηκαν από την είδηση της απώλειας της Ρόης. Ευχαριστούμε τους συμπολίτες μας για τη συμπαράσταση στο μεγάλο πένθος. Οι φίλοι της την απεκάλεσαν «τελευταία αρχόντισσα του Αμαρουσίου» και η φωνή αυτή με σεμνή αποδοχή καταγράφεται ως χαρακτηρισμός μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης στο πρόσωπό της.
Τώρα το ακάτιο που τη μεταφέρει διαπλέει, ανάμεσα στα νούφαρά της, την Αχερουσία λίμνη. Ας ευχηθούμε το ταξίδι να έχει ευνοϊκό άνεμο έως ότου φθάσει στα νησιά των Μακάριων, όπου αναπαύονται οι «αγαθά πράξαντες». Η σκέψη όλων εκείνων, που την αγάπησαν ας δυναμώνει την αντιμετώπιση του χαμού της με μια ευχή παρηγοριάς και δύναμης:
«τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, τον δρόμον τετέλεκε, την πίστιν τετήρηκε…»
Δημήτρης Μασούρης