Γράφει ο Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς*: Πρέσβης επί τιμή
Mπορούμε μόνοι μας; Χωρίς συμμάχους; Η αβίαστη απάντηση είναι όχι. Τόσο κατά την διάρκεια των Μηδικών Πολέμων που εξιστορεί ο Ηρόδοτος, όσο και στον κατά Θουκυδίδη Πελοποννησιακό Πόλεμο, η αναζήτηση και εξασφάλιση συμμάχων ήταν κύριο μέλημα των αντιπάλων. Κάποιες συμμαχίες χαρακτηρίστηκαν ως αμυντικές και άλλες ως επιθετικές.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Τολμώ να ισχυριστώ ότι ειδικά στην παρούσα φάση της εκ θεμελίων αναθεώρησης των ισορροπιών των διεθνών σχέσεων, απορρύθμισης συμφερόντων και αναδιάταξης συμμαχιών, η Ελλάδα πρέπει να μπορέσει να σταθεί όρθια, μόνη της έστω. Το αποδείξαμε τόσο στις χερσαίες επιχειρήσεις όσο και κατά την αεροναυτική αντιπαράταξη των ενόπλων δυνάμεων. Στον Έβρο και τώρα στο Αιγαίο, αποδείξαμε ότι μπορούμε να το κάνουμε όταν υπάρχει η πολιτική βούληση. Επίσης όταν η βούληση συνοδεύεται από την ομολογουμένως υποδειγματική επιχειρησιακή ικανότητα και επί του πεδίου δυνατότητες. Προσοχή όμως. Όταν λέγω «έστω μόνοι μας» ας μην ερμηνευθεί ότι δεν πρέπει να έχουμε συμμάχους. Οποιαδήποτε περί απομονωτισμού σκέψη θα ισοδυναμούσε σήμερα με καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και στις δυνατότητές μας και θα οδηγούσε ασφαλώς στην εθνική αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση.
Ο βασικός όρος για να πετύχουμε τον στόχο μας είναι η σταθεροποίηση και ανόρθωση της οικονομίας, στη δύσκολη αυτή λόγω πανδημίας εποχή, και την επιστροφή της Ελλάδος στην κατηγορία των «κανονικών» χωρών, που έχει ήδη αποτελεσματικά πλέον δρομολογηθεί. Αυτός είναι ο βασικός πυλώνας, η συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, για την ανάκτηση του χαμένου χρόνου και χώρου και για την ενίσχυση της εθνικής μας ασφάλειας.
Η οικονομία είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της εθνικής ισχύος και ασφάλειας, που μας επιτρέπει να ασκούμε πειστική και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική και ισχυρή αποτρεπτική πολιτική. Σήμερα, η Ελλάδα χρειάζεται πολιτικό χρόνο.
Οι συμμαχίες και οι εταιρικές σχέσεις πάσης φύσεως και μορφής (ΕΕ και ΝΑΤΟ) είναι καλές και απαραίτητες. Έχουν όμως επικουρικό και μόνο χαρακτήρα. Ειδικά δε σε σχέση με το ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η απειλή προέρχεται από την Τουρκία, κράτος – μέλος της Συμμαχίας. Η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις συνολικά έχουν ήδη σχηματίσει άποψη από την πρόσφατη επιτήδεια «ουδετερότητα» ορισμένων εταίρων στην ΕΕ και κάποιων συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως ότι μόνη της -εντελώς μόνη της μάλιστα- με ολοένα λιγότερους φίλους και συμμάχους σε σύγκριση με την Ελλάδα, είναι και η άλλη πλευρά, η Τουρκία. Χάνει μάλιστα συνεχώς και τα διαχρονικά ερείσματα που είχε και στην Ουάσινγκτον. Πιστεύω ότι έχουμε βγάλει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο αντίδρασης συγκεκριμένων εταίρων και συμμάχων μας όλο αυτό το διάστημα της αντιπαράταξης των ενόπλων δυνάμεων Ελλάδος και Τουρκίας στο Αιγαίο. Όπως επίσης για εκείνους που μας συμπαραστάθηκαν. Οφείλω σήμερα να εξάρω τη Γαλλία.
Επιβεβαιώνεται συνεχώς η γνωστή από το 1974 διαπίστωση ότι το ΝΑΤΟ είναι απρόθυμο και ανίκανο να εμποδίσει, να αποτρέψει επιθετικές ενέργειες μεταξύ δύο μελών του. Η διαφύλαξη των συνόρων μας, λοιπόν, είναι αποκλειστικά δικό μας πρωταρχικό καθήκον. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη φίλων και συμμάχων στη βάση των αξιών και του αμοιβαίου συμφέροντος. Επιμένω εν τούτοις στην πρόταξη του συμφέροντος, διότι η δέσμευση σε κοινή κλίμακα αξιών είναι μάλλον θεωρητική και περιστασιακή. Στη φάση αυτή έχουμε δίπλα μας τη Γαλλία. Η συμπαράταξή της με Ελλάδα και Κύπρο δεν έγινε αναμφίβολα μόνο για λόγους αρχών -παρότι δεν λείπουν- αλλά διότι αυτό επέβαλαν τα γαλλικά συμφέροντα στην περιοχή μας. Το οφειλόμενο στο συμφέρον κίνητρο είναι μονιμότερο και ισχυρότερο των αρχών, οι οποίες όλο και περισσότερο σπανίζουν στην παγκόσμιο σκακιέρα.
Παρακολουθώ με προσοχή τα αφορώντα στην επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία (Μπελαρούς) του δυνάστη Λουκασένκο. Πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν διαφορετική από την Ελλάδα και την Κύπρο αντίληψη. Θεωρούν ότι η Ρωσία είναι η κύρια απειλή για την εθνική τους ασφάλεια. Παρακάμπτουν ανώδυνα τη δική τους απροθυμία να ταχθούν σήμερα ανοικτά κατά της Τουρκίας και να λάβουν δραστικά μέτρα (κυρώσεις) εναντίον της.Παρότι η Τουρκία δεν συνιστά θεωρητική απειλή, αλλά η πολιτική της αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο κρατών – μελών της Ένωσης, της Κύπρου και της Ελλάδος.
Παρά τις πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός είναι ότι ορισμένοι εταίροι μας εξακολουθούν να είναι απρόθυμοι να υιοθετήσουν ακόμη και τώρα ενιαία στάση και να λάβουν δραστικά μέτρα (κυρώσεις) έναντι της Τουρκίας. Πολύ λιγότερο δε να λάβουν μέτρα για την ανατροπή τουρκικών «τετελεσμένων» με σκοπό την επιστροφή στο status quo ante. Την αποχώρηση δηλαδή των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο.
Το συμφέρον ασφαλείας των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας επιβάλλει την -έστω χωρίς ενθουσιασμό- συνεργασία με την Τουρκία του προέδρου Ερντογάν. H Ουάσιγκτον θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να μην αφήσει την Τουρκία να πέσει ολοκληρωτικά και ανεπιστρεπτί στην αγκαλιά της Ρωσίας. Η Ελλάδα όμως και η Κύπρος έχουν τη στιγμή αυτή -κυριολεκτικά- τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό την αιτιολογημένη βούληση των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν εγκαίρως εναλλακτικές λύσεις. Στον αμυντικό, ενεργειακό και επιχειρησιακό τομέα και όχι μόνο.
Ανεξαρτήτως της προσωπικής σχέσης του προέδρου Τραμπ με τον πρόεδρο Ερντογάν, ας αντιληφθούμε ότι οι πρωτοβουλίες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ενισχύουν την αδιανόητη μέχρι τώρα ισχυρή εταιρική σχέση της Ελλάδας με σειρά χωρών κομβικών χωρών (Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα, Σαουδική Αραβία κ.ά.). Αυτόν τον στόχο μεταξύ πολλών άλλων προώθησε η πετυχημένη πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο.
Λίγες μέρες πριν εκδηλωθεί η τουρκική υβριδική επίθεση στον Έβρο, ακούγαμε από γνωστές αθηναϊκές σειρήνες ότι η Τουρκία δεν αποτελεί απειλή. Επίσης, ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε μαξιμαλιστές, οπαδοί της διπλωματικής ακινησίας και φοβικοί. Με όσα έχουν μεσολαβήσει τις τελευταίες εβδομάδες στο Αιγαίο -φτάσαμε πάλι στο κατώφλι της στρατιωτικής σύγκρουσης- κατέστη για μια ακόμα φορά προφανές πως οι απόψεις αυτές χαρακτηρίζονται από έλλειψη στρατηγικής θεώρησης της Τουρκίας. Κυρίως, όμως, δείχνουν έλλειψη ρεαλισμού. Αν μη τι άλλο.
Συμπέρασμα:
• Η εξαιρετική επίδοση των ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο και τον Έβρο και η πετυχημένη επιχειρησιακή τους δράση είναι εν τέλει ο κύριος και βασικός λόγος που άνοιξε κάποιο παράθυρο για αναδίπλωση -τακτική έστω- της Τουρκίας. Ο κ. Ερντογάν αντελήφθη ότι δεν μπορούσε να πετύχει τον στόχο της χωρίς αβάστακτο για τον ίδιο προσωπικά κόστος.
• Ταυτόχρονα η αποτελεσματική μας διπλωματική κινητικότητα (Αίγυπτος, Γαλλία, Ισραήλ, Εμιράτα) διεύρυναν το πεδίο αποτροπής κατά της Τουρκίας.
• Τώρα, η πολιτική ας δώσει τον αναγκαίο χρόνο στη διπλωματία. Βασικό μέλημα η αποφυγή δημιουργίας κακών προηγουμένων και ακόμη περισσότερο πολιτικο-διπλωματικών τετελεσμένων.
• Ευτυχώς επιταχύνεται η ενίσχυση των εξοπλισμών και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων μας. Αναγκαίο και απαραίτητο είναι να αναζωογονηθεί η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία.
Τη στιγμή αυτή ιδιαίτερα απαιτείται να ενισχυθεί το ενιαίο πολιτικό – αμυντικό μέτωπο Κύπρου – Ελλάδος και να σφυρηλατηθεί η ενότητα των πολιτικών μας ταγών.
-Συγγραφέας του βιβλίου «Τα ΣΥΝΟΡΑ – Αναθεωρητισμός» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.