Επιμέλεια: Ευαγγελία Βαλάτα – Τσιαμά, ιστορικός – ερευνήτρια
Με τον καιρό πολλά αλλάζουν… Αρβανίτικα τοπωνύμια χάνονται… αρχαία επανέρχονται… Τα Λιόσια γίνονται Ίλιον. Η Χασιά γίνεται πάλι Φυλή, το Μενίδι Αχαρναί και το Λιόπεσι Παιανία, για να αναφέρω μερικά μόνο.
Γνωρίζετε ότι στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθηναίοι και έποικοι επαρχιώτες έχτιζαν τα πρώτα σπίτια κοντά στα ανάκτορα, ανάμεσα σε αμπελώνες, στάνες και χωράφια; Πολύ πριν η κοσμικότητα χαρακτηρίσει την περιοχή του Κολωνακίου, ο μεγάλος βοσκότοπος κάτω από τον Λυκαβηττό ονομαζόταν «Κατσικάδικα». Εκεί που βρίσκεται σήμερα η Δεξαμενή δεν υπήρχαν παρά καλύβες βοσκών. Μάλιστα τα κατσίκια τους, ήταν η αιτία της πρώτης δενδροφύτευσης του Λυκαβηττού, αφού δεν είχαν αφήσει κυριολεκτικά φύλλο κάποια εποχή.
«Κατσικάδικα» επίσης ονομαζόταν η συνοικία των Κάτω Πετραλώνων γύρω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, μεταξύ της οδού Πειραιώς και της γραμμής του τρένου του ΗΣΑΠ, καθώς πάμπολλες στάνες υπήρχαν στην περιοχή. Μάλιστα οι βοσκοί, έπαιρναν γύρα όλη την Αθήνα μαζί με τις κατσίκες τους και πωλούσαν το γάλα που άρμεγαν επί τόπου. Από το 1920 αυτό απαγορεύτηκε αυστηρώς για λόγους δημόσιας υγείας. Στη συνοικία των Κάτω Πετραλώνων υπήρχαν ακόμη πάμπολλα βουστάσια.
Γεράνι(η), είναι η περιοχή κάτω από την κεντρική αγορά της Αθήνας, ανάμεσα στις οδούς Πειραιώς, Αθηνάς, Ευριπίδου και Επικούρου – η αθέατη γειτονιά της αστικής Αθήνας, η πλέον υποβαθμισμένη κοινωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά. Πιθανότατα πήρε το όνομά της από ένα πηγάδι στη διασταύρωση των οδών Γερανίου και Σοφοκλέους. Ήταν ανοιγμένο πάνω στο αρχαίο υδραγωγείο και σε μικρό βάθος υπήρχε νερό, η άντληση του οποίου γινόταν με γερανό. Αυτή είναι μια εκδοχή, γιατί ο Καμπούρογλου μάς λέει για την οικογένεια Γερένη ή Γεράνη που είχε ιδιοκτησίες στην περιοχή.
Τα Αλώνια. Πόσοι ίσως γνωρίζουν ότι στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, οι οποίοι εκπόνησαν το πρώτο σχέδιο της Αθήνας, βλέπει κανείς αλώνια στην πλατεία που υπάρχει σήμερα έξω από το σταθμό του Θησείου; Ως Αλώνια ήταν άλλωστε γνωστή και όλη η γύρω περιοχή. Στην Πλατεία του Θησείου, ακόμη και τα νεότερα χρόνια, γινόταν κάθε Δευτέρα αλογοπάζαρο, όπου συνωστίζονταν όσοι ήθελαν να πουλήσουν ή να αγοράσουν άλογα και γαϊδούρια.
Χαυτεία ονομάστηκαν τα οικοδομικά τετράγωνα γύρω από το καφεκοπτείο του Λουμίδη, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Αιόλου. Την ονομασία διατηρούν μέχρι σήμερα και πήραν το όνομά τους από το καφενείο του Ιωάννη Χάφτα. «Δεν ζη κανείς εις τας Αθήνας αν δεν περνά μίαν τουλάχιστον ώραν της ημέρας εις τα Χαυτεία. Είναι πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών», έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Το Ελληνικό, στα όρια αρχαίου δήμου της Αττικής, παλιά λεγόταν και Λοιμικό, λόγω ενός λοιμοκαθαρτηρίου που υπήρχε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Πριν από το 1925 αναφέρεται ως χώρος άγονος και άνυδρος με αγροτικό χαρακτήρα που αποτελούσε ως το 1830 βοσκοτόπι ιδιοκτησίας του Τούρκου Πασά Χασάν (Χασάνι τσιφλίκι) και εκτεινόταν ως τη Βούλα. Στη βόρεια πλευρά του Χασανιού στέγασαν τους καημούς τους πρόσφυγες από τα Σούρμενα του Πόντου αλλά και Θράκες, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σήμερα, μετά από πολλές διοικητικές αλλαγές, αποτελεί δημοτική ενότητα του Δήμου Ελληνικού – Αργυρούπολης.
Η Μεταμόρφωση (ο αρχαίος Δήμος Συπαληττός), στις παρυφές της Πάρνηθας, πήρε το όνομά της από τον Μητροπολιτικό Ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, το 1957. Παλαιότερα ήταν γνωστή ως Κουκουβάουνες, λόγω του ότι η περιοχή είχε πολλές κουκουβάγιες, υποστηρίζουν μερικοί. Σύμφωνα όμως με μια άλλη τεκμηριωμένη εκδοχή, το όνομα προήλθε από την «κούκουβα», ένα είδος σταφυλιού που αφθονούσε στην περιοχή.
Η Λυκόβρυση, ανεξάρτητος δήμος από το 1994, συνορεύει σήμερα με Κηφισιά, Πεύκη και Μεταμόρφωση. Κατά μια εκδοχή το όνομά της προήλθε από τις πολλές βρύσες που υπήρχαν εδώ, όπου κατέβαιναν λύκοι από τα γύρω βουνά και έπιναν νερό. Επικρατέστερη όμως είναι η εκδοχή ότι το όνομα προήλθε από παραφθορά της λέξης «Γλυκόβρυση» που σήμαινε περιοχή με βρύσες που έβγαζαν γλυκό νερό.
Το όνομα «Μαγκουφάνα», η σημερινή Πεύκη, προέρχεται ετυμολογικά από την παραφθορά του ονόματος της βυζαντινής οικογένειας Μαγκαφά, των οποίων οι απόγονοι είχαν κατοικήσει την περιοχή. Υπάρχει όμως και η λαϊκή εκδοχή ότι το όνομα προήλθε από κάποια «Μαγκούφα Άννα», η οποία -πιθανόν κωφή και άρρωστη από φυματίωση- κατοίκησε μόνη της στην περιοχή μέχρι τον θάνατό της. Λέγεται μάλιστα ότι υπήρχε σχετική επιτύμβια πλάκα μέσα στο κτήμα Αργύρη.
Το σημερινό Μικρολίμανο, άλλαξε πολλά ονόματα στη διάρκεια της ιστορίας του. Με το όνομα Φανάρι ήταν γνωστό κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πιθανώς από την ύπαρξη φάρου ή φανού στην είσοδό του. Ως Τουρκολίμανο αναφερόταν από τους χρόνους της ελληνικής επανάστασης του 1821 και μετά, ενώ Λιμένας Κουμουνδούρου λεγόταν στους νεότερους χρόνους, επειδή στο νότιο άκρο του υπήρχε η έπαυλη του Κουμουνδούρου, μετά την κατεδάφιση της οποίας ανεγέρθηκε ο Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος. Από ειδική επιτροπή που συστάθηκε το 1925 για τη διόρθωση τοπωνυμιών και σημείων του Πειραιά, το λιμάνι ονομάστηκε επίσημα Λιμήν Μουνιχίας (επαναφορά της αρχαίας του ονομασίας). Η νέα όμως ονομασία δεν κατάφερε να καθιερωθεί έναντι του επικρατέστερου Τουρκολίμανου. Σταδιακά μόνο από το 1967 επιβλήθηκε το όνομα Μικρολίμανο.
Ο σημερινός Αυλών (Αυλώνας), κωμόπολη της Β. Αττικής, κοντά στα σύνορα με τη Βοιωτία, λεγόταν παλιότερα «Κακοσάλεσι». Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε ως επίσημη ονομασία του οικισμού μέχρι το 1927, οπότε ο οικισμός ανέκτησε την αρχαία του ονομασία Αυλών (Αυλώνας) που σημαίνει «πέρασμα», από τη μακρόστενη κοιλάδα – πέρασμα προ αυτού, που διασχίζεται από τον Ασωπό ποταμό. Το όνομα Αυλών διασώζεται σε μαρμάρινη αναθηματική πλάκα αφιερωμένη στον Θεό Διόνυσο τον Αυλωνέα. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας πήρε το όνομα Σάλεσι, Σαλισάτι, που σημαίνει «πέρασμα» στα λατινικά, και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομάστηκε Κακοσάλεσι, επειδή ακριβώς ο υπερκείμενος της σημερινής κωμόπολης ορεινός όγκος αποτελούσε παρατηρητήριο και ορμητήριο των επαναστατών κλεφτών, με συνέπεια να αποτελεί κακό πέρασμα για τους Τούρκους.
Η σημερινή Αμφιθέα ονομαζόταν παλιά Βουρλοπόταμος, λόγω του ρέματος που διέσχιζε την περιοχή και κατέληγε στο Δέλτα του Φαλήρου. Σε αυτήν τη γεμάτη βούρλα ελώδη περιοχή, «κούρνιασαν» πολλοί ταλαίπωροι, ταπεινοί άνθρωποι, που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να επιβιώσουν, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Σήμερα το ρέμα δεν υπάρχει στην παλαιά μορφή. Πάνω σε αυτό χτίστηκαν πολυκατοικίες αλλά συνεχίζει να ρέει υπογείως (την οδό Τυρταίου – Γοργοποτάμου -η ονομασία έχει προέρθει από το ρέμα- Λ. Αμφιθέας και Αγίας Κυριακής).
Ο σημερινός Νέος Κόσμος είναι βασικά η παλιά γειτονιά Δουργούτι. Αρμένιοι και Μικρασιάτες πρόσφυγες έστησαν εδώ τις πρώτες παράγκες, οι οποίες αντικαταστήθηκαν με τις πρώτες προσφυγικές πολυκατοικίες την περίοδο 1935- 1940. Τα μεταπολεμικά χρόνια νέες πολυκατοικίες υψώθηκαν στην περιοχή με την προσέλευση πολλών εσωτερικών (οικονομικών) μεταναστών (1950-1980). Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, η ονομασία Δουργούτι(η) προήλθε από όνομα αθηναϊκής οικογένειας Δουργούτη ή Δουρούτη που είχε κτήματα στην περιοχή. Στο Δουργούτι γυρίστηκε το έργο του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική Πόλη», το 1954.
Μπύθουλας: Μπούθουλα ή Μπύθουλα ονόμαζαν οι παλιοί Αθηναίοι μια γειτονιά του Κολωνού, όπου λίμναζαν στάσιμα νερά σε ξεροπόταμο, σε αντίθεση με τα τρεχούμενα νερά του Βούθουλα, στη σημερινή θέση της Αγίας Φωτεινής παρά τον ποταμό Ιλισ(σ)ό που ήταν γνωστή ως Βατραχονήσι, στις αρχές του 20ού αιώνα. Υπάρχει μάλιστα η λαϊκή έκφραση «ο Βούθουλας κι ο Μπούθουλας», όπως λέμε «λαός και Κολωνάκι».
Βατραχονήσι: Μια από τις πολλές, κατάφυτες και γεμάτες βατράχια, νησίδες του ποταμού Ιλισσού, που διασχίζει σήμερα υπόγεια την πόλη, περνώντας από τις παρυφές του Αρδηττού και από το σημερινό Παγκράτι . Το Βατραχονήσι συνδεόταν με το κέντρο της Αθήνας με γέφυρα, δωρεά του ευεργέτη Ζάππα, και εκτεινόταν εκεί όπου οι εγκαταστάσεις του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου σήμερα. Η ονομασία δεν αναφέρεται στο Μετς, ανατολική συνοικία της Αθήνας, Ν/Α από το Ζάππειο, επί του λόφου Αρδηττού.
Η γειτονιά του Μετς οφείλει το όνομά της στη μπυραρία που άνοιξε εκεί ο Κάρολος Φιξ, τη δεκαετία του 1880, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε καφέ-σαντάν με σαντούρια, βιολιά και κιθάρες. Η περιοχή ήταν ακατοίκητη επί Τουρκοκρατίας και πολύ αραιοκατοικημένη τα πρώτα 50 χρόνια του ελληνικού κράτους. Εκεί λειτούργησαν και τα πρώτα κέντρα διασκέδασης της Αθήνας.