Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
Ο Σεπτέμβριος, μήνας επιστροφής στα θρανία, επανέφερε το χρονίζον και οξύτατο πρόβλημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: δεν λειτουργεί ως οδοδείκτης της νεολαίας, δεν την προετοιμάζει ικανοποιητικά για τη ζωή, δεν είναι αρκούντως καινοτόμος, δεν συναρπάζει την ψυχή της. Έχει απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό στη συνείδηση των εφήβων. Και μόνο να σταθεί κάποιος στη χρόνια παθογένεια των «καταλήψεων» και των φροντιστηρίων, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος.
Αναμφισβήτητα, η δρομολόγηση λύσεων προϋποθέτει έναν εκτεταμένο δημόσιο διάλογο από ειδικούς και αναπόφευκτα τη συνεργασία των πολιτικών κομμάτων. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, θα προσπαθήσω να καταθέσω έναν προβληματισμό για το μάθημα των «Αρχαίων Ελληνικών».
Ξεκινώ, υπενθυμίζοντας ότι η γλώσσα είναι το όχημα μεταφοράς της σκέψης. Η σκέψη προηγείται της γλώσσας, την διαμορφώνει, συγχρόνως όμως η επαφή με τη γλώσσα καλλιεργεί τη σκέψη. Καλύτερη γλώσσα προϋποθέτει καλύτερη σκέψη και το αντίστροφο, πολυσύνθετη σκέψη συνεπάγεται πλουσιότερη γλώσσα.
Παράλληλα, η γλώσσα εξελίσσεται, επειδή μεταβάλλεται η σκέψη, ως απότοκος των αλλαγών των συνθηκών ζωής. Έτσι, στο διάβα των αιώνων λέξεις λησμονούνται, αντικαθίστανται από συνώνυμες, ενσωματώνονται σε άλλες και δημιουργούνται νέες. Η εξέλιξη της ζωής και συνακόλουθα της σκέψης συνεπάγεται αλλαγές στη γλώσσα.
Αλλά και η γραφή αλλάζει. Αρχικά τα γράμματα των αρχαίων ελληνικών λέξεων ήταν κεφαλαία και χωρίς στίξη. Το πολυτονικό σύστημα δεν ήταν σε ισχύ, όταν γράφτηκαν τα κλασσικά έργα των αρχαίων Ελλήνων. Στους ελληνιστικούς χρόνους εμφανίζεται το πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής.
Σαφέστατα, οι λέξεις μεταφέρουν και ένα πολιτισμικό φορτίο, το οποίο είναι γοητευτικό για τους αρμόδιους επιστήμονες, αλλά σχεδόν αδιάφορο για τον μέσο πολίτη. Αυτός παραμένει στο επίπεδο της κατανόησης του νοήματος των λέξεων. Για παράδειγμα τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, αφού μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες, έγιναν γνωστά παγκοσμίως, χωρίς να προηγηθεί η επαφή με την πρωτότυπη γλώσσα και την ιστορία της.
Το ίδιο έγινε με τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην Ελληνιστική Κοινή γλώσσα. Οι Έλληνες αναγνώστες της Π.Δ. προσεγγίζουν τα κείμενα, χωρίς να γνωρίζουν την πρωτότυπη γλώσσα. Άσχετα βέβαια, αν σήμερα ο μέσος όρος του εκκλησιάσματος δεν κατανοεί επαρκώς τα εξαιρετικά αποσπάσματα της Π.Δ. που διαβάζονται κατά καιρούς στους ναούς, επειδή δεν αποδίδονται στη σύγχρονη νεοελληνική (ευχάριστες εξαιρέσεις αποτελούν κάποιοι ιερείς, όπως στο ναό του Αγ. Παντελεήμονα Χαλανδρίου). Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο γράφτηκε αρχικά στα αραμαϊκά και αργότερα θα μεταφραστεί στην Ελληνιστική Κοινή. Και όμως εμείς, απολυτοποιώντας την ελληνική μετάφρασή του, δεινοπαθήσαμε μέχρι να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα απόδοσής του στα νεοελληνικά, όπως και όλης της Καινής Διαθήκης.
Για τους Έλληνες, επειδή η νεοελληνική γλώσσα αποτελεί συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, θεωρήθηκε σκόπιμο από τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους να διδάσκονται στα σχολεία κείμενα κυρίως της Αττικής διαλέκτου από το πρωτότυπο. Και τι επετεύχθη; Απολυτοποιήθηκε η γλώσσα (το όχημα) μίας ένδοξης περιόδου του ελληνισμού και σχετικοποιήθηκε-αποδυναμώθηκε το νόημα (η σκέψη), με αποτέλεσμα οι μαθητές, προσηλωμένοι στη γραμματική, στο συντακτικό και στη νεοελληνική απόδοση των αρχαίων κειμένων, στη συντριπτική τους πλειονότητα να μην έρχονται σε ουσιαστική επαφή με τον προβληματισμό των αρχαίων συγγραφέων. Το χειρότερο: φεύγουν από το Λύκειο με την αίσθηση της αποστροφής προς την αρχαία ελληνική σκέψη!
Το οξύμωρο: η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, μεταφρασμένη σε διάφορες ξένες γλώσσες, μεσουρανεί στο διεθνές πνευματικό στερέωμα και την ίδια στιγμή τα Ελληνόπουλα την διδάσκονται ανεπαρκέστατα.
Δεν υποστηρίζω να μην έρχονται οι μαθητές σε επαφή με τις γλωσσικές ρίζες τους, να μη γνωρίσουν τον πλούτο και την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Είναι εφικτό διδακτικά. Όμως, η ανάπτυξη της κριτικής τους ικανότητας –που θεωρείται το μέγα ζητούμενο κάθε σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας- είναι αποτέλεσμα της επαφής με τον προβληματισμό των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη σύγχρονη νεοελληνική απόδοση των κειμένων, γεγονός που θα αποκαταστήσει την αξία του μαθήματος στη ζωή.