Γράφει η Μαρία Μ. Μόσχου: Αριστούχος διδάκτωρ Τμήματος Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ – μουσικοκριτικός
Το σημερινό άρθρο μας, αφιερωμένο στην εξαιρετική Ελληνίδα υψίφωνο και ιέρεια της μελοδραματικής τέχνης, Άννα Μαρία Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, (1923-1977) εστιάζει κυρίως στα στοιχεία εκείνα τα οποία συνέθεσαν το φαινόμενο «Μαρία Κάλλας» που την έκαναν να μεσουρανήσει στο παγκόσμιο μουσικό/καλλιτεχνικό στερέωμα.
Γεννημένη το 1923 στη ΝέαΥόρκη, ξεκίνησε μαθήματα μουσικής (πιάνο και σολφέζ) το 1931 σε ηλικία οκτώ ετών. Τρία χρόνια αργότερα κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που διοργάνωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Νέας Υόρκης. Το 1937, επιστρέφει με την μητέρα της στην Ελλάδα και παρακολουθεί μαθήματα τραγουδιού στο Εθνικό Ωδείο με καθηγήτρια τη Μαρία Τριβέλλα. Το 1939, την αναλαμβάνει η διάσημη Ισπανίδα σοπράνο Elvira de Hidalgo (Ελβίρα ντε Ιντάλγκο) και τη μυεί στην τραγουδιστική τέχνη του bel canto, της ιταλικής ρομαντικής σχολής, και για πρώτη φορά ερμηνεύει άριες από τη Norma και La sonnnambula του Bellini. Σε ηλικία 18 ετών πραγματοποίησε την πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση στη Λυρική Σκηνή, ερμηνεύοντας την Beatrice από την οπερέτα Boccacio του Suppe. Το 1945 επέστρεψε κοντά στον πατέρα της στη Νέα Υόρκη και στις 3 Αυγούστου του ιδίου έτους πραγματοποίησε την πρώτη εντυπωσιακή της εμφάνιση, με την Gioconda του Ponchielli,υπό τη διεύθυνση του Tullio Serafin, ο οποίος τη βοήθησε σε πολύ μεγάλο βαθμό να αποκτήσει άρτια τεχνική.
Εμφανίζεται σε μεγάλα μουσικά κέντρα όπως, Φλωρεντία όπου ερμήνευσε το 1948 για πρώτη φορά τη Norma του Bellini, Μπουένος Άιρες, Μεξικό, Σκάλα του Μιλάνο -όπου θα θριαμβεύει έως το 1958, στη Metropo-litan Opera της Νέας Υόρκης, στο Παρίσι κ.ά. Το 1957 επέστρεψε στην Αθήνα και εμφανίστηκε στο Ηρώδειο και εν συνεχεία στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου όπου ερμήνευσε Norma και Μήδεια. Η τελευταία εμφάνισή της στο εξωτερικό ήταν στις 11 Δεκεμβρίου 1974 στην Ιαπωνία. Έτσι, εν ολίγοις, η Μαρία Κάλλας διέτρεξε μια επιτυχημένη και λαμπερή καλλιτεχνική πορεία στα πέρατα του κόσμου, τιμώντας το ελληνικό όνομα διεθνώς.
Πέρα από τα στοιχεία που συνθέτουν την βιογραφία της Ελληνίδας ντίβας, καλό είναι να επικεντρωθεί κανείς στην ουσία γύρω από το πως κατάφερε να «πλάσει» έναν ολόκληρο μύθο γύρω από το όνομά της και να ξεχωρίσει ανάμεσα σε ομοτέχνους της. Η Κάλλας, αναμφισβήτητα, είχε ένα εξαιρετικό ηχόχρωμα στη φωνή της, το οποίο με συνεχή μελέτη και καλλιέργεια κατάφερε να εμπλουτίσει, διατηρώντας έναν σπάνιο πλούτο αρμονικών στην υψηλή φωνητική περιοχή.
Η τελειομανία της Κάλλας την οδήγησε στο να χρησιμοποιεί αυτό το ηχόχρωμα της φωνής της με ένα ξεχωριστό τρόπο για καθέναν από τους ρόλους -ακόμα και τις συλλαβές των λέξεων- που ερμήνευε. Η δεξιοτεχνική της δεινότητα φαινόταν και από την υπέροχη και ομαλότατη εκτέλεση των cresendi και των diminuenti (ήτοι από δυνατή σε όλο και πιο σιγανή ένταση του ήχου και το αντίστροφο αντιστοίχως). Επιπλέον, ενώ αρχικά ξεκίνησε ως mezzo soprano, κατάφερε να διευρύνει τη φωνή της, ώστε να εξελιχθεί σε δραματική σοπράνο και να φθάσει μέχρι την υψηλή περιοχή της κολορατούρας, διευρύνοντας το εύρος της φωνής της στις τρεις οκτάβες.
Έτσι ευμετάβλητη και εύπλαστη καθώς αναδείχθηκε φωνητικά, κατάφερνε με απαράμμιλο και ομοιογενή τρόπο να προαρμόζει τη φωνή της από δραματική σοπράνο, σε λυρική, σε κολορατούρα, η ακόμα και σε δραματική κολορατούρα, αναλόγως των ρόλων που καλείτο κάθε φορά να ερμηνεύσει. Ορθά επομένως, Μανώλης Καλομοίρης, ο εθνικός συνθέτης της Ελλάδας και ιδρυτής του Εθνικού και του Ελληνικού Ωδείου, σε μουσικοκριτικό σημείωμά του στην εφημερίδα Έθνος, στις 28.5.1939, αφού εξήρε το φωνητικό και μουσικό ταλέντο της «δίδος Μαριάννας Καλογεροπούλου», την χαρακτήρισε ως έναν «πραγματικό φωνητικό χείμαρρο».
Πέρα όμως, από τη φωνητική της δεινότητα, η Κάλλας διέθετε επιπλέον και το χάρισμα της ηθοποιίας· η δραματικότητά της, η θεατρικότητα στο ύφος της, η κινησιολογία της, την έκαναν να ενσαρκώνει με μοναδικό και πειστικό τρόπο όλους τους ρόλους. Και όλα αυτά τα κατόρθωσε η Κάλλας με άοκνη προσπάθεια και μελέτη, την γλωσσομάθεια, την επιμονή, την εργατικότητά και πειθαρχία της καθώς και με το πνεύμα συνεργατικότητας που είναι απαραίτητο σε ένα πολύτεχνο μουσικό είδος όπως είναι το μελόδραμα. Αυτά τα τελυταία χαρακτηριστικά είναι αρκετά για να καταστεί το «φαινόμενο Κάλλας», αξιομίμητο πρότυπο για κάθε νέο με όραμα, ελπίδα και στόχο σε οποιονδήποτε τομέα της τέχνης ή της επιστήμης, επιλέξει να δραστηριοποιηθεί.