Γράφει η Kωνσταντίνα Μαρκόγλου: Φοιτήτρια Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Οι πολυάριθμες ιστορίες και οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπο της Σοφίας ντε Μπαρμπουά επιβεβαιώνουν τα όσα έχει προσφέρει η ίδια στην άυλη και υλική πολιτιστική κληρονομιά του 19ου αιώνα. Η Δούκισσα της Πλακεντίας αποτέλεσε μια εμβληματική προσωπικότητα για την Ελλάδα και ολόκληρη την Ευρώπη. Πέραν της ευγενικής καταγωγής και του πνευματικού της κύρους, έμεινε στην μνήμη μας για τα σπουδαία έργα που προσέφερε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Μέσα σε αυτά ανήκει και η αγορά 1.738 στρεμμάτων στην Πεντέλη. Το επενδυτικό της ταλέντο την ώθησε στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας στην Αθήνα, τις Κουκουβάουνες, το Χαλάνδρι, το Μαρούσι, την Κηφισιά, την Πεντέλη και τη Λιβαδειά.
Η ιστορία της Δούκισσας στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1829 όταν η ίδια και η κόρη της Ελίζα επισκέφτηκαν για πρώτη φορά τη νήσο Κέρκυρα. Τον επόμενο χρόνο οι δυο τους διέμειναν για ένα διάστημα στην τότε πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. Το 1833 επέστρεψαν με στόχο να δρομολογήσουν τα σχέδια και τελικά την δημιουργία μιας ξύλινης κατοικίας στην τότε οδό Πειραιώς, στην Αθήνα. Λίγα χρόνια αργότερα (1837) και ενώ βρίσκονταν σε ταξίδι στη Μέση Ανατολή, η Ελίζα χάνει την ζωή της από τυφοειδή πυρετό και η μητέρα της τηρεί την επιθυμία της να μείνει πλάι της δια βίου. Η Δούκισσα βαλσάμωσε το νεκρό σώμα και το φύλαξε μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο το οποίο και τοποθέτησε στην μόνιμη κατοικία της στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια αργότερα, μια απρόσμενη πυρκαγιά έκαψε το σπίτι και μαζί και τη σορό της Ελίζας. Το τέλος της Σοφίας ήρθε το πρωί της 14ης Μαΐου του 1854 λόγω βλάβης στην καρδιά.
Σε συνέχεια αυτής της αφήγησης θα διανύσουμε τη διαδρομή έξι στάσεων σε κληροδοτήματα που ανέπτυξαν όχι μόνο τη φήμη της Πεντέλης αλλά και την πολιτισμική ταυτότητα του τόπου.
Στάση πρώτη: Ξεκινώντας από την περιοχή των Μελισσίων και συγκεκριμένα την οδό Δουκίσσης Πλακεντίας, η οποία διαχωρίζει τα Άνω Βριλήσσια από τα Μελίσσια, συναντά κανείς το μνημείο της πεντάτοξης γέφυρας. Στο ίδιο σημείο εικάζεται πως κατά τη αρχαιότητα βρισκόταν -πάλι- ένα γεφυράκι προς διευκόλυνση των μεταφορών από την εξοχή στο άστυ, χωρίς όμως να υπάρχουν υλικές μαρτυρίες γι’ αυτό. Αξίζει να αναφέρουμε πως αυτός ο δρόμος αποτελούσε τμήμα της αρχαίας οδού της λιθαγωγίας και κατ’ επέκταση εξυπηρετούσε τη γρηγορότερη πρόσβαση στην Ακρόπολη.
Αυτή τη δυνατότητα πιθανόν παρείχε και η νέα γέφυρα. Άλλωστε και η ίδια η Δούκισσα φαίνεται να επιθυμούσε μια διευκόλυνση σαν αυτή, εξαιτίας των συνεχών μετακινήσεων από και προς την τότε αθηναϊκή κατοικία της. Η ανέγερση της μαρμάρινης κατασκευής χρηματοδοτήθηκε από την Δούκισσα της Πλακεντίας ως δωρεά στο νεοσύστατο κράτος. Το αρχιτεκτόνημα έχει 35 μ. μήκος, 3.30 μ. πλάτος, 0.45 μ. ύψος στηθαίου και 5.50 μ. άνοιγμα τόξων. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1836, χρονολογία που μας γίνεται γνωστή από επιγραφή στην κεντρική καμάρα της γέφυρας. Την ευθύνη του έργου είχε ο μηχανικός Αλέξανδρος Γεωργαντάς. Η διαχείριση του μνημείου φαίνεται πως απασχολεί έως και σήμερα θέματα προς προστασία και ανάδειξη, με αρκετές ελλείψεις και δυσκολίες σε όλο το ιστορικό της. Οι δήμοι Πεντέλης και Βριλησσίων οργανώνουν συχνά δράσεις για συλλογικό καθαρισμό του αξιοθέατου, προς μερική αποκατάσταση της εικόνας.
Στάση δεύτερη: Μια από τις αγαπημένες συνήθειες των Πεντελιωτών είναι να απολαμβάνουν τη θέα της Αθήνας από τα βραχάκια λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Ο λεγόμενος «Νεοπεντελικός» ή γήπεδο Νέας Πεντέλης φιλοξενούσε παλαιότερα την λίμνη Θάλωσι ή Θαλάσσι. Φαίνεται πως η τοποθεσία αυτή ήταν αγαπημένη και της Δούκισσας, η οποία φημολογείται πως συνήθιζε να κάνει βραδινή βαρκάδα στην λίμνη. Οι όμορφες απολαύσεις την ώθησαν να χρηματοδοτήσει για πρακτικούς λόγους και την ανάπλαση δρόμων ανάμεσα στις σημερινές περιοχές Χαλάνδρι, Νέα Πεντέλη και Μελίσσια.
Στάση τρίτη: Αφήνοντας πίσω μας την Νέα Πεντέλη, χρησιμοποιούμε τη λεωφόρο Ελευθέριου Βενιζέλου για να φτάσουμε στο βουνό. Προτού προσεγγίσουμε το ύψος της Ιεράς Μόνης συναντάμε δυο επιβλητικά ερειπωμένα οικοδομήματα. Το πρώτο, ονόματι βίλα Plaisance (1846-47), αποτέλεσε νεοκλασικό κτήριο φιλοξενίας των επισκεπτών της. Όπως γνώριζε και η ίδια, η περιοχή βρίσκεται έξω από την Αθήνα και έτσι ήθελε να παρέχει στους επισκέπτες της τη δυνατότητα διανυκτέρευσης μετά την πολύωρη εκδρομή τους. Λίγο πιο πάνω, ο Tourelle ή Ξενών(1846-δεν ολοκληρώθηκε) αποτέλεσε ένα ημιτελές οικοδόμημα μεσαιωνικού χαρακτήρα το οποίο προοριζόταν για τη φιλοξενία των εργατών που δούλευαν για το μέγαρό της. Η αρχιτεκτονική επιμέλεια των δυο αυτών κτηρίων αποδίδεται στον Σταμάτη Κλεάνθη.
Στάση τέταρτη: Εγκαταλείποντας τα κτήρια και φτάνοντας στο ύψος του σημερινού Δημαρχείου Πεντέλης (πλατεία Χαραυγής) μπορεί κανείς να επισκεφτεί τον τάφο της Δούκισσας επί της οδού Νικολάου Αθανασιάδου. Το μαρμάρινο αυτό κενοτάφιο εικάζεται πως σχεδίασε ο Γερμανός αρχιτέκτονας Φρίντριχ φον Γκέρτνερ. Φέρει τη μορφή ναόσχημης σαρκοφάγου και στηρίζεται σε τέσσερις κίονες δωρικού ρυθμού. Σώζονται επίσης δυο μετωπιαία ακρωτήρια των αετωμάτων του. Πάνω στο ταφικό μνημείο υπάρχει φθαρμένη επιγραφή που αναφέρει:
«Sophie de Marbois · Douchesse de Plaisance · Francaise · Nee a Philadelfie le 3 April 1785 · Decedee a Athenes le 14 Mai 1854».
Στάση πέμπτη: Γυρνώντας κανείς το βλέμμα του αντικρίζει τη λεγόμενη «Maizonette», σχέδιο του Σταμάτη Κλεάνθη(1840-41). Το οικοδόμημα λειτούργησε ως προσωρινή στέγη της Αμερικανο-Γαλλίδας έως ότου τελείωναν οι εργασίες του Καστέλου. Φαίνεται να είναι επηρεασμένο από ιταλικές επαύλεις. Είναι τριώροφο με κεραμοσκεπή και στην είσοδο βρίσκεται μια ορθογώνια αυλή. Κάποια βράδια λέγεται πως διεξάγονταν στο σπίτι φιλολογικές συζητήσεις. Διάβαζαν στίχους ξένων ποιητών ή κείμενα γνωστών συγγραφέων και ανέμεναν την κριτική της Δούκισσας που έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο για τα πνευματικά ζητήματα. Το γοητευτικό σε αυτό είναι πως και ο ίδιος ο βίος της, αποτέλεσε μεταγενέστερη πηγή έμπνευσης για πολλούς λογοτέχνες, καλλιτέχνες και σκηνοθέτες.
Στάση έκτη: Φτάνοντας κανείς στον λόφο Κουφού, συναντά το περίφημο Καστέλο της Ροδοδάφνης και μια εικόνα που συνδυάζει τον γοτθικό ρυθμό με την κλασικιστική αρμονία. Είναι κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο και η διάταξή του χαρακτηρίζεται από συμμετρία. Στον χώρο υπάρχουν ακόμα στάβλοι, αμαξώνες και κήποι. Πρόσφατες μελέτες μαρτυρούν πως το σπουδαίο αρχιτεκτόνημα μπορεί να μην σχεδιάστηκε από τον Κλεάνθη, αλλά από τον γάλλο αρχιτέκτονα André Couchaud, ο οποίος διέμενε στην Ελλάδα περίπου το 1838-45 και ασχολήθηκε με την έρευνα βυζαντινών μνημείων. Η Όλγα Μπαδήμα-Φουντουλάκη στο βιβλίο της «Η Δούκισσα της Πλακεντίας και οι Αρχιτέκτονές της» παραθέτει την άποψη πως το έργο ξεκίνησε ο Couchaud και συνέχισε ο Κλεάνθης. Λέγεται επίσης πως τμήμα της επίβλεψης του κτηρίου άνηκε και στον αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν. Υπάρχουν τέλος μαρτυρίες για ένα ακόμα έργο, μια κρήνη προς ανάπαυση των πεζοπόρων με την επιγραφή «Aux passants».
Όπως γράφει και η εφημερίδα «Ελπίς» λίγες μέρες μετά την οριστική απουσία της «..πολυειδώς ωφελήσασα την Ελληνικήν ημών κοινωνίαν… Αι μικραί ιδιοτροπίαι της, συνεπεία ίσως της χρονίας ασθενείας της, ήτις από τριάκοντα ετών δυστυχώς την εβασάνιζεν, ουδένα έβλαψαν, πολλούς όμως ωφέλησαν και ουδέν αφαιρούσι του σεβασμού, τον οποίον το Κοινόν έτρεφε προς αυτήν, ως γυναίκα ενάρετον και φιλάνθρωπον», παρουσιάζοντας στα μάτια της Σοφίας ντε Μπαρμπουά μια εθνική ευεργέτρια.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Καμπούρογλου Δ., 1923. Μελέται και Έρευναι. Εκδόσεις Αθήναι
Κορρές Μ., 1992. Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Εκδόσεις Μέλισσα
Πανακάκη Μ., 2012-13. Διπλωματική Εργασία: Η πεντάτοξη μαρμάρινη γέφυρα της δούκισσας της Πλακεντίας στα Μελίσσια. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Φουντουλάκη Ο., 2009. André Couchaud, ο αρχιτέκτων του Καστέλου της Ροδοδάφνης. Περιοδικό Αρχαιολογία και Τεχνες, τ 112