Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
«Aν θέλεις να συζητάς πρέπει να μάθεις ν’ ακούς»
Eχει ελεγχθεί πως μια φωτογραφία, όταν αναλυθεί ψυχολογικά, αποδεικνύει το χαρακτήρα του εικονιζόμενου. Μια απέραντη λοιπόν δυναμική παρουσία εμφανίζει ο ποιητής Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς Γεφτουσένκο στη φωτογραφία του. Στο βλέμμα του διαβλέπεις έναν οραματισμό αναμονής ότι έρχεται κάτι, το αυτί του αφουγκράζεται και το στόμα του είναι έτοιμο να εκφράσει το λόγο, που έχει ολοκληρωθεί για να εκσφενδονιστεί από το φράγμα των δοντιών του, να ειπωθεί για να δηλώσει μια καχύποπτη αμφιβολία, μια πικρή αμφισβήτηση και να ξεσπάσει σε μια οργή ή μια έκπληξη δυσπιστίας σε υποσχετικές αναγγελίες, ψεύτικες ή αληθινές, αδιάφορο.
Ο ποιητής ήταν πλασμένος με δυναμισμό, αμφισβήτηση και πεισματική επιβολή στις ιδέες του. Σε κάθε του κίνηση ο ιδεολόγος εξωστρεφής διανοούμενος1 ισχυρής ορμής, πεισματικός, ανένδοτος, προσχηματικός, δικαιολογεί ενίοτε καταστάσεις με έλλογα προσωπικά επιχειρήματα. Παρατηρούσε και αμφισβητούσε, διαφωνούσε, ετεροφρονούσε, εναντιογνωμούσε, ένας χαρακτήρας δύσκολος, μια μείξη από ουκρανορωσικοτατάρικων ζωτικών στοιχείων – κληρονομιά του αίματος γονικών και προγονικών καταβολών, όλο φλόγα αναζήτησης νέων ιδανικών στη δημιουργία καινούργιας βίωσης πέρα απ’ αυτήν την κατεστημένη, που πίεζε την εξέλιξη της σύγχρονής του ρωσικής διαβίωσης.
Ο Γεφτουσένκο είχε γεννηθεί το 1933 σε μια μακρινή πόλη, τη Ζίμα της Σιβηρίας στην ΕΣΣΔ, μια πόλη κοντά στον ποταμό Όκα και τη μεγάλη υπερσιβηρική οδική αρτηρία, που ξεκινούσε από τη Μόσχα και τερμάτιζε στο Βλαδιβοστόκ της Άπω Ανατολής, μια τεράστια απόσταση, που για να τη διανύσει κανείς χρειάζεται πέντε φορές ν’ αλλάξει την ώρα του ρολογιού του. Σ’ αυτή την πόλη τη Ζίμα της Σιβηρίας που αποκλειστική εκμετάλλευση είχε την επεξεργασία της ξυλείας2 πέρασε και τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί τον έφερε η μητέρα του, όταν χώρισε από τον πατέρα του το 1941. Οι γονείς του είχαν σπουδάσει Γεωλογία στο Γεωλογικό Ινστιτούτο της Μόσχας (1920). Ο Γεφτουσένκο πέρασε ακόμη μερικά χρόνια μιας ζωής περιπετειών, αναζητώντας ένα στάδιο μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης.
Έτσι ασχολήθηκε με το χορό, έκανε το γεωλόγο, εργάστηκε σε ορυχεία, έγινε κυνηγός άρκτων και ό, τι άλλο μπορούσε για να επιβιώσει. Διδάχτηκε πάρα πολλά στο δρόμο, όπου ζούσε ανεξέλεγκτος: θα γράψει3: «Τη μόρφωσή μου την ανέλαβε ο δρόμος. Ο δρόμος μού έμαθε να βρίζω, να καπνίζω, να φτύνω κομψά μέσ’ από τα δόντια μου και νά ’χω τις γροθιές μου έτοιμες – μια συνήθεια, που κράτησα μέχρι σήμερα. Ο δρόμος μού δίδαξε να μη φοβάμαι τίποτε και κανέναν – αυτή είναι μια άλλη συνήθεια που διατηρώ ακόμα». Οι φωτογραφίες του, τον παρουσιάζουν διαμαρτυρόμενο με ανυψωμένες γροθιές – έτοιμο να εκφρασθεί με οργή-, που φαίνεται πως είναι κατάλοιπα παιδικών αναμνήσεων άμυνας, αυτοπροστασίας κ.λπ.
Το 1950 εμφανίστηκε επίσημα στα γράμματα με μία ποίηση περισσότερο άνετη, περισσότερο μελοδραματική, προπάντων μαχητική. Δείγματα της μαχητικότητάς του είχε παρουσιάσει και νωρίτερα σε ηλικία έντεκα χρόνων, όταν πρωτοδημοσίευσε σε ένα περιοδικό με το ψευδώνυμο «ένας μικρός γκάνγκστερ». Στις προθέσεις του τις ποιητικές είχε εντάξει το ύφος, τη δομή, την επεξεργασία γενικά της ανάπτυξης των ιδεών του, θυμίζοντας Μαγιακόφσκι, τον οποίο πολύ εθαύμαζε ο Γεφτουσένκο. Εντυπωσίασε αμέσως, αποκτώντας μεγάλη δημοτικότητα. Ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης είχε η έμπνευσή του, που ηλέκτριζε τους νέους, τους οποίους αμέσως και μαγνήτιζε με το οργισμένο ύφος του, όπως άλλωστε και ο ομοιοτάλαντος Άγγλος ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας σύγχρονος του Γεφτουσένκο Τζων Όσμπορν. Εκείνος ανήκε στην ομάδα των οργισμένων νέων και το θεατρικό του έργο «Οργισμένα νιάτα» (1956) σημείωνε όπου και αν παιζόταν, μεγάλη θεατρική επιτυχία και μάλιστα είχε διδαχθεί και σε μας από την σκηνή του Εθνικού μας Θεάτρου (1960).
Δύο πράγματα είχε κληρονομήσει ο Γεφτουσένκο από τους γονείς του: α) Από τον πατέρα του: 1ο) Τη μεγάλη αγάπη του για τα βιβλία, αφού από τα έξι του χρόνια έμαθε να διαβάζει και να γράφει και από τα οκτώ του να καταβροχθίζει Δουμά, Φλωμπέρ, Σίλλερ, Μπαλζάκ, Ντάντε, Μωπασσάν, Τολστόι, Βοκκάκιο, Σαίξπηρ, Γκεντάρ, Τζακ Λόντον, Θερβάντες και Γουέλλς. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς, γράφει, του δημιούργησαν μια σαλάτα στο κεφάλι του4 2ο) Να συμμετέχει στις παρελάσεις, γιατί ήθελε να δει το Στάλιν, μαζί με τη μητέρα του, αν και οι γονείς του ήταν ψυχολογικά τοποθετημένοι σε αντίθετους κομματικούς πόλους˙ και β) Από τη μητέρα του τα λόγια της: «Φρόντισε να γράφεις πάντα την αλήθεια γιόκα μου. Βρες την στον εαυτό σου και δως την στους άλλους και πάλι πάρε την απ’ τους άλλους και ξαναφύλαξέ την μέσα σου».
Σήμερα σπανίζουν οι άνθρωποι της αλήθειας. Θεμελιώνουν τις αποφάσεις τους πάνω στο πνεύμα των καιρών, γίνονται καιροσκόποι. Ακολουθώντας τους καιρούς διαψεύδονται με τις ιδέες τους και γίνονται καταγέλαστοι στους υπολογισμούς τους, γιατί πυξίδα αλήθειας γι αυτούς δεν υπάρχει. Ο Γεφτουσένκο ζούσε με το όραμα της αλήθειας, γι αυτό και κυνηγήθηκε από το ρωσικό καθεστώς. Εξορίστηκε στη Σιβηρία και γεύτηκε ακόμη άλλη μια φορά τις κακουχίες στα παγωμένα εδάφη της. Αλλά και η γυναίκα, που νυμφεύθηκε, η Γκαλίνα Σεμιόνοβα ήταν σιβηριανής καταγωγής, που διαπνεόταν κοντά του από μια υποβόσκουσα ηρεμία και γαληνότητα πιεζόμενης επιμονής. Εμπρός στο αφηνόμενο και κρυμμένο κάτω από το τσιγάρο στο στόμα χαμόγελό του, όπως διακρίνεται στη φωτογραφία, που εμπεριέχεται στην «πρώιμη αυτοβιογραφία» του καθώς και σε άλλες φωτογραφίες, όταν υπογράφει σε βιβλιοπωλείο της Μόσχας, ο Γιεφτουσένκο για τους θαυμαστές και τις θαυμάστριές του, διακρίνεται να διακατέχεται από μία μακαριότητα πνευματικής ευτυχίας. Εικονίζεται αρκετά νέος, αν και ο ποιητής και σε προχωρημένη ηλικία και λόγω της αθλητικής του εμφάνισης – άφηνε μεγάλο περιθώριο υπολογισμού νεότητας της ηλικίας του.
Την εποχή του θανάτου του Στάλιν (1953) ήταν δεκαεννέα χρόνων. Φοιτούσε στο Φιλολογικό Ινστιτούτο της Μόσχας, που είχε αναδείξει αξιόλογους συγγραφείς -ποιητές-, παγκόσμια ανεγνωρισμένους ανάμεσα στους οποίους και Έλληνες λογοτέχνες. Ο ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο έχει ασχοληθεί και με την πεζογραφία. Έχει γράψει το σενάριο της ταινίας «Είμαι η Κούβα». Είχε αρχίσει από το 1960 να ταξιδεύει στο εξωτερικό. Επισκέφτηκε τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Γκάνα, τη Λιβερία, τη Νέα Υόρκη5, την Αγγλία, την Φινλανδία, την Ελλάδα, το όνειρό του, για τρεις μόνο μέρες και την Ισπανία. Ο μεγάλος αντικαθεστωτικός που μιλούσε για όσους δεν μπορούσαν να μιλήσουν εξαιτίας «της σιδηράς πιέσεως» πέθανε σε ηλικία 83 ετών τον Απρίλη του 2017 στις Ηνωμένες Πολιτείες6. «Ο άνθρωπος», έλεγε συχνά, «είναι γεννημένος ιδεολόγος και τα μεγάλα ιδανικά γεννιούνται από τη μεγάλη δυστυχία». Ο Γεφτουσένκο θα είναι πάντα και θα παραμείνει ο μεγάλος στοχαστής των καιρών μας.
Σημειώσεις:
1. Πρβλ. Σ. Καλλιάφα, Χαρακτήρες ή ψυχολογικοί τύποι, Αθήνα 1935, σ. 41 και εξής
2. Νέα Δομή, τόμος 8ος, σ. 214
3. Γεβγκένι Γεφτουσένκο: Πρώιμη Αυτοβιογραφία, μετάφρ. Αγγ. Στρατηγοπούλου – Κόκκαλη˙ επιμέλεια Τ. Μενδράκου, εκδ. Τολίδης, χωρίς χρονολογία έκδοσης, σ. 32
4. Άλλες πληροφορίες και φωτογραφίες, που ενδιαφέρουν τον αναγνώστη – μελετητή του Ρώσου ποιητή στις σελ. 20, 22, 126, 129 και εξής καθώς και στο εξώφυλλο του βιβλίου, όπου και η φωτογραφία του που σχολιάσαμε από το βιβλίο του «Πρώιμη Αυτοβιογραφία».
5. Μίλησε σε νεολαίες αμερικανικών πανεπιστημίων και απήγγειλε το θαυμάσιο ποίημά του «The city of yes and the city of no» κ.ά. ενώπιον του Τζον Κέννεντι, προέδρου των ΗΠΑ (1961-1963). Το ποίημα σε μετάφραση δική μας «Η Πολιτεία του Ναι και η Πολιτεία του Όχι» πρωτοδημοσιεύθηκε στις σελίδες του περιοδικού «Νέα Εστία» το Νοέμβριο του 1975 και το 2007 στο 174 τεύχος της «Πνευματικής Ζωής», γνωρίζοντας τον ποιητή στην ελληνική λογοτεχνία.
6. Περιοδ. «Πνευματική Ζωή» τεύχος 228, σ. 172.