Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
∆ιηγηµατογράφος
Τα φυλλώματα μόλις που ριγούν από το λίβα, σαν γιγάντιες βεντάλιες ερήμου, στο πέρασμά μου. Καλοκαίρι κι ο ήλιος λιώνει πέτρες. Ανηφορίζω για τη δουλειά από την πιο σκιερή διαδρομή. Η ανάσα μου βαριά. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα αυλακώνουν το μέτωπο και τον αυχένα μου. Δεξιά μου στον παράδρομο βλέπω αδιέξοδο. Πυκνά σκιερά φυλλώματα και άγρια βλάστηση. Ψηλόλιγνοι ξεροί κορμοί τυλιγμένοι σε κισσό. Και πρώτη μου φορά, στρίβω.
Δεν ξέρω το γιατί. Ίσως να ξανασάνω στη σκιά. Ίσως θόλωσα από τη ζέστη.
Μέσα στην άναρχη βλάστηση ξεπροβάλλει ένα μικρό χαμηλό, παρατημένο σπίτι, αόρατο από το δρόμο. Ίδιο κρυμμένο μυστικό που ψιθυρίζει.
Παραμερίζω κλαδιά, καμπανούλες και κισσούς, και προχωρώ πάνω σε φύλλα τριζάτα, τσουκνίδες και μολόχες. Τρεις λευκές κολώνες κρατούν το μικρό του κεραμιδένιο στέγαστρο. Η πόρτα του ξεθωριασμένη, κάποτε πράσινη, κρέμεται προς τα μέσα από τον τελευταίο μεντεσέ. Στ’ αριστερά, το ξεφτισμένο του παράθυρο με τις ξύλινες γρίλιες, στέρεα σφαλιστό. Κάποτε πράσινο κι αυτό.
Ένα χέρι μαγκώνει την ψυχή μου στο στέρνο. Μέσα μου πεταρίζουν, ο φόβος και η περιέργεια, η ανατριχίλα με τη χαρά της εξερεύνησης. Διαβαίνω, το σκεπασμένο φύλλα, κατώφλι του. Μια αφύσικη δροσιά με σκεπάζει.
Στ’ αριστερά μου ένα δωμάτιο μικρό, μ’ ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Πάνω του στρωσίδια που λιώνει ο χρόνος. Σκαμμένη στον τοίχο μια παλιά ντουλάπα με ράφια και η ξύλινη πόρτα της, σωριασμένη πλάι στο κρεβάτι. Φύλλα παντού και στο πάτωμα μυρμηγκοφωλιές.
Κάνω δυο διστακτικά βήματα. Κι άλλο δωμάτιο, στενό, σκοτεινό χωρίς παράθυρο. Στο βάθος διακρίνεται ένα μικρό σκοροφαγωμένο τραπέζι. Νοιώθω μια παρουσία. Ανατριχιάζω. Η ιδέα μου θα είναι. Πάνω στο τραπέζι ανοίγουν διάπλατα δυο κίτρινα μάτια. Η γάτα με καρφώνει διαπεραστικά. Στον ήσυχο κόσμο της, στη νωχέλεια της στέγης της, το βλέμμα της αδιόρατο και οι προθέσεις της ανεξερεύνητες. Οπισθοχωρώ. Μένω ασάλευτη για λίγο και το μυαλό μου φεύγει.
Κλείνω τα μάτια και αιωρούμαι. Ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Διαπερνώ την αύρα της παρουσίας των τελευταίων του ενοίκων, που τρεμοπαίζουν στις γωνιές του. Γιατί τα σπίτια έχουν ψυχή. Κι όσα χελιδόνια πέρασαν από αυτές τις κάμαρες, όσα σπουργίτια φώλιασαν, είχαν λαλιά, ελπίδες και όνειρα, περιμένοντας για χρόνια κάτω απ’ αυτή τη στέγη.
Ποιός ξέρει, μπορεί κάποτε να έφυγε ο τελευταίος ένοικος για πόλεμο, μπορεί για τα ξένα, ή για μιαν άλλη πατρίδα βιαστικός, θαρρείς κυνηγημένος. Ποιός άφησε το σημάδι του στις μικρές καμαρούλες, με λύπες και χαρές, με αγωνίες και αποφάσεις πρωτάκουστες. Δυο καμαρούλες, το φως και το σκοτάδι. Δυό καμαρούλες η ψυχή μας όλη, με αγγελικό και μαύρο φως σημαδεμένη.
Αδύναμο πουλί ο άνθρωπος, συλλογιέμαι. Διαβαίνει, αφήνει το σημάδι του κι αλλάζει μονοπάτια. Εγωκεντρικός και υποκειμενικός, θεωρεί «αλήθεια» ότι αυτός πιστεύει. Εσωτερικό φως ή εξωτερικές αισθήσεις; Τι τον οδηγεί. Ευχή μου, να μάθει έστω στο τέλος.
Κι όμως το φως είναι ο σκοπός, η ανθρωπιά, η συλλογικότητα. Η ψυχή του ανθρώπου είναι το σπίτι του το ίδιο. Με φως και με σκοτάδι. Γιατί κάθε σπίτι έχει την αύρα μιας φυλής, μιας ιστορίας, μιας πατρίδας, μιας ψυχής. Μήπως το σπίτι που βλάστησες, πατρίδα δεν το λες και ρίζα σου; Μιλάει αν θες να το ακούσεις. Σου δείχνει αν θες να το παρατηρήσεις.
Κάποτε τούτο εδώ χτίστηκε πέτρα την πέτρα. Στολίστηκε και γέμισε ανθρώπινες φωνές. Καημούς και γλέντια. Κι άλλοτε πάλι, χρόνια μετά, κάποιος το σφάλισε κι απόμεινε μονάχο. Με δάκρυα το σφάλισε; Με ελπίδες το άφησε πίσω του, με την υπόσχεση της επιστροφής; Κανείς δεν θα το μάθει.
Κι άντεξε χρόνια μοναχό. Κι έγινε στέκι για ψυχές, μυστικά, αέρηδες και νέους ενοίκους. Όμως ακόμη αντέχει. Στέκει κρυμμένο και περιμένει. Κι ας λένε πως κανένα πλοίο δεν ταξιδεύει με χθεσινό άνεμο. Αυτό, ταξιδεύει ακόμη στη στεριά, στη σκέψη, στις αναμνήσεις, στην ίδια του την αύρα.
Πισωπατώ και βγαίνω. Ο λίβας του καλοκαιριού με τυλίγει ζεματιστός ξανά. Τα πόδια μου προχωρούν μόνα τους στον ανήφορο, θαρρείς πιστά σκυλιά που με σέρνουν στη δουλειά. Το μυαλό μου, πανιά φουσκωμένα, αρμενίζει. Στο φως και στο σκοτάδι. Στα κίτρινα απρόβλεπτα μάτια της γάτας. Στην ψυχή του τελευταίου ενοίκου και στη δική μου.
Στο νου μου ολοφώτεινο το μήνυμα του Γιώργου Σεφέρη.* «Ξέρεις, τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις».
* (Γιώργος Σεφέρης – Κίχλη – Το σπίτι κοντά στη θάλασσα).