Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Πάνε πολλά χρόνια τώρα, πού να θυμάμαι, πως κοντά στη ρεματαριά της Μαγερίνας1 στον καιρό μου εκεί, που πλέναμε στο ποτάμι τα βαφτιστικά μυροφόρετα ρούχα των παιδιών μας, ήταν ένα μικρό χάσμα στα βράχια πνιγμένο μέσα στα κλαδιά των δέντρων, χωμένο θα ’λεγες στη γης. Κάτι σα νεροφάγωμα. Ένα σπίτι. Απ’ έξω είχε ένα όμορφο περβάζι μπροστά στο χαγιάτι με πολλούς τενεκέδες ασβεστωμένους απ’ έξω με λογής, λογιών λουλούδια. Αυτά τα φρόντιζε η θεία Λέγκω, που είχε μια πεντάμορφη θυγατέρα, την Αργυρή. Η Αργυρή ήταν το αποκούμπι της θείας Λέγκως στα γεροντάματά της. Δικούς της άλλους ανθρώπους δεν είχε παρά τούτο το κορίτσι μόνο. Φτωχές θεόφτωχες και οι δύο όλη μέρα μάζευαν χόρτα, σπαράγγια, μανιτάρια, μυρώνια, λουμίνια, ανεμώνες, κυκλάμινα, μυρτιές απ’ το βουνό της Μεντέλης2, ό,τι ήταν της εποχής και τα πουλούσαν. Τα πήγαιναν με το γαϊδουράκι τους, που είχαν, ολόφρεσκα πρωί πρωί στην αγορά της Ανθήνας.
Η Αργυρή ήταν το καμάρι της μάνας κι όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο φαινόταν η ομορφάδα της. Έμοιαζε σα νεράιδα, που θαρρούσες πως είχε ξεκόψει από εκείνες τις ξωθιές, που κατοικούσαν, λέγανε, στη σπηλιά πάνω από το Θάλοσσι3 και ήρθε να μείνει σ’ αυτό το βραχόσπιτο της ρεματιάς. Η θεία Λέγκω ήταν πολύ περήφανη για την ομορφάδα της κόρης της. Πολλές φορές εκεί που καθάριζε τα χόρτα, την παρακολουθούσε με την άκρη των ματιών της και σιγοτραγουδούσε:
-Αυτό που λάμπει σαν αστέρι, ποιος θα το κάνει ταίρι;
-Ποιος το καλό μου θέλει να πάρει τσούπρα απ’ τη Μεντέλη;
Το όνομα της Αργυρής ξεπέρασε τα χωριά της Αττικής κι έφτασε μέχρι την Ανθήνα που ήταν το παλάτι του βασιλιά. Τότενες η Αθήνα είχε πολλά παρτέρια με λούλουδα για τούτο τη λέγανε Ανθήνα. Ποιος ξέρει; Ο νέος βασιλιάς της χώρας τότε μόλις έμαθε πως υπάρχει τέτοια κόρη έβαλε δικούς του ανθρώπους να την αναζητήσουν˙ μα πού να τη βρουν; Μόνε γυναίκες μαρμαράδων και βοσκών την βλέπανε από Κυριακή σε Κυριακή να πηγαίνει στην Αγία Μαρίνα, και μετά σπίτι μαθές. Όμως μια Κυριακή μεσημέρι σαν ο ληστής ο Μπίμπισης, που τον τρέμαν όλοι, έλειπε στα χωριά της Ρέτριας, ο βασιλιάς με την παρέα του βγήκε για το κυνήγι της αλεπούς στη Μεντέλη, καλεσμένος και από την αρχόντισσα Ντουκέσσα που είχε το αρχοντικό της παραπάνω. Στην παρέα του είχε και πολλά νέα κορίτσια, που ήταν φιλενάδες της Λίτζας, της κόρης της Ντουκέσσας, από τα μεγάλα σχολεία της Αβαρίας, της Φραγκιάς και της Ιγκλετέρας.
Μα τα κορίτσια ντυμένα γιορτινά πάγαιναν στο αρχοντικό της Ντουκέσσας χωρίς να ξέρουν πως η Λίτζα είχε φύγει από τη ζωή πριν δυό-τρεις μήνες κάνε και η Ντουκέσσα δε βγήκε. Είχε πέσει σε μεγάλο θλιφτικό. Τα κορίτσια καθώς μπήκαν στην αυλή της Ντουκέσσας, τα πρόγγιξαν γαβγίζοντας τα δέκα μεγάλα άγρια σκυλιά, που είχε για συντροφιά η Ντουκέσσα. Τα κορίτσια φοβισμένα, έτρεξαν να φύγουν˙ και στη βιάση τους ένα κορίτσι έχασε την ασημένια γόβα της. Αυτή τη γόβα την άλλη μέρα τη βρήκε, καθώς μάζευε ανεμώνες η Αργυρή και την έφερε στο νεροφαγωμένο βραχόσπιτό της. Μόλις την είδε η μάνα της φώναξε με θαυμασμό. Αυτό είναι πατούμενο ανεράιδας. Άξιζε σε σένα κόρη μου να το φοράς, πού είναι το άλλο; Έλα μου ντε! Αλλά πού ήταν το άλλο;
Την άλλη μέρα ντάλα μεσημέρι ακούστηκε η φωνή του ντελάλη του Λεωνή στην πλατέα του Μαρουσιού να φωνάζει:
-Χτες η αρχόντισσα της Προβέντζας έχασε στη Μεντέλη την ασημένια γόβα της. Όποιος τη βρήκε να τη φέρει στο παλάτι και θα πάρει το μπαξίσι του.
Την άλλη μέρα πριχού καλά φέξει, η θεία Λέγκω φόρτωσε την καλαθούνα με τα χόρτα στο γαϊδουράκι της˙ έβαλε μέσα στο ταγάρι την ασημένια γόβα, έφιαξε κι ένα μάτσο λελούδια με ανεμώνες κι έκοψε δρόμο για την Ανθήνα. Πρώτα πήγε στο παλάτι. Για πιο γρήγορα μπήκε από την πόρτα της Μπουμπουνίστρας. Πριν ακόμη καλά καλά σιμώσει στην άλλη γωνιά, ένα περίπολο τη σταμάτησε. Είπε πού πάγαινε. Την άφησαν να περάσει. Στο φυλάκιο της πόρτας, στη ρίζα της μουριάς έδεσε το γαϊδουράκι της. Έδωσε το ταγάρι και την πρόσταξαν να περιμένει. Και ο λακές4 που πήρε το ταγάρι γύρισε σε λίγο και της είπε, πως ο βασιλιάς έχει γιορτή την Κυριακή και την προσκάλεσε με την κόρη της να πάνε στο παλάτι.
Μια μεγάλη χαρά άγγιξε το χαμόσπιτο. Έλα όμως που οι επισκέψεις στα βασιλικά σπίτια θέλουν και βασιλικά ανασκουμπώματα. Και το φτωχόσπιτο της θείας Λέγκως δε σήκωνε τέτοια. Ακούστηκε τότε πως η Αργυρή πήγε το βράδυ της Δευτέρας, που ήταν γεμάτο το φεγγάρι κρυφά στο Θάλοσσι. Την ώρα που έσκαε μύτη στον Κουφό5 γεμάτο το φεγγάρι και καθώς ήταν ανοιχτά τα ουράνια παρακάλεσε τη φεγγαροντυμένη, που είναι εκεί και σκόρπιζε μαλάματα και στραφτερά πετράδια πάνω στη λίμνη μας να τη βοηθήσει.
Και εκείνη τοίμασε μαλαματένια στολή για την Αργυρή και επίσημα ρούχα για τη θεία Λέγκω. Λένε ακόμη πως μπήκε από τη χαραμάδα της πόρτας στο αμαξοστάσι του Τσιγκρού6 και πήρε την καλλίτερη άμαξα με το σίφουνα το γκρίζο άλογο με τον αμαξά τον Ιάγκο. Και την Κυριακή το δειλινό, Αργυρή και θεία Λέγκω που ήταν όλα αλέστα7 πήραν το δρόμο, πέρασαν το μεγάλο μαρμάρινο γιοφύρι με τα πέντε τόξα, φτάσανε στην Ανθήνα και ανέβηκαν αρχόντισσες τα σκαλιά του παλατιού. Μόλις ο βασιλιάς είδε την ομορφάδα της Αργυρής, που άστραφτε, Αργυρένια στο φόρεμά της τη ζήτησε για γυναίκα του, από τη θεία Λέγκω τη μεγάλη ντυμένη αρχόντισσα -τα ρούχα έτσι την έδειχναν- μάνα της, που τη συνόδευε. Εκείνη έκλινε το γόνυ της μπροστά του για τη μεγάλη τιμή που της γινόταν. Τι για μπαξίσια τώρα θα μιλάμε; Η Αργυρή από τη Μαγερίνα μέσα στα αργυρά της ρούχα έλαμπε Αργυρένια, ασημοθώρητη, αστραφτερή. Και είχε κριθεί από τον βασιλιά˙ πρώτη κυρά στην Ανθήνα. Η πεθυμιά της θείας Λέγκως είχε τελειωθεί. Πρώτη ανάμεσα στις πρώτες θυγατέρες των άλλονε, όλο ζούλεια στο μάτι τους και καμάρι δικό της για το ριζικό της θυγατέρας της.
Ξημέρωνε Χριστούγεννα και έπεφτε όξω χιόνι
και από ύπνο άγουρο κοντά στο παραγώνι,
η θεία Λέγκω ξύπνησε – ά! Τι όνειρο απόψε πού ’χα
και φέτος μάτια μου Αργυρή δεν πήραμ’ άλλα ρούχα.
Δημ. Μασούρης: Συλλογέας παραμυθιού
Το παραμύθι διηγήθηκε ο Μιχαήλ Μίμηνας, ετών 72, βοσκός (έτος 1953)
Τοπικό λεξιλόγιο:
1 ρεματαριά της Μαγερίνας = ρεματαριά των Μελισσίων
2 Μεντέλη = Πεντέλη
3 Θάλοσσι = λιμνούλα στην Πεντέλη (που μπαζώθηκε)
4 λακές = υπηρέτης
5 Κουφός = λόφος στο αστεροσκοπείο
6 Τσιγκρού = δάσος Συγγρού
7 αλέστα = έτοιμα