Το απόγευμα της πυρικής καταστροφής – Χρονικό από το Μάτι της Αττικής
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Ο ήλιος έγερνε κουρασμένος πάνω στην κορυφογραμμή της Πεντέλης. Ένας ήλιος κόκκινος από τον καπνό της φωτιάς στη Νταού και το Νέο Βουτζά. Είχε αρχίσει ένας άνεμος, αρχικά ελαφρός, που εξελίχτηκε σε στρόβιλο. Δεν ήξερες πώς να τον προσδιορίσεις. Σου ξέφευγε η φορά της κατεύθυνσής του. Χωριζόταν και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και έπαιζε με τη φωτιά που είχε φουντώσει και τεράστιες τούφες πύρινου -έλεγες- δράκου καταβρόχθιζε τις ολοπράσινες τουλούπες των πεύκων.
Με ένα παιγνίδι στροβιλίσματος υψωνόταν πάνω από τα πεύκα σε ύψος φοβερά υψηλό και κατέβαινε ολοταχώς με θόρυβο από την καύση των κουκουναριών, που νόμιζες πως έριχναν χειροβομβίδες. Όλα τα δέντρα της πλαγιάς του βουνού γίνονταν τροφή στην αδηφάγο φωτιά. Πεύκα, κυπαρίσσια, σκίνα, πουρνάρια, ασφάκες, θυμάρια, ντοροβάτες, γίνονταν βορά του πύρινου στρόβιλου. Η δύναμή του ήταν ανυπολόγιστη. Σε λίγα λεπτά από τα μέσα της βουνοκορφής έφτασε στη λεωφόρο Μαραθώνος. Όλοι πίστευαν πως αυτή θα έστεκε εμπόδιο. Όμως τα κουκουνάρια ξεπέρασαν τις προσδοκίες εκείνων που παρακολουθούσαν την εξέλιξή της. Πλήθος κουκουναριών εξακοντίζονταν από τη φλεγόμενη περιοχή στον απέναντι πευκοβριθή χώρο. Αυτό δεν ήταν πυρκαγιά˙ ήταν μαινόμενο πεισματικό ανεμικό ολοκαύτωμα πυρικής εξόντωσης των πάντων. Η φωτιά ανεξέλεγκτη, ανεμπόδιστη προχωρούσε ακάθεκτη προς το χώρο του Ματιού. Έμπαινε σε κατοικίες, ορμούσε σε επαύλεις, σάρωνε αυτοκίνητα, έτρωγε λαμαρίνες, έλυωνε χρώματα, θρυμμάτιζε στέγες, τεφροποιούσε ανθρώπινες οικονομίες, αγκάλιαζε και απανθράκωνε ανθρώπους, ασταμάτητη προχωρούσε να συλλάβει τους φεύγοντες δραπέτες γι αυτήν κατοίκους, που έτρεχαν προς τη θάλασσα να σωθούν με το νερό της. Μάταια όμως, η ταχύτητά της τους προλάβαινε. Ένας γόος, μια κραυγή σωτηρίας θύμιζε βιβλική καταστροφή.
Πολλοί άνθρωποι μέσα στους λαβυρινθώδεις δαιδάλους των μονοπατιών του Ματιού λοξοδρομούσαν˙ έχασαν την ψυχραιμία τους και τυλίχτηκαν στις φλόγες, παγιδευμένοι, οδηγήθηκαν στον πύρινο θάνατο.
Άρχισε να σκοτεινιάζει και ένα καναντέρ μόνο του εξακολουθούσε να μάχεται τις φλόγες και τους καπνούς πάνω από το φλεγόμενο δάσος – ηφαίστειο. Ο αέρας εξακολουθούσε και ένα σύννεφο βροχής έφερε μερικές σταγόνες παρηγοριάς. Και το καναντέρ με την αυτοθυσία του πιλότου εξακολουθούσε να αγωνίζεται μέσα στην αυταπάρνησή του. Έδινε μια μάχη πεισματική πάνω από τις φλόγες. Όμως δεν πετύχαινε πολλά πράγματα. Ήταν μια μάταιη θυσία, μοναδική, αλλά και θλιβερή. Πού βρίσκονταν τα άλλα αεροπλάνα τα πυροσβεστικά να ρίξουν λίγο νερό; Το νερό του κάδου του ελικόπτερου ήταν τόσο λίγο στη μεγάλη έξαρση της μάχης κατά της φλόγας.
Ήταν ένα θλιβερό γεγονός και συνάμα αποκαρδιωτικό. Οι πύρινες φλόγες αγκάλιαζαν και κατέτρωγαν τα πάντα. Το νερό του κάδου είχε νικηθεί˙ μα τη στιγμή εκείνη ήταν θεόσταλτο δώρο της θάλασσας, που άγριος ο γίγαντας Βριάρεως της φλόγας θριάμβευε, πίνοντας αξεδίψαστα.
Και σε μια γωνία του τρίστρατου κοντά στο δάσος των κατασκηνώσεων, που φλέγονταν, προς την Εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο Ζούμπερι, ένας γέρος με μπαστούνι ερχότανε αγκομαχώντας. Ένας νέος τού πρότεινε να γυρίσει στο σπίτι του, γιατί οι στιγμές είναι επικίνδυνες. Και εκείνος τέντωσε το κορμί του, ανάσανε βαθειά και είπε τούτα τα λόγια – Σπίτι, ε! πατρίδα, η σωτηρία μας στηρίζεται αλίμονο σ’ ένα μικρό κάδο νερού! Τι απόγιναν τα πυροσβεστικά σου, που νίκησες τη φωτιά στη Ραμνούντα; Πατρίδα, πατρίδα νικήτρια εσύ των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών κάποτε, τώρα λαχταράμε; Λίγο νερό μωρέ, λίγο νερό από τις πολλές θάλασσές μας. Άγια μου Σωτήρα κάνε το θάμα σου. Καιγόμαστε, χανόμαστε. Και περιζωσμένος από τον καπνό της φωτιάς έγειρε. Ένα πυροσβεστικό όχημα που περνούσε τυχαία εκείνη την ώρα τον περιμάζεψε τη στιγμή, που το σύννεφο της βροχής έριχνε σκόρπιες τις πολυπόθητες λαχταριστές στερνές του σταγόνες.
Ζούμπερι, 23 Ιουλίου 2018