Γράφει η Ξένια Γιαννάκου – Από την έντυπη έκδοση της καθημερινής ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ Κηφισιά – Νέα Ερυθραία – Εκάλη, Διόνυσος 03/06/2022
Δύο επισκέψεις τις προηγούμενες ημέρες, σε Νέα Ερυθραία και Εκάλη, με σημάδεψαν στην ψυχή και στο μυαλό. Όσο μελό κι αν σας μοιάζει αυτό, δεν έχει ίχνος υπερβολής, πιστέψτε με.
Επρόκειτο για δύο διαφορετικές εκδηλώσεις οι οποίες αφορούσαν την προσφυγιά, του χθες και του σήμερα. Και οι δύο έφεραν όσους τις παρακολούθησαν, αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα της προσφυγιάς αλλά ταυτόχρονα άφησαν και μία χαραμάδα ελπίδας για την επόμενη ημέρα των ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να κλείσουν πίσω τους την πόρτα του σπιτιού τους και κουβαλώντας -αν είναι τυχεροί- λίγα υπάρχοντα, να αναζητήσουν μία νέα πατρίδα.
Η εκδήλωση της «Κοινωνίας Παρούσας» στη Βίλα Κώστα, μια βραδιά τιμής και μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με… τρόμαξε. Ίσως γιατί συνειδητοποίησα ότι η βαρύτητα που έχουμε δώσει ως χώρα σε αυτό το ιστορικό γεγονός, δεν αγγίζει το μέγεθος της τραγωδίας που συντελέστηκε. Τα λόγια του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη, «τα κόκκαλα των θυμάτων πουλήθηκαν στη Γαλλία για λίπασμα και για οδοντιατρικές εργασίες», συγκλόνισαν τους παρευρισκόμενους. Όπως και οι τέσσερις γυναίκες οι οποίες με φωνή που «έσπαγε» αλλά και δυνατή συνάμα, περιέγραφαν, στο θεατρικό δρώμενο το οποίο έκλεισε την εκδήλωση, στιγμές φρίκης, απελπισίας και πόνου από τη μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ο ελληνισμός.
Πόσα πραγματικά διδασκόμαστε για αυτή την ιστορική στιγμή; Πόσες ευκαιρίες χάσαμε ως κράτος και ως έθνος να βροντοφωνάξουμε στον πλανήτη, τι συνέβη και να απαιτήσουμε δικαίωση για τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγες;
Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα και λίγο πιο βόρεια, στις εγκαταστάσεις του Ζαννείου Ιδρύματος στην Εκάλη, 30 μητέρες και παιδιά από την Ουκρανία, υπενθύμιζαν ότι η προσφυγιά δεν έχει τελειώσει, στην Ευρώπη του 2022.
Τίποτα στην εικόνα τους δεν μαρτυρούσε το δράμα που βιώνουν… Παιδιά με τα πιο όμορφά τους ρούχα έτρεχαν γύρω γύρω, κοριτσάκια με περίτεχνα κοτσιδάκια στα μαλλιά τους, αγόρια που χάζευαν σε κάποιο κινητό, μητέρες χαμογελαστές που ήταν συνεχώς κοντά τους. Πίσω όμως από το χαμόγελό τους, κρυβόταν ο ανείπωτος πόνος ενός πρόσφυγα, που έχει αφήσει την πατρίδα του, τον σύζυγο, τον πατέρα, τον αδερφό να πολεμά και δεν γνωρίζει αν θα βρει το σπίτι του -αν και- όταν επιστρέψει.
Η αξιοπρέπεια που ανάβλυζε από κάθε πόρο του κορμιού τους όμως, σε έπειθε πως ότι κι αν τους επιφυλάσσει η μοίρα -και οι πολιτικές αποφάσεις αυτού του απάνθρωπου πλανήτη- θα το αντιμετωπίσουν και θα βγουν νικητές.
Το τι μπορούμε να κάνουμε όλοι για να εξασφαλίσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες φιλοξενίας αυτών των προσφύγων και κάθε προσφύγων, είναι γνωστό και οι ευκαιρίες να το πράξουμε πολλές.
Το πώς θα εξασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξει ξανά λαός που θα ζήσει την προσφυγιά, δυστυχώς δείχνει ότι έχει πολύ δρόμο ακόμα για να επιτευχθεί.