Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 19/1
Την εβδομάδα που μας πέρασε, η συγκλονιστική εξομολόγηση της Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου για τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη πριν από αρκετά χρόνια ήταν, κατά την ταπεινή μου άποψη, η σημαντικότερη των ημερών, ου μην μόνο και της χρονιάς σε αυτά τα πρώτα της βήματα. Την αποκάλυψη ακολούθησαν η εξοργιστική -το λιγότερο ανακοίνωση της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, η αποκάλυψη του ονόματος του -φερόμενου ως (κατά το νομικότερον) – δράστη, η σύνδεσή του με τις πολιτικές θέσεις που κατέχει και η απομάκρυνσή του από αυτές και, βεβαίως, το πιο ενθαρρυντικό, το τσουνάμι αποκαλύψεων από πολλές άλλες γυναίκες που έπεσαν θύματα παρόμοιων πράξεων, που άνοιξαν τον δρόμο να σπάσουν σιωπές χρόνων.
Στο μεσοδιάστημα, η ελληνική κοινωνία επιδόθηκε στο αγαπημένο της άθλημα τον καιρό της σοσιαλμιντιοκρατίας: Το διαδικτυακό κουτσομπολιό, το σφαγείο ψυχών και, δυστυχώς, τον σχεδόν εμμονικό, στιγματισμό του θύματος ως ουσιαστικό θύτη. Σε ένα τεράστιο ποσοστό των σχολίων στο τεράστιο διαδικτυακό καφενείο, κυριάρχησε η καχυποψία απέναντι στην εγκυρότητα της μαρτυρίας και ένα διαρκές κυνήγι ειδήσεων της «κλειδαρότρυπας» που αποδεικνύουν ότι η ποιότητα της κοινωνίας έχει αρχίσει να ακροβατεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το «γιατί δεν λέει ποιος το έκανε;» ήταν το βασικό ερώτημα, όμως, το γελοιότερο των ερωτημάτων που κυριάρχησε ήταν το «γιατί δεν μίλησε τόσα χρόνια;» ή, επί το χείριστον λαϊκότερον «τώρα το θυμήθηκε;».
Τι καταφέραμε, λοιπόν, μέσα από αυτή τη διαδικασία; Ένα κορίτσι – ναι, ακόμα και μια Ολυμπιονίκης είναι ένα απλό κορίτσι – δεν φτάνει που πέρασε όλο αυτό το φριχτό μαρτύριο και, ο Θεός ξέρει πόση δύναμη χρειάστηκε για να βγει να το πει και να αφυπνίσει όσους μπορεί, τη βάλαμε ως κοινωνία να το ξαναπεράσει, αφού τελικά κανένας δεν κατάλαβε το νόημα της κίνησής της. Ο «τώρα το θυμήθηκε» δεν αναρωτήθηκε καν αν κατάφερε να το ξεχάσει καν. Αναρωτιέμαι πώς θα αισθάνεται τώρα αυτό το κορίτσι, όταν μετά από όλη αυτή την πληγή μέσα της, βρίσκεται να «απολογείται» κιόλας που δεν το κατήγγειλε. Την ίδια ώρα, σύσσωμη η κοινωνία ορθώς ξεσηκώθηκε – διαδικτυακά πάντα – να αναζητά τους βιαστές και να στέλνει μηνύματα συμπαράστασης σε κάθε Σοφία. Όπως θα έπρεπε να το κάνει για κάθε κορίτσι, που έχει πέσει θύμα οποιασδήποτε μορφής βίας.
Ποια κοινωνία, όμως το κάνει αυτό; Ναι, είναι η ίδια που ταυτόχρονα θα ξεράσει το δηλητήριό της απέναντι στη χοντρή, τον σπυριάρη, τον «σκυλάραπα», το «πουστράκι», το «μπάζο», τον κερατά, την ξε-τσίπωτη. Είναι η ίδια κοινωνία που θα βρίσει τη μάνα του γαβροβάζελου στο γήπεδο, θα ακούσει τον άντρακλα να σπάει στο ξύλο τη γυναίκα του και θα κουρνιάσει στο πάπλωμα γιατί «πού να μπλέξουμε τώρα», που θα δει την καινούρια συνάδελφο στο γραφείο και θα μετρήσει την αξία της ανάλογα με το πόσο μεγάλο είναι το μπούστο της. Που θα πάρει το παιδί του μακριά από το Πακιστανάκι, θα αποφύγει να κάνει παρέα με τη χωρισμένη, που θα κλωτσήσει τον άστεγο παραπέρα γιατί κλείνει τη βιτρίνα του και που στο βάθος του μυαλού του θα περάσει και ένα «τα ’θελε ο κώλος της», έτσι για το κερασάκι. Οποία υποκρισία.
Και μόνο το θάρρος τόσων αθλητριών να βγουν να μιλήσουν, να βγάλουν από μέσα τους το δηλητήριο που τις τρώει και να σταματήσουν να νιώθουν οι ίδιες υπεύθυνες για την κακοποίησή τους, θα έπρεπε να μας αλλάξει ως κοινωνία. Να μιλήσουμε στα παιδιά μας, να έχουμε τα μάτια μας ανοικτά, να σταθούμε δίπλα τους και να τα προστατεύσουμε. Να εξηγήσουμε πως το «όχι» είναι «όχι». Πως οφείλουμε να διεκδικούμε
και να αποδεχόμαστε την απόρριψη. Πως θα πρέπει να σεβόμαστε τον άλλο γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που εμείς θα θέλαμε να γίνει.
Μια αγκαλιά σε όλα τα κορίτσια που έχουνε περάσει από αυτό το μαρτύριο είναι το λιγότερο, αλλά εξίσου σημαντικό. Η αλλαγή γίνεται με πράξεις. Εκεί θέλουμε πολλή δουλειά. Ας έχουμε στο μυαλό μας, όμως, πως για κάθε Σοφία που δεν βοηθήσουμε να μιλήσει, μια επόμενη θα ακολουθήσει τη μοίρα της. Αντέχετε το βάρος της ευθύνης;