Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
Για τη Δανάη…
Σήμερα, οι παλαιοί των ημερών θυμούνται με αγάπη « Το Κέντημα του μαντιλιού» και την ικεσία προς το «Σταυραϊτό», τα ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη στα μαθητικά βιβλία τους. Ήταν και ο άωρος θάνατος μακριά από τον αγαπημένο τόπο του, σε ηλικία μόλις είκοσι έξι ετών.
21 Ιουλίου 2018, εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, το 1868, η γενέτειρά του, το Σιράκο της επαρχίας Δωδώνης, τίμησε επίσημα τον ποιητή και πεζογράφο, γενικά των Ελληνικών Γραμμάτων. Και δόθηκε η αφορμή να γνωρίσουμε καλύτερα τον «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης». Ωστόσο, όσο και αν βασανισμένη η ζωή του επηρέασε το έργο του, αυτό πρέπει να το εκτιμήσουμε αντικειμενικά, πέρα από τη συμπόνια μας για το εξόριστο χελιδόνι της Πίνδου: Ποια η πνευματική δωρεά του Κώστα Κρυστάλλη; Και ποιο ήταν το μήνυμά του;
Ζωή και ποιητική γραφή
Το τουρκοκρατούμενο Σιράκο χάρισε στο νεογέννητο βλαχόπουλο την ιστορική, αγωνιστική του παράδοση, ιδιαίτερα δημιούργησε στην ψυχή του πραγματική λατρεία για την ορεινή, μεγαλόπρεπη φύση και την απλοϊκή ζωή του χωριού, σε υψόμετρο 1150 μέτρων. Είχε έλθει όμως, και με τα δώρα της μεγάλης ευαισθησίας, της γενναιότητας καθώς και της ποίησης, που διέκρινε και τα πεζά του κείμενα. Μετά τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής εργασίας του, με τίτλο «Αι Σκιαί του Άδου», έναν ύμνο του 1821, τον καταδίωξε η οθωμανική εξουσία και αναγκάστηκε να ζήσει πρόσφυγας στην αφιλόξενη Αθήνα. Ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης, ακόμη και σ’ ένα ανθυγιεινό τυπογραφείο, ο συνεχόμενος πυρετός της φυματίωσης και η ένταση της πνευματικής δημιουργίας τις νύχτες, έλιωναν πρόωρα τη λαμπάδα της ζωής του και όταν κατέφυγε στην ελεύθερη Άρτα, για να σώσει την υγεία του, το 1894 ήταν πλέον πολύ αργά. Ωστόσο, παρέμεινε το φως του, για να κατευθύνει το βλέμμα μας στον κόσμο που αγάπησε και ζωγράφισε με μοναδική αισθαντικότητα και χάρη στις σελίδες του.
Δεν ήταν φιλόσοφος ποιητής ο Κώστας Κρυστάλλης. Έγραφε όσα αισθανόταν. Χάραζε το φλογερό πόθο για την ελευθερία της σκλαβωμένης γης του, την αγάπη για την φυσική ομορφιά και τους χωριανούς του, μια αγάπη βαθύτατη, απέραντη.
Μιλούσε γι’ αυτήν και «Στο Σταυραϊτό» του:
Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ, ν’ αράξω θέλω, αϊτέ μου,
μέσ’ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν’ αράξω στα βουνά…
Ο Πίνδος, τα Τζουμέρκα, τα δάση, οι λαγκαδιές, οι κρυστάλλινες βρυσούλες, τα λουλούδια, κάθε αυγή και ηλιοβασίλεμα, οι στάνες, ήταν τα πάμπλουτα σκηνικά της ποίησης του Κρυστάλλη. Και στη σκηνή, έρχονταν η μία μετά την άλλη οι πλήρεις ζωής εικόνες του ζωγράφου ποιητή: οι γεωργοί και οι βοσκοί, οι ημέρες και οι νύχτες στη φύση, οι αύρες των θρύλων και των παραδόσεων, οι γάμοι, οι μεγάλες γιορτές στο Σιράκο, τα ειδύλλια των νέων ανθρώπων του με τη μαγεία των λαϊκών μύθων και της ποιητικής φαντασίας. Ο μεγάλος εκείνος νοσταλγός είχε συνθέσει ένα έμψυχο πανόραμα της αγροτικής και ποιμενικής Ελλάδας και δικαίως θεωρήθηκε ελληνικός ποιητής, με το δικό του συγκινητικό τρόπο – διαφορετικό βέβαια από εκείνον του Αλεξανδρινού.
Επομένως, δεν ήταν, αλλά είναι παρών στα Γράμματα – ίσως και στη ζωή μας- «ο βλαστός του Πίνδου», ασθενικός στο σώμα, αλλά ρωμαλέος στην ψυχή, που διαρκώς έχτιζε την πατριωτική και πνευματική προσφορά του. Ο αφηγητής, ο απροσποίητος ζωγράφος, ο τραγουδιστής. Στην εισαγωγή της τέταρτης ποιητικής συλλογής του εξηγεί γιατί της έδωσε τον τίτλο «Ο Τραγουδιστής του χωριού και της στάνης»:
Όταν το γλυκοχάραμα στα κορφοβούνια φέγγει,
που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα
και πάει στη βρύση για νερό, τέτοια τραγούδια λέγει.
Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες
θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια
με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν.
………..
Πραγματικά, στην ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη πολύ συχνά ηχούν το τραγούδι και η φλογέρα, με χαρά ή με πόνο. Στο ποίημα των «Αγροτικών», με τίτλο «Η τραγουδίστρα κι ο βασιλιάς», μια λυγερή υφαίνοντας τα προικιά της τραγουδά – και μαγεμένος
«ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψει…»!
Η αργατιά καταριέται, έντρομος ο βασιλιάς πέφτει στα πόδια της κόρης και της υπόσχεται ότι υφάντρες θα φέρει για τα προικιά της και θα την κάνει βασίλισσά του, αν πάψει τον αργαλειό και το τραγούδι της, για να δύσει ο ήλιος.
Τραγούδια ελληνικά χαρίζει ο Κρυστάλλης, σε γλώσσα και μουσική έκφραση λαϊκή, ύστερα από έντονη προσπάθεια για την τελειότητα της μορφής, του δεκαπεντασύλλαβου και του δεκατρισύλλαβου ίαμβου.
Κάποτε, με εξαιρετικό τρόπο συνθέτει εκτεταμένες παρομοιώσεις, θυμίζοντας τον Όμηρο:
Από μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια.
………..
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθια
κι απ’ άφαντο κι απ’ άπλερο πουλάκι, σταυραΐτέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει.
………..
Ασφυκτική και ξένη η πόλη για τον Κρυστάλλη της ζωής στον κόσμο της φύσης, έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς τη νοσταλγία, αλλά τον οδυνηρό πόθο της σωτήριας επιστροφής στα βουνά των παιδικών του χρόνων. Θέλει τ’ αγέρι της λαγκαδιάς, η βρυσούλα, η ρεματιά να του προσφέρουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους, ποθεί το νανούρισμα των πουλιών, την κραυγή του αϊτού και τον ίσκιο του. Και κλείνει με σπαραγμό ψυχής και προαίσθηση θανάτου, την παράκλησή του:
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια
και τυραννιέμαι και πονώ και σβηέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δως μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.
………….
Η ικεσία προς το σταυραϊτό έχει αδελφική σχέση με το ποίημα «Νοσταλγία» και ενός άλλου άτυχου πρόσφυγα των Γραμμάτων μας, του Γεωργίου Βιζυηνού.
Ο Κωστής Παλαμάς, 8 Μαΐου 1894, λίγες μέρες μετά τη φυγή του Ηπειρώτη ποιητή, διάβασε κείμενό του, με τίτλο «Το έργον του Κρυστάλλη», αντί ελεγείου στο φιλολογικό του μνημόσυνο. Και εξαιρετικός κριτικός της λογοτεχνίας ο μελλοντικός δημιουργός της «Ασάλευτης ζωής», ξεχώρισε το «Κέντημα του μαντιλιού» μεταξύ των άλλων ποιημάτων του ομοτέχνου του: «στην άκρη του γιαλού» τώρα, κάθεται η ξανθή κόρη
«κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού…»
………
«Ζωγραφίζει» τη θάλασσα, τα νησιά όλα, το γλυκοχάραμα, τις λαγκαδιές, τ’ ασημένια νερά, τα άσπρα κοπάδια.
«Και στ’ όμορφο κεντίδι
φλογέρες λες κι ακούς, λες και γροικάς τραγούδια,
βελάσματα βραχνά και ήχους από τρουκάνια…
Ανάρια το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια…»
……….
Κεντάει γαλάζια λίμνη, το πεζόβολον στο χέρι του ψαρά, το ποτάμι, ετοιμοθάνατο το άτυχο ελάφι, τα χωριά, τον τρύγο, γάμο αρχοντικό. Το μαντίλι είναι ο κόσμος ολόκληρος, με τις ομορφιές, τους ανθρώπους ακόμη και με τον ίσκιο του θανάτου. Πρόκειται για αριστούργημα, θυμίζει την ασπίδα του Αχιλλέα στο Σ. της Ιλιάδας, και αόρατη πάλλει η καρδιά της κόρης σε κάθε στίχο του. Τα πάντα ζωγραφίζει στο ατίμητο εργόχειρο! Και με τη θωριά της ιστορημένη στην άκρη του γιαλού, «ολόφαντη από ομορφιά και νιότη», ρωτάει το χρυσοκεντημένο μαντίλι:
«Ποιος τάχα να ’ναι ο νιός οπού θα σ’ αποκτήσει;»
Το κέντημα, το δώρο του ονειρικού γάμου, διαθέτει την ψυχή του Κωστή Παλαμά «εις ρεμβασμόν αόριστον» και στο κείμενό του τονίζει: «… την υψηλήν ποίησιν δεν αποτελεί η γραφικότης μόνη των εικόνων… χρειάζεται η ψυχή, την οποίαν ο ζωγράφος ποιητής εμφυσά εις την εικόνα του, δια να την καταστήση όχι απλώς ζωγραφιάν λαλούσαν, αλλά ποίησιν». Το ωραιότερο μαντίλι της λογοτεχνίας μας είναι έκφραση της ποιητικής ψυχής του Κ. Κρυστάλλη και της τέχνης, που είχε κατορθώσει να κατακτήσει, παρά τη νεαρή ηλικία του.
Ο πεζογράφος Κρυστάλλης
Ο φτωχός ποιητής, αν και στερημένος από την πανεπιστημιακή μόρφωση, που επιθυμούσε, δεν χάνει ποτέ την έφεση για μόρφωση αλλά και πολύμορφη, ευσυνείδητη έρευνα. Τα «Πεζογραφήματα» που εκδίδει πριν από το τέλος του, αποτελούν επιλογή κειμένων, που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Ξεκινά από τις αναμνήσεις της Ηπείρου και καταθέτει αξιόλογα μελετήματα εθνογραφικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου. Αναδεικνύεται πρωτεργάτης της λαογραφίας της γενέθλιας γης του.
Εξάλλου, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, και άριστος κριτικός, εκφράζει μεγάλη εκτίμηση για τα διηγήματα του Κρυστάλλη σε κριτική του, που δημοσιεύει στην εφημερίδα «Άστυ». Ενδεικτικά, το διήγημα «Η Δασκάλα» διακρίνουν, το παρθενικό συναίσθημα, η ψυχογραφική εξέλιξη της αφήγησης, η εκφραστική λεπτομέρεια, η ευγενική, αμοιβαία συμπαράσταση δύο νέων ανθρώπων κατά τη συνοδοιπορία τους στην Πίνδο, που καταλήγουν σε ένα ειδύλλιο της φαντασίας του αναγνώστη. Σε ένα «διαμάντι», όπως χαρακτηρίστηκε το διήγημα, δημοσιευμένο το μοιραίο έτος της ζωής του διηγηματογράφου, το 1894. Θα ήταν ενδιαφέρουσα η μεταγραφή του σε μια κινηματογραφική ταινία μεσαίου μήκους, για να φανεί ότι η ψυχική συγγένεια και οι κοινές περιστάσεις μπορούν να δημιουργήσουν μια βαθιά ερωτική σχέση.
Η λάμψη και το μήνυμα
Όταν οι επιφανέστεροι κριτικοί της εποχής και μεγάλο τμήμα του τότε αναγνωστικού κοινού αναγνώριζαν την αξία του Κ. Κρυστάλλη, δεν έλειψε η αρνητική ή επιφυλακτική κριτική του έργου του -μετά το θάνατό του και αήθης- χωρίς όμως να αλλάξει την πορεία του. Κυρίως, του καταλόγιζαν δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς οι επικριτές να εμβαθύνουν στη γραφή του. Παιδί της υπαίθρου ο ποιητής, επόμενο ήταν να επηρεαστεί από τη λαϊκή ποίηση, όπως και άλλοι, πολλές φορές χρησιμοποιούσε τα εκφραστικά της μέσα -παράδειγμα ο διάλογος- με τη διαφορά ότι συνέδεε τη λαϊκή ποιητική κληρονομιά με το λόγο του, με τη δική του θεώρηση της ζωής και τελικά δημιούργησε προσωπική ποίηση. Και δεν εκτιμήθηκε από ορισμένους κριτικούς, ότι γράφοντας σε μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, στο τέλος του 19ου αιώνα, συνέβαλλε στην επικράτησή της και την πρόοδο του νεοελληνικού διηγήματος.
Οι σκληρές δοκιμασίες άφηναν με λαβωμένα φτερά τον ποιητή και όπου μπορούσε, δεν έφτασε. Η πραγματικότητα τον αδίκησε, αλλά σημασία έχει η λάμψη του έργου, που πρόφτασε να κληροδοτήσει και το μήνυμά του ως ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Αυτή η αλήθεια αφορά όλους τους εργάτες της τέχνης και της επιστήμης, αλλά τηρουμένων των αναλογιών και τα άγνωστα στους πολλούς πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ολική ή μερική ολοκλήρωση των προσπαθειών τους. Ο εξόριστος ποιητής προβάλλει την ομορφιά της Ελλάδας και το ήθος της, σε σύνδεση με το μήνυμα, ότι ο δεσμός του ανθρώπου με τη φύση είναι ανάγκη της ψυχής. Σήμερα αυτό το μήνυμα έχει πάρει δραματική διάσταση: ο σεβασμός της φύσης αποτελεί επιτακτική ανάγκη της ζωής στον πλανήτη μας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, στα δεσμά της θεοποίησης του χρήματος και της τεχνολογίας, ίσως αποζητά τη μάνα φύση, σε ώρα διαλόγου με το βαθύτερο εαυτό του. Αν εύρισκε, κατά το δυνατόν ανταπόκριση η φωνή του Κώστα Κρυστάλλη, θα είμαστε καλύτεροι άνθρωποι. «… ω φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!» έγραφε και ο Κωστής Παλαμάς. Άραγε οι δύο ποιητές μας, με τον «τρανό καημό» της φύσης, περιμένουν να τους δώσουμε ελπίδα ότι θα κατανοήσουμε επιτέλους το μήνυμά τους; Και ότι θα αγωνιστούμε για την αποτροπή συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, βαρύτερων από τις σημερινές που επιφέρουν μεγάλες καταστροφές;
Από τη βιβλιογραφία:
Κωστής Παλαμάς, «Το έργον του Κρυστάλλη»
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κώστας Κρυστάλλης». Από τη δυσεύρετη τώρα έκδοση «Κ. Κρυστάλλη άπαντα» του οίκου Μέρμηγκα, μάλλον του 1978.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, 2009.