Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
«Σκοτώσατε ανθρώπους». Σκέψεις με αφορμή την έντονη διαμαρτυρία αντιεμβολιάστριας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Στην πρόσφατη πανδημία, ένας τομέας που δοκιμάστηκε πολύ από μία μερίδα της κοινής γνώμης ήταν η ιατρική επιστήμη. Διαχρονικά βέβαια οι επιστήμονες δέχονται σκληρή κριτική από τους υποστηρικτές των παραδοσιακών αυθεντιών (εκπροσώπων θρησκειών, φιλοσοφικών συστημάτων, λαϊκιστών, ημιμαθών, αμαθών κλπ.) για αθεΐα (π.χ. Γαλιλαίος), ιδιοτέλεια, χρηματισμό από τεράστια οικονομικά συμφέροντα, συνωμοσίες, χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Εάν αποδεχτούμε τη θέση ότι οι επιστήμονες δεν μας λένε πάντοτε αλήθεια, τότε είμαστε έτοιμοι να υιοθετήσουμε οποιαδήποτε «εντυπωσιακή» είδηση σε βάρος τους (έλεγχος συνείδησης μέσω των εμβολίων, ψεκασμοί, νέες ταυτότητες, απώλεια δικαιωμάτων). Ας φέρουμε στο νου την άποψη που ενίοτε διατυπώνεται: «Το φάρμακο για τη θεραπεία του καρκίνου έχει βρεθεί, αλλά οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν συμφέροντα να μην το προωθήσουν!».
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Βασικό χαρακτηριστικό του επιστημονικού λόγου, είναι η συντεταγμένη τεκμηρίωσή του. Η επιχειρηματολογία του είναι συγκροτημένη, συμπαγής, αρθρωτή, διαυγής, στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα, σε στατιστικά στοιχεία, χρησιμοποιεί μεθόδους με αποδεδειγμένο διαχρονικά κύρος και αντέχει στην όποια κριτική. Άλλωστε η συνεχής βελτίωση της ζωής αποδεικνύει αυτή τη θέση.
Παράλληλα όμως, ο επιστημονικός λόγος δεν είναι απόλυτος. Γνωρίζει όσα γνωρίζει, επειδή μπορεί να τα υποστηρίξει και συγχρόνως είναι ανοικτός στην αναθεώρηση. Δεν έχει τη βεβαιότητα της δογματικής σκέψης. Έχει κατά νου ότι η αλήθεια των θέσεών του δύναται στο μέλλον να ανατραπεί με την αλλαγή των δεδομένων (Karl Popper: Κανόνας διαψευσιμότητας). Έτσι, αναζητά συνεχώς νέες πληροφορίες, διασταυρώνει συστηματικά την αξιοπιστία των πηγών του, μελετά και αγωνίζεται για την ερμηνεία της πραγματικότητας, μη αποκλείοντας συγχρόνως την περίπτωση σφάλματος. Ουσιαστικά διαθέτει όλους εκείνους τους μηχανισμούς που τον βοηθούν να αναθεωρήσει, να τροποποιήσει και τελικά να βρίσκεται στη σωστή πορεία.
Επιπρόσθετα, οι επιστήμονες κάποιες φορές διαφωνούν μεταξύ τους. Οι διαφωνίες αυτές είναι αναμενόμενες, προάγουν την ισχύ του επιστημονικού λόγου και γίνονται ευκαιρίες για αναθεώρηση ή και επιβεβαίωση της ορθότερης επιστημονικής άποψης. Ακόμη και όταν αυτές παρουσιάζονται με το χαρακτήρα της ρήξης, πολύ σύντομα κατορθώνεται η υπέρβαση και η άμβλυνση της όξυνσης.
Από την άλλη, ο επιστήμων χρησιμοποιεί πάντοτε επιχειρηματολογία συναφή με την επιστήμη του. Δεν θεωρητικολογεί χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, δεν αφίσταται της επιστημονικής του μεθόδου, δε συγχέει την ιδεολογία του με την επιστήμη, δεν ενδύει την όποια προσωπική του πίστη με τον μανδύα της επιστήμης του και κυρίως δεν αφήνει τα προσωπικά του συναισθήματα αλλά και τα βιώματά του να υπερισχύσουν της επιστημονικής του κατάρτισης.
Κατά συνέπεια, το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί επιστήμονες παρουσιάζονται να υποστηρίζουν προσωπικές θέσεις που οι αρμόδιες επιστήμες έχουν κρίνει ως ανακριβείς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εναλλακτικός επιστημονικός λόγος. Η απόκτηση ενός πανεπιστημιακού τίτλου αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και επαρκή προϋπόθεση πρότασης επιστημονικής θέσης.
Η πίστη λ.χ. μερικών επιστημόνων στη «δύναμη» των ωροσκοπίων -τόσο διαδεδομένων στη σύγχρονη πραγματικότητα- ή στη βασκανία ή στις διάφορες μορφές μαγείας ή σε δεισιδαιμονίες θρησκευτικού τύπου δεν συγκροτούν επιστημονική αλήθεια. Οι συγκεκριμένοι επιστήμονες, όταν μιλούν για τα παραπάνω, χάνουν τον επιστημονικό τους λόγο και σκέπτονται με βάση την πίστη ή τις ιδεοληψίες τους. Κάτι ανάλογο έγινε και με μία μικρή μειοψηφία ιατρών που αρνήθηκαν τον εμβολιασμό στη διάρκεια του covid-19.
Στο σημείο αυτό καλείται η κριτική ικανότητα του κάθε ατόμου να αποτιμήσει πότε ο λόγος του επιστήμονα είναι επιστημονικός και ακολουθεί πιστά τα κριτήρια της επιστήμης και πότε διολισθαίνει στην υποκειμενικότητα, απεκδυόμενος την επιστημονική του ιδιότητα, πότε ο επιστήμων χρησιμοποιεί την επιστημονική γλώσσα και πότε εκπίπτει στον ανορθολογισμό, προσδίδοντας κύρος, λόγω της ιδιότητάς του, σε απόψεις που ελέγχονται από αντίστοιχες επιστήμες ως εσφαλμένες. Ο σκεπτόμενος και συστηματικά ενημερωμένος πολίτης (η τραγωδία και συγχρόνως η ευλογία του ανθρώπου) καλείται να αποτιμήσει αξιολογικά τις προτάσεις του επιστήμονα, εάν και σε ποιο βαθμό αυτές παρεκκλίνουν από τον ορθό επιστημονικό λόγο.