Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Tα δάχτυλά της κινούνταν συνεχώς, πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Το πληκτρολόγιο, τοποθετημένο στο κέντρο του γραφείου, αποτελούσε προέκταση στα χέρια. Για ατελείωτες ώρες, τα χέρια αυτά έμοιαζαν να χορεύουν ρυθμικά πάνω στα πλήκτρα. Μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν μια μελωδία, όπως θα έκαναν τα πλήκτρα ενός μουσικού οργάνου αλλά αριθμητικοί λογαριασμοί. Νούμερα, πολλά νούμερα, συνδέονταν μεταξύ τους, με πράξεις και σύμβολα και γίνονταν εντολές.
Νούμερα και αριθμητικές πράξεις, μετέφεραν χρήματα, από πελάτες στην τράπεζα ή το αντίστροφο. Νούμερα γίνονταν επιταγές και αποδείξεις. Χρήματα μεταφέρονταν παντού, μέσα από τις κινήσεις των δακτύλων, στο πληκτρολόγιο της τράπεζας. Κάθε κίνησή τους απαιτούσε όλη την προσοχή του μυαλού, καθώς ο πελάτης περίμενε να γίνει η συνδιαλλαγή του.
Τα χέρια αυτά, στο πληκτρολόγιο της μεγάλη τράπεζας, ήταν της Αλίκης. Η Αλίκη, μετά από πολυετείς σπουδές στον τομέα των οικονομικών, πήρε μια θέση στην μεγάλη τράπεζα, στο κέντρο της πόλης. Μια θέση, που ήταν όνειρο ζωής. Το γραφείο της ήταν μικρό, στη μια πλευρά η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, στην άλλη το εκτυπωτικό μηχάνημα και στο κέντρο το ασύρματο πληκτρολόγιο. Η καρδιά της δουλειάς της.
Οι πελάτες περίμενα να έρθει η σειρά τους να εξυπηρετηθούν. Η ουρά αναμονής δημιουργούσε ένταση και δυσαρέσκεια. Οι περισσότεροι ήθελαν να εξυπηρετηθούν άμεσα, πολλές φορές αδιαφορώντας για τον τρόπο.
Η Αλίκη άκουγε πολλά, κάθε μέρα. Το ραντεβού που είχε αυτή τη φορά απαιτούσε περισσότερο χρόνο και η ουρά αναμονής ήταν μεγάλη. Ενώ εξυπηρετούσε τον πελάτη, το γραφείο της είχε περικυκλωθεί από κόσμο που περίμενε, αδιαφορώντας για τη δουλειά που έκανε την παρούσα στιγμή. «Θα αργήσετε πολύ ακόμη; έχουμε και δουλειές να κάνουμε!», είπε κάποιος, «Εγώ έχω ραντεβού στο γιατρό μου και έχω καθυστερήσει!», είπε μια κυρία. «Εγώ είμαι πολύ πριν από εσάς στην ουρά, θα πρέπει να περιμένετε!». «Τι λέτε κυρία μου, δεν με είδατε που στεκόμουν στην ουρά πριν από εσάς;».
Τότε μπήκε στην τράπεζα ένας κύριος, που προσπέρασε με αυτοπεποίθηση όλη την ουρά, πήγε σε μια υπάλληλο και είπε: «Μια ερώτηση θέλω να κάνω μόνο». Η ερώτηση ωστόσο κράτησε μέχρι να πραγματοποιήσει όλες του τις δουλειές και να φύγει σιωπηλά.
Ο κόσμος στην ουρά συνέχιζε να μιλά με ένταση. Η ένταση αυτή γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά, στον οποίο κλήθηκε να επέμβει η φύλαξη της τράπεζας. Η Αλίκη συνέχιζε να κάνει αριθμητικές πράξεις και να προσπαθεί να επιλύσει το πρόβλημα που είχε προκύψει στον τραπεζικό λογαριασμό του πελάτη της. Δεν είχε σηκώσει το βλέμμα της από την οθόνη του υπολογιστή. Όταν ολοκλήρωσε με αυτό που έκανε, κοίταξε τον κόσμο στην ουρά που δεν σταμάτησε να κατηγορεί και να βρίζει και είπε στον πελάτη που εξυπηρετούσε: «Δεν είμαστε καλός λαός, με το παραμικρό ένταση, τσακωμοί. Ο ένας κοιτάει πώς να επιτεθεί στον άλλον. Δεν υπάρχει ομόνοια, το αντίθετο θα έλεγα». Ο πελάτης, που ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερός της, έγνεψε καταφατικά. «Έτσι είναι αγαπητή μου, αυτό είναι γνωστό φαινόμενο στην Ελλάδα και παρατηρείται σε πολλά σημεία της ιστορίας. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά πίσω στον χρόνο. Οι περισσότεροι ευεργέτες της χώρας δικαιώθηκαν μετά θάνατον, αγωνιστές φυλακίστηκαν, άξιοι θανατώθηκαν και πέθαναν άποροι. Η ιστορία μας είναι γεμάτη από παραδείγματα. Σε αυτή τη ματιά, που φτάνει μέχρι το σήμερα, πρέπει να αναλογιστούμε ποιοι ήταν Έλληνες και ποιοι έχουν το δικαίωμα να λέγονται Έλληνες. Σε ένα θα διαφωνήσω μαζί σας…». «Σε τί;» είπε η Αλίκη. «Στον πληθυντικό που χρησιμοποιήσατε, δεν είμαστε. Μου θυμίζει μια φράση ενός πολιτικού που είπε κάποτε “μαζί τα φάγαμε (χρήματα)”. Σε αυτό θα διαφωνήσω, ένας άνθρωπος να υπάρχει, μόνο ένας, που δεν ανήκει σε αυτή τη γενίκευση, οφείλουμε να μη χρησιμοποιούμε αυτόν τον πληθυντικό».
Η Αλίκη χαμήλωσε τα μάτια και έδωσε κάποια έγγραφα στον πελάτη της πριν φύγει…






































































































