Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου
Την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκα γνωστό κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, για να αγοράσω μια συσκευή για τον οικιακό εξοπλισμό μας. Δεδομένου ότι η αγοραστική μας ικανότητα οικογενειακώς τα χρόνια της κρίσης έχει κατακρημνιστεί, αν και το ποσό της αγοράς δεν είναι δα και δραματικό, δεν θα μπορούσαμε να το εξοφλήσουμε τοις μετρητοίς. ‘Ετσι αναζητήσαμε την επιλογή της αποπληρωμής με δόσεις στο κατάστημα. Έντύπωση μου προκάλεσε ότι στο συνολικό ποσό, το οποίο πήρε έναν μικρό τόκο λόγω του δανειακού διακανονισμού των δόσεων, προστέθηκε ένα επιπλέον ποσό, που ισούται με το ένα τέταρτο του κόστους του αντικειμένου, ως «Προμήθεια Προώθησης Πίστωσης».
Ομολογώ ότι δεν το είχα εντοπίσει ξανά σε αντίστοιχες αγορές, αν και διατηρώ το ενδεχόμενο να μην το πρόσεξα ή να μην το θυμάμαι. Σε κάθε περίπτωση, η χρέωση αυτή, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, μπήκε από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση που μου έκανε ως καταναλωτή να πληρώσω ένα προϊόν με δόσεις, στις οποίες έχει ήδη μπει και ο «νόμιμος» τόκος. Αυτόματα, μου ήρθε στο μυαλό η προ ημερών ανεκδιήγητη δήλωση του υπουργού Οικονομικών πως «οι τράπεζες πλήρωσαν το «μάρμαρο» της κρίσης». Και ήρθε αυτόματα με την υπενθύμιση των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων, των χιλιάδων κατασχέσεων περιουσιών ανθρώπων, που είδαν σε ένα βράδυ μισθούς και συντάξεις να κόβονται με μπαλτά, τις απίστευτες, στα όρια του εξοργιστικού, προμήθειες συναλλαγών, ακόμα και για μια ενημέρωση στον ίδιο σου τον λογαριασμό, τις οποίες, ευτυχώς, απέσυραν, έπειτα από τη γενική κατακραυγή και τις πιέσεις της κοινωνίας.
Μου ήρθαν αυτόματα στο μυαλό μου η Μαρία, ο Λάμπρος, ο Παναγιώτης, ο Μιχάλης. Τους είχα γνωρίσει όταν συνεργαζόμουν με προγράμματα υποστήριξης αστέγων. Τότε ήταν μεταξύ 45 και 55 ετών. Άνθρωποι του μεροκάματου, μια ζωή δούλευαν με μόνο όνειρο, αυτό της μέσης ελληνικής οικογένειας. Να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Όταν ήρθε η κρίση, ήταν οι πρώτοι «αναλώσιμοι» που βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας. Και τότε, οι τράπεζες τούς πήραν τα σπίτια, επειδή αυτοί έφταιγαν που πλέον δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν την υποχρέωσή της. Της Μαρίας, θυμάμαι, το υπόλοιπο ήταν λιγότερο από 20.000 €. Ακριβό μάρμαρο, μάλλον. Στο μυαλό μου ήρθαν ο κυρ Βασίλης, ο κυρ Νίκος, ο κυρ Κώστας. ςυνταξιούχοι που τους γνώρισα στις… περιπέτειές μου στους δρόμους. «Τι να σου πω, αγόρι μου. Μέχρι σήμερα μου έχουν κόψει 11 φορές τη σύνταξη. Και πάλι από μένα σκέφτονται να κόψουν», μου είχε πει ο κυρ Κώστας, σχεδόν δακρυσμένος.
Θυμήθηκα επίσης και τον άλλο υπουργό, τον αντιπρόεδρο της σημερινής κυβέρνησης, που πριν από ενάμιση χρόνο ζητούσε την διαγραφή των χρεών του κυβερνώντος κόμματος, ενώ σήμερα προειδοποίησε με έντονο ύφος «για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας» ότι μετά τις 30 Απριλίου όσοι δεν έχουν κάνει – ή δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν – ρύθμιση, θα χάνουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες. Αυτές, που πλήρωσαν το «μάρμαρο». Θα πείτε ότι λαϊκίζω, υπουργέ μου. Μπορεί και να έχετε δίκιο. Έιλικρινά, όμως, μετά από δώδεκα χρόνια κρίσης, πείτε μου για να ξέρουμε, πόσο πια κοστίζει αυτό το «μάρμαρο».
Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – 25/02