Γράφει ο Αλέξανδρος Καζαντζίδης – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας, φύλλο Χαλανδρίου – Αγίας Παρασκευής – Παπάγου – Χολαργού – 11/01/2023
Από τα παλιά χρόνια, το σκοτεινό σπίτι σε πόλεις και χωριά ήταν συνώνυμο του πένθους ή της μιζέριας. Σε ακόμη δυσκολότερες εποχές, η «μαυρίλα» στη γειτονιά παρέπεμπε στον πόλεμο και μια υποχρεωτική συσκότιση στους βομβαρδισμούς. Ο δημόσιος φωτισμός ήταν και εξακολουθεί να είναι σύμβολο ζωής και χαράς κι ο ιδιωτικός, στα μπαλκόνια διαμερισμάτων ή στους κήπους μονοκατοικιών, φανερώνει τη διάθεση να φέρουμε το «πνεύμα των γιορτών» στο σπίτι.
Στους σημερινούς καιρούς της ενεργειακής κρίσης, συζήτηση «σήκωσε», τις προηγούμενες μέρες, το θέμα του χριστουγεννιάτικου στολισμού, ιδίως στην Αγία Παρασκευή. Δημοτικές παρατάξεις, καταστηματάρχες αλλά κι απλοί πολίτες εξέφρασαν δημόσια παράπονο για το «λίγο γιορτινό φως» σε πλατείες και δρόμους, σημειώνοντας την ανάγκη των δημοτών για ψυχική τόνωση αλλά και θετική επίδραση στην τοπική εμπορική κίνηση.
Ανάλογο ζήτημα κριτικής για τον δημόσιο χώρο τέθηκε, προ διετίας περίπου, στο Χαλάνδρι, με αφορμή τη συγκυρία εκείνη της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του ‘21. Τότε αρκετοί αιρετοί και φορείς διαμαρτυρήθηκαν γιατί ο σημαιοστολισμός δεν ήταν πλούσιος ή οργανώθηκαν ελάχιστες εκδηλώσεις. Η ανάγκη για ανύψωση του ηθικού και «απόδραση» από το κακό της πανδημίας -τη συγκεκριμένη χρονιά- ήταν, σε έναν βαθμό, δικαιολογημένη. Κανείς, προφανώς, δεν θέλει μια πόλη άφτιαχτη, αστόλιστη, σκοτεινή.
Ωστόσο, η άλλη μια κρίση του τελευταίου έτους ανάγκασε, εκ των πραγμάτων, τις δημοτικές Αρχές να βάλουν προτεραιότητες, μέσα στο ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο. Η κυβέρνηση έθεσε στους Δήμους δεσμευτικό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας κατά 10% για να λαμβάνουν την προβλεπόμενη βοήθεια από την Πολιτεία σε χρήματα και προσωπικό.
Εξάλλου, σε κάθε σχεδόν σπίτι δημότη, οι δυσκολίες ήδη οδηγούν αυτόματα την πλειοψηφία στην απόφαση να μειώσει την κατανάλωση, περιορίζοντας βασικές ανάγκες θέρμανσης, ζεστού νερού ή φωτισμού, ως υποχρεωτική λύση. Μάλιστα, πλούσιοι στολισμοί και συναυλίες χιλιάδων ευρώ θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» για αρκετούς τοπικούς άρχοντες, που παρακολουθούν σχεδόν άπραγοι τα σοβαρά προβλήματα καθημερινότητας στις γειτονιές των Δήμων τους.
Ενδεικτικά, θέση απέναντι στις επενδύσεις σε ακριβά και φαντασμαγορικά θεάματα είχε πάρει ο δήμαρχος Παπάγου – Χολαργού Ηλίας Αποστολόπουλος, πριν από λίγους μήνες: «Το να ξοδεύαμε ένα κονδύλι 80.000 – 90.000 ευρώ για κάτι εντυπωσιακό, όπως ένα λέιζερ στον Υμηττό (κάτι που όντως έπραξε διοίκηση περιοχής στους πρόποδες του βουνού) δεν το συνηθίζουμε και οι περισσότεροι θα μας κατέκριναν αν χαλούσαμε τόσα χρήματα».
Για να εμπνεύσει, λοιπόν, ένας Δήμος αισιοδοξία και να εμψυχώσει τους κατοίκους, δεν χρειάζονται επιβλητικά σκηνικά, κρυστάλλινοι πολυέλαιοι ή εκατοντάδες φώτα. Αυτό μπορεί να γίνει κατορθωτό με λιγότερα χρήματα και ουσιαστικές δράσεις για τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Άλλωστε, ακόμη και ένα -από φόβο κόστους- σκοτεινό μπαλκόνι σπιτιού, το περιμένει, στο τέλος του μήνα, μια πιθανότατη μαυρίλα του… λογαριασμού ρεύματος.