Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – Τρίτη 30-11-21 Ηράκλειο – Νέα Ιωνία – Νέα Φιλαδέλφεια/Νέα Χαλκηδόνα
Προσπαθώ μάταια εδώ και ώρες να βρω τις σωστές λέξεις να ξεκινήσω το κείμενο, αλλά περισσότερο ματαιοπονώ, παρά τα καταφέρνω. Δεν υπάρχουν λέξεις. Δεν υπάρχουν λόγια. Μεταξύ μας, η σιωπή καθαυτή κάνει περισσότερο θόρυβο. Και είναι θόρυβος αβάσταχτος.
Τις τελευταίες ημέρες χάνω τον ύπνο μου με το περιστατικό του τραγικού θανάτου του μικρού κοριτσιού στο εργαστάσιο του Κερατσινίου και άκρη δε μπορώ να βγάλω. Αλήθεια, πέφτω στο ελαφρύ μαξιλάρι του δικού μου μικρόκοσμου και τότε είναι που η εικόνα έρχεται και με στοιχειώνει. Και καλά μου κάνει, αλλά, ειλικρινά, δεν μπορώ να βρω απαντήσεις.
Προσπαθώ να συλλάβω το μέγεθος της… σκοταδοψυχίας, για να το πω κόσμια, των ανθρώπων που έβλεπαν ένα παιδάκι να αργοπεθαίνει και το μόνο που έκαναν ήταν να πλησιάσουν και να το σκουντήξουν με το πόδι για να δουν αν ζει ακόμα. Έκανα άπειρες απόπειρες για να δω και το επίμαχο βίντεο, αλλά, ομολογώ, δεν το τόλμησα. Στη σκέψη και μόνο τα χέρια μου έτρεμαν. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, ο κόμπος στο λαιμό, με πνίγει.
Η μανούλα μου, όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε συνέχεια: «Κάποια μέρα θα γίνεις κι εσύ γονιός και θα καταλάβεις». Τότε, ως νέος με τα μυαλά στα κάγκελα, δεν έδινα σημασία. Τώρα, ναι, καταλαβαίνω. Ή μάλλον, προσπαθώ να καταλάβω. Ή, για να το πω, όπως είναι, δεν θέλω να καταλάβω. Βλέπω τι θολή εικόνα που έχουν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας και μου αρκεί να τρέμουν τα χείλη από θλίψη. Και από θυμό. Από θυμό, τις καλές στιγμές, ίσως περισσότερο.
Ποιος άνθρωπος, ποιος είδε ένα παιδί πεσμένο στο έδαφος, σφηνωμένο ανάμεσα σε μια βαριά σιδερένια πόρτα και δεν έτρεξε να ρωτήσει, αν είναι καλά. Ποιος; Ποιος είναι αυτός που πήγε και το κλώτσαγε να δει αν είναι ζωντανό; Ποιος άνθρωπος φέρεται έτσι, θα βρεθεί κάποιος να μου απαντήσει; Δεν θέλω να δω το πρόσωπό του, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Η ψυχή του με νοιάζει να δω τι κουβαλάει μέσα. Άραγε, αυτός μετά γύρισε σπίτι του, φίλησε τα παιδιά του και, την ώρα που έτρωγε στο τραπεζάκι του σαλονιού, για να μπορεί να βλέπει ταυτόχρονα τηλεσκουπίδια, είπε στη γυναίκα του «α, σήμερα ένα γυφτάκι σκοτώθηκε στην πόρτα του εργοστασίου. Εγώ το βρήκα, ήταν εκεί χάμω πεσμένο κάμποση ώρα».
Θα το ξαναγράψω, μέχρι να χαραχτεί βαθιά στην ψυχή του καθενός από εμάς. Ένα παιδί έμεινε σφηνωμένο ανάμεσα σε μια πόρτα που ζύγιζε μισό τόνο για περισσότερα από 70 λεπτά κι ενώ η πόρτα ανοιγόκλεισε δύο φορές μέχρι κάποιος να φιλοτιμηθεί να πάει κοντά του. Και στο μεσοδιάστημα, περνούσαν διάφοροι τύποι από δίπλα, με κινητά και τσιγαράκια, κοιτούσαν, δεν έδιναν σημασία, ένας μάλιστα, το κλώτσησε να δει αν κινείται. Μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια: Η μικρή ήταν Ρομά. Ένα γυφτάκι, δηλαδή. Τι αξία έχει ένα γυφτάκι για την κοινωνία μας; Ποιος ασχολήθηκε, μέχρι που το θέμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις; Κανένας. Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Ή μάλλον, τα φέρνω μπροστά στο πρόσωπο να κρύψω τη ντροπή μου.
Στο μεταξύ, μόλις λίγες ημέρες πριν, σύσσωμη η «πολιτισμένη» κοινωνία τιμούσε την Διεθνή μέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών. Όλοι, πολιτικοί, κόμματα, Δήμοι, φορείς, διασημότητες, πολίτες και, κυρίως, όσοι παίρνουν αξία στην ζωή τους μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προχώρησαν σε βαρύγδουπες δηλώσεις, «να μην αφήσουμε καμία μόνη», «μην φοβάστε, μιλήστε» και λοιπές κοινοτυπίες, επειδή, έτσι αρμόζει στην ημέρα.
Λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει να γράφεται το παρόν κείμενο, ένας ακόμα «άνδρας», δολοφόνησε την γυναίκα του στη Θεσσαλονίκη. Με 23 μαχαιριές. Και, ύστερα, επειδή δεν ήταν «βλάκας», όπως είχε χαρακτηρίσει ο συνδικαλιστής αστυνομικός Μπαλάσκας, πήγε απευθείας να παραδοθεί, ώστε να γλιτώσει τη μεγαλύτερη ποινή. Και αυτό το κορίτσι, που άφησε πίσω του έναν 20χρονο γιο να προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβη, είναι η 14η που θα λείπει από την κοινωνία μας, μόνο μέσα στο τρέχον έτος.
Λίγες ώρες νωρίτερα, οι μάτσο άντρακλες που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, βρέθηκαν στο γήπεδο να παρακολουθήσουν αγώνα γυναικείου μπάσκετ και, για να υποστηρίξουν την ομάδα τους, πέταγαν αντικείμενα, έφτυναν και έβριζαν χυδαιότατα τα κορίτσια της αντίπαλης ομάδας.
Μια κοινωνία σε πλήρη αποσύνθεση. Μια κοινωνία… σκοταδόψυχων. Μια κοινωνία σε πλήρη ηθική διάλυση. Μια κοινωνία που άγεται και φέρεται από τον κάθε τυχάρπαστο ινφλουένσερ σε κάθε αηδία που θα παρουσιάσει στα μέσα δικτύωσης, αλλά που δεν νιώθει την ανάγκη να απλώσει το χέρι σε ένα 8χρονο γυφτάκι που πολτοποιείται μπροστά στα μάτια της;
Πόσο πιο κάτω μπορεί να πάει; Φοβάμαι, ακόμα και να σκεφτώ…