Γράφει ο Βαγγέλης Βογιατζής: Συγγραφέας
Γνωστή δικαστική συντάκτρια μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού προ ημερών -με ύφος και συμπιεσμένη στα σωθικά μια κυνική μικροαστική χολή παιδονόμου, που θύμιζε τις αλησμόνητες Τασσώ Καββαδία και Δέσπω Διαμαντίδου στους ρόλους της διευθύντριας και επιστάτριας αντίστοιχα του αναμορφωτηρίου θηλέων της περίφημης ταινίας «Στεφανία» (1966) του Γιάννη Δαλιανίδη με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη- αναφερόμενη στην πολύκροτη υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης, που φέρονται να υπέστησαν νεαροί από προβεβλημένο ηθοποιό, σκηνοθέτη και κορυφαίο θεσμικό παράγοντα του χώρου μέχρι την παραίτησή του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, ούτε λίγο ούτε πολύ ισοστάθμισε κατά κάποιο τρόπο τα «τάσια» στη «ζυγαριά» των ευθυνών μεταξύ θύτη και περιβάλλοντος των θυμάτων, καταλογίζοντας υπαιτιότητα στους γονείς των παιδιών για πλημμελή εποπτεία.
Τούτη η ανοίκεια και προκλητική του κοινού περί δικαίου αισθήματος τοποθέτηση, δυστυχώς, μάλλον δεν ξένισε όσους παρακολουθούν τα δημόσια πράγματα του τόπου τα τελευταία χρόνια και διαθέτουν μνήμη. Ακροατές εφάμιλλης ευτέλειας δηλώσεων είχαμε γίνει επίσης αμέσως μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβρη του 2008 από σχολιαστές – «πραιτωριανούς» του συστήματος εξουσίας εκείνης της εποχής, που αναρωτιόντουσαν με έκδηλη μοχθηρία τι ήθελε ένα 15χρονο παιδί εκείνη τη νύχτα στα Εξάρχεια, εννοώντας ότι πήγαινε γυρεύοντας και βάζοντας ανεπαίσχυντα στο ίδιο κάδρο ενοχής ένα αθώο άοπλο παιδί και έναν αδίστακτο οπλισμένο ένστολο δολοφόνο.
Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβρη του 2013, την επομένη της άγριας δολοφονίας του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από μέλος του τοπικού τάγματος εφόδου της εγκληματικής νεοναζιστικής οργάνωσης, παρουσιαστές πρωινής εκπομπής έκαναν λόγο για φονικό που έγινε μετά από συμπλοκή… οπαδών αθλητικών ομάδων για το ποδόσφαιρο, αποσιωπώντας για προφανείς λόγους την ταυτότητα των δραστών.
Μόνο σε διαβολική σύμπτωση δεν μπορεί να αποδώσει κανείς το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω εξοργιστικές και ανεκδιήγητες «δηλώσεις» ακούστηκαν από δημοσιογραφούντες σε ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά «στασίδια» παραπληροφόρησης του ίδιου καναλιού. Και βέβαια δεν ήταν το μόνο μέσο που εξέπεμψε και αναπαρήγαγε τέτοιες αθλιότητες.
Η ύπαρξη αυτού του πανίσχυρου μηχανισμού συγκάλυψης, μιντιακής «πλύσης» και αποφόρτισης ειδεχθών εγκλημάτων, αλλοίωσης των πραγματικών δεδομένων και πλεύσης σε θολά επικοινωνιακά νερά και βαλτότοπους κιτρινισμού, σε βάρος πάντα ευάλωτων ομάδων, εξηγεί το μεταγενέστερο και «αργοπορημένο», κατά τους χαιρέκακους και συμπλεγματικούς, των αποκαλύψεων και των συνακόλουθων μηνύσεων και καταγγελιών εκ μέρους των θυμάτων.
Παρόλα αυτά, το «λουλάκι» λεύκανσης της πολύμορφης συστημικής βίας, των εκφραστών και των αυτουργών της, που έχει ως βασικά συστατικά του τη στρεψοδικία και την προπαγάνδα φιλοκυβερνητικών διαύλων είναι πλέον παρωχημένο και ανίκανο να την ξεπλύνει και να την απενοχοποιήσει στις συνειδήσεις της πλειονότητας των πολιτών.