Το φθινόπωρο του 1917, όταν η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με τη δύναμη των όπλων της Αντάντ, είχαν ξεκινήσει οι μαζικές απολύσεις και διώξεις κατά των οπαδών του βασιλιά Κωνσταντίνου. Τότε άρχισαν και οι δίκες όσων κατηγορούνταν για συμμετοχή στα έκτροπα των “Νοεμβριανών” του 1916, του πογκρόμ που εξαπέλυσαν οι βασιλικοί κατά των βενιζελικών, μετά την απόβαση γαλλικών δυνάμεων στον Πειραιά. Κύριοι κατηγορούμενοι ήταν τα μέλη των Επίστρατων, της οργάνωσης των οπαδών του Κωνσταντίνου, που είχαν πρωταγωνιστήσει στο ανάθεμα του Βενιζέλου και τις βιαιοπραγίες κατά των υποστηρικτών του.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Στο ακραία φιλοβασιλικό Μαρούσι της εποχής εκείνης, ο τοπικός Σύνδεσμος των Επίστρατων ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν ιδρυθεί, με πάνδημη σχεδόν συμμετοχή των ντόπιων. Όπως διαβάζουμε στην αθηναϊκή εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, στις 14 Σεπτεμβρίου 1917 άρχισε στο στρατοδικείο η δίκη του Απόστολου Δούση και του Ιωάννη Μπούρδη, προέδρου και αντιπροέδρου αντίστοιχα των Επίστρατων Αμαρουσίου, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι «εκ συστάσεως και μετ’ άλλων αγνώστων συμπράττοντες διετάραξαν την κοινήν ειρήνην και εβιαιοπράγησαν κατά προσώπων, ήτοι κατά του εργολάβου δημοσίων έργων Δ. Μασουρίδου κατά την 19ην Νοεμβρίου του παρελθόντος έτους».
Το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας μεταφέρει περιληπτικά την εξέλιξη της δίκης. «Μάρτυρες είχον κληθή της κατηγορίας και της υπερασπίσεως πολλοί Αμαρουσιώται, οι οποίοι εβεβαίωσαν την επιβολήν των κατηγορουμένων εις τον τόπον, και ότι συνεννοούντο ούτοι με στρατιωτικούς. Μεταξύ αυτών και ο λοχαγός κ. Φεσόπουλος εβεβαίωσεν ότι οι αξιωματικοί είχον διαταγάς από τον διοικητήν της 7ης Μεραρχίας συνταγματάρχην κ. Μομφερράτον να συνεννοούνται με τους ανωτέρω κατηγορουμένους. Άλλοι κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι και δη ο δεύτερος Μπούρδης εφέρθησαν μετά συμπαθείας προς πολλούς, απέτρεψαν συλλήψεις και επρόλαβαν αντεκδικήσεις εις τας στιγμάς της εξάψεως. Άλλοι ωσαύτως μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο μηνυτής και παθών Μασουρίδης ωδηγήθη εις πρόχειρον φυλακήν υπό τους γιουχαϊσμούς και εμπτυσμούς Επιστράτων, οι οποίοι μετά στρατιωτών τον συνέλαβον εισορμήσαντες εις την οικίαν του. Η εξέτασις των μαρτύρων Μόσχου, Γαρδέλη, Πρόκου, Μήλα, Άννας Βάβουλη, Χειμωνάκη και Δαμιανού, κατηνάλωσεν όλην την πρωινήν συνεδρίασιν.»
Φαίνεται όμως ότι το κλίμα ήταν ιδιαίτερα αρνητικό για τους δύο Μαρουσιώτες: «… ο Βασιλικός Επίτροπος εζήτησεν την αυστηράν καταδίκην των κατηγορουμένων, ετόνισε δε ότι η δίκη αύτη ήτο η πρώτη των γεγονότων εκείνων. Μετά τας αγορεύσεις των συνηγόρων, το Δικαστήριον παραδεχθέν την ενοχήν των κατηγορουμένων συμφώνως με το κατηγορητήριον, κατεδίκασε τον μεν πρώτον Δούσην εις 6ετή ειρκτήν, τον δε δευτερον εις 5ετή τοιαύτην».
Λίγο καιρό αργότερα καταδικάστηκαν από το ίδιο δικαστήριο, «επί απειθεία εις τον Στρατιωτικόν Νόμον», ο Γεώργιος Πάλλης σε δύο χρόνια φυλάκιση, ο Νικόλαος Δούσης σε οκτώ μήνες και ο Νικόλαος Πρέσσας σε έξι (ΕΜΠΡΟΣ, 25 Οκτωβρίου 1917). Οι διώξεις των φιλοβασιλικών Μαρουσιωτών θα συνεχίζονταν κατά το επόμενο διάστημα, ενώ στο Μαρούσι είχε εγκατασταθεί δύναμη Χωροφυλακής από Κρήτες, ακραιφνείς βενιζελικούς, που έμειναν στη μνήμη των ντόπιων για τη βιαιότητά τους.