Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος
Στο βιβλίο του «Ιθάκη» (Εκδ. Gutenberg) ο Αλ. Τσίπρας έχει ιδιαίτερο κεφάλαιο µε τίτλο «Σύνταγµα, Εκκλησία και Κράτος» (Σελ. 526-531).
Σε αυτό σηµειώνει ότι ως πρωθυπουργός επιχείρησε να αλλάξει το άρθρο 3 του Συντάγµατος, το οποίο ορίζει τη θέση της Εκκλησίας στην Πολιτεία.
Συγκεκριµένα πρόθεσή του ήταν µε την κατάργηση της διατύπωσης περί «επικρατούσας θρησκείας» να καθιερώσει την θρησκευτική ουδετερότητα της χώρας, κατά το γαλλικό αθεϊστικό πρότυπο. Στην σηµαντική αυτή αλλαγή που επιχείρησε, µε βαθύ ιστορικό αποτύπωµα όπως σηµειώνει, συνέβαλε καθοριστικά η πολυετής και ειλικρινής ανθρώπινη επαφή και σχέση του µε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυµο.
Μαζί αναζήτησαν και κατέληξαν σε συµφωνία σε αυτό το ακανθώδες ζήτηµα. Αλλά στην αλλαγή, που επιδίωξε ο Αλ. Τσίπρας υπήρξε σχεδόν καθολική αντίδραση και διαφωνία του Οικουµενικού Πατριαρχείου και η πρόταση ποτέ δεν υπήρξε.
Η συµφωνία στην οποία κατέληξαν ο τότε πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος συνιστούσε, κατά τον Αλ. Τσίπρα έναν «επωφελή συµβιβασµό» και αφορούσε κυρίως στη µισθοδοσία του κλήρου και στην εκκλησιαστική περιουσία. Πιο συγκεκριµένα, όπως γράφει Αλ. Τσίπρας, η Πολιτεία θα απαλλασσόταν από τη δαπάνη της µισθοδοσίας του Κλήρου, µε ταυτόχρονη διασφάλιση των απαιτούµενων πόρων για την Εκκλησία, και τα δύο µέρη θα συναινούσαν στην από κοινού αξιοποίηση εκτάσεων υπό αµφισβητούµενο ιδιοκτησιακό καθεστώς, χωρίς την αναµονή οριστικής αποσαφήνισης.
Στη συµφωνία τονιζόταν ότι «εφεξής η Πολιτεία έπαυε να µισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς, αλλά θα κατέβαλλε σε ειδικό ταµείο ετήσια επιδότηση, από την οποία θα τους µισθοδοτούσε η Εκκλησία. Κατά τον Αλ. Τσίπρα, µε τον Αρχιεπίσκοπο συµφώνησαν ότι «η Εκκλησία παραιτείται από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πληµµελώς αποζηµιωθείσα περιουσία της, που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος, διασφάλιζε όµως τις οργανικές θέσεις των υπηρετούντων κληρικών, ενώ στη συνέχεια θα µπορούσε να ιδρύσει νέες θέσεις, µόνο από δικούς της πόρους».
Η εν λόγω συµφωνία δείχνει µάλλον προχειρότητα και όχι αποτέλεσµα «εξαιρετικά απαιτητικών διαπραγµατεύσεων µε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυµο και το επιτελείο του, που µάλιστα διήρκεσαν επί αρκετές ηµέρες υπό συνθήκες πλήρους µυστικότητας»… Από τη µία γράφει ότι µε τη συµφωνία η Πολιτεία θα έπαυε να µισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς και θα απαλλασσόταν από τη δαπάνη µισθοδοσίας του κλήρου και από την άλλη ότι θα διασφαλίζονταν οι απαιτούµενοι πόροι για τους µισθούς και τις συντάξεις των κληρικών µε το να καταβάλλει το Κράτος σε ειδικό ταµείο ετήσια επιδότηση, από την οποία θα τους µισθοδοτούσε η Εκκλησία… Και τα δύο δεν ήταν δυνατό να συµβούν.
Το Κράτος ή θα διέκοπτε τη µισθοδοσία και τις συντάξεις των κληρικών, ή θα τις κάλυπτε, έστω µε ετήσια επιδότηση… Επί πλέον ο Αρχιεπίσκοπος σε βιβλίο του, που εκδόθηκε το 2012 µε τίτλο «Εκκλησιαστική περιουσία και µισθοδοσία του κλήρου», γράφει: «Ακούγονται σήµερα πλείστες όσες φωνές από διαφόρους χώρους για διακοπή της µισθοδοσίας του κλήρου εκ µέρους του ∆ηµοσίου. ∆εν γνωρίζω αν θα υπάρξει κυβέρνησις που θα επιχειρούσε το τόλµηµα αυτό, ωθώντας σε δεινή περιπέτεια δέκα περίπου χιλιάδες οικογένειες και προσθέτοντας σωρεία προβληµάτων στα ήδη υπερπλεονάζοντα» (Βλ. σελ. 121).
Τελικά υπήρξε η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα που θέλησε «να επιχειρήσει το τόλµηµα» µε δική του µάλιστα συναίνεση… Η ίδια σύγχυση υπάρχει και στα όσα περιγράφει στο βιβλίο του ο Αλ. Τσίπρας όσον αφορά στην Εκκλησιαστική Περιουσία.
Πρώτα γράφει ότι τα δύο µέρη συναίνεσαν στην από κοινού αξιοποίηση εκτάσεων (της Εκκλησίας) υπό αµφισβητούµενο ιδιοκτησιακό (από την Πολιτεία) καθεστώς, και από την άλλη ότι η Εκκλησία θα παραιτείτο από οποιεσδήποτε αξιώσεις της για πληµµελώς αποζηµιωθείσα περιουσία της, που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος.
Πρώτον, όπως ελέχθη στην Ιεραρχία, η οποία συνεκλήθη µε θέµα τη συµφωνία και αν την εγκρίνει ή την απορρίπτει, δεν έχουν προσδιορισθεί από την Εκκλησία οι εκτάσεις µε το «αµφισβητούµενο ιδιοκτησιακό καθεστώς».
∆εύτερον η εκκλησιαστική περιουσία που έχει λεηλατηθεί από την Πολιτεία είναι, κατά τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυµο, το 96% αυτής που είχε υπό την κυριότητά της. Η πρότασή του, το 2012, ήταν ως Έλληνες «να συνεχίσουµε τη ζωή µας και την παράδοσή µας, χωρίς να προσθέσουµε προβλήµατα άλλα στον ταλαιπωρηµένο αυτό τόπο». Επί πλέον αυτό το 4% της αποµένουσας περιουσίας «να αξιοποιηθεί καταλλήλως από την Εκκλησία ευπρεπώς και µε διαφάνεια για έργα διακονίας και φροντίδας των ευπαθών οµάδων της κοινωνίας µας». (Βλ. σελ. 121 και 122). Αυτά µε τα οποία συναίνεσε το 2018 ο κ. Ιερώνυµος είναι διαφορετικά από εκείνα που υποστήριζε το 2012.
Στο βιβλίο του ο Αλ. Τσίπρας γράφει επίσης ότι από την πλευρά της Εκκλησίας «βασικός συνοµιλητής ήταν ο στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Κωστής ∆ήµτσας». Η ανάθεση ενός τόσο σοβαρού ζητήµατος σε λαϊκό, σε συνδυασµό µε την απόλυτη µυστικότητα των διαπραγµατεύσεων και ερήµην της Ιεραρχίας είναι ένα σοβαρό εκκλησιολογικό ζήτηµα, το οποίο επισηµάνθηκε στην Ιεραρχία του Νοεµβρίου του 2018.
Τα υπόλοιπα που αναφέρει ο Αλ. Τσίπρας είναι γνωστά, αφού έγιναν δηµόσια. Ο Αρχιεπίσκοπος στις 6 Νοεµβρίου 2018 πήγε στο Μέγαρο Μαξίµου και µαζί από τηλεοράσεως «ανακοίνωσαν επισήµως και αιφνιδιαστικά το περιεχόµενο της συµφωνίας». Κατά την ανακοίνωσή του ο Αρχιεπίσκοπος κ.Ιερώνυµος απευθυνόµενος στον Αλ. Τσίπρα είπε: «Σας ευχαριστούµε πάρα πολύ διότι πραγµατικά είσθε συντελεστής σε αυτή την ιστορική στιγµή σε ένα τόσο µεγάλο ιστορικό γεγονός, που η Εκκλησία θα µπορέσει να αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, αυτό δεν µας ενδιαφέρει, αλλά γίνεται πιο δυνατή και πιο λειτουργική στα οράµατα που έχει».
Ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 3 ουδέν είπε ο κ. Ιερώνυµος, αλλά συνεχάρη τον Αλ. Τσίπρα, που δεν πρότεινε την απαλοιφή του προοιµίου του Συντάγµατος «Εις το όνοµα της Αγίας και Οµοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Την εποµένη ηµέρα η 12µελής ∆ιαρκής Ιερά Σύνοδος, υπό την προεδρία του κ. Ιερωνύµου, µε ανακοίνωσή της, χαρακτήρισε «ιστορική τη συµφωνία». Όµως η αντίδραση κλήρου και λαού ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά της συµφωνίας και στην συγκληθείσα, στα µέσα Νοεµβρίου 2018, πάλι υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου, 82µελή Ιεραρχία τα πράγµατα εξελίχθηκαν αρνητικά για τον Αλ. Τσίπρα και τον κ. Ιερώνυµο. Ιεράρχες του έκαµαν αυστηρή κριτική για την ερήµην της Ιεραρχίας συµφωνία µε τον Αλ. Τσίπρα και τελικά αυτή καταψηφίστηκε.
Την αποτυχία του παραδέχθηκε και ο Αλ. Τσίπρας: «Το σχέδιο συµφωνίας δεν υλοποιήθηκε και δεν ήρθε ποτέ προς νοµοθέτηση. Η πολιτική συγκυρία δεν ήταν ευνοϊκή – είχαµε ήδη µπει σε εκλογική χρονιά – και ο διάλογος τελικά διακόπηκε». Πάντως εκφράζει «την βαθιά πεποίθηση» ότι αν ποτέ υπάρξει αµοιβαία αποδεκτή ρύθµιση στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, αυτή δεν θα έχει ουσιώδεις διαφορές µε αυτή που συµφώνησε µε τον κ. Ιερώνυµο. Επίσης εξέφρασε την βεβαιότητα ότι µια τέτοια λύση µόνο µε προοδευτική Κυβέρνηση µπορεί να επιτευχθεί…».









































































































