Έρευνα – Παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Η έρευνα στο θησαυρό των πληροφοριών που περιέχουν οι εφημερίδες του 19ου αιώνα για την τοπική ιστορία, μας οδήγησε πρόσφατα σε ένα εντελώς ξεχασμένο και πολύ ξεχωριστό γεγονός: την παρουσία ενός σύγχρονου αγίου στη μεγαλύτερη γιορτή του Αμαρουσίου, το πανηγύρι της Παναγίας. Ήταν τον Δεκαπενταύγουστο του 1894 όταν ο μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, νέος διευθυντής τότε της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, τέλεσε τον εσπερινό και τη θεία λειτουργία στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το γεγονός αυτό θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε κατά το δυνατόν, με τη βοήθεια των σχετικών αναφορών των εφημερίδων της εποχής.
Η προετοιμασία της γιορτής
Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου αποτελούσε στα τέλη του 19ου αιώνα το σημαντικότερο συμβάν όλου του χρόνου στο Μαρούσι. Η γιορτή ήταν από παλαιά γνωστή στην Αθήνα και τα περίχωρά της, αλλά έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής από το 1885, όταν ο μικρός οικισμός των 1300 περίπου κατοίκων συνδέθηκε με την πρωτεύουσα χάρη στον νέο ατμοκίνητο σιδηρόδρομο. Από τότε, το πανηγύρι του Αμαρουσίου έγινε ο αγαπημένος αυγουστιάτικος προορισμός των Αθηναίων, που συνέρρεαν κατά εκατοντάδες, με έκτακτα δρομολόγια του τρένου και άλλα μέσα, για να προσκυνήσουν και να απολαύσουν την δροσιά της τοποθεσίας και την ατμόσφαιρα μιας παραδοσιακής γιορτής.
Την επιμέλεια των προετοιμασιών αναλάμβανε κάθε χρόνο η τοπική κοινοτική επιτροπή, με επικεφαλής τον εκάστοτε πάρεδρο του χωριού –τον εκπρόσωπό του δηλαδή στον Δήμο Αθηναίων, όπου αυτό υπαγόταν. Οι αθηναϊκές εφημερίδες μετέδιδαν ειδήσεις για τις προετοιμασίες και καλούσαν τους αναγνώστες τους να μη χάσουν την ευκαιρία να μεταβούν στο Μαρούσι.
«Μαρούσι και πάλιν Μαρούσι», ανήγγελε ενθουσιωδώς η “ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ” στις 14 Αυγούστου 1894, δίνοντας μία εικόνα των ετοιμασιών και του προγράμματος της γιορτής. «Όλα λαμπρά, όλα ευάερα, όλα φαιδρά, όλα καθαρά και άσπιλα περιμένουν την λιτανείαν. Τα πυροτεχνήματα θα παραστήσουν άλλον ένα ουρανόν εγγύτερον αστροσπινθηροβολής, περιβαλλούσης το συγκινητικόν της τελετής. Η μουσική θα συνδεύη τας ευλογίας και τας ευχάς. Θα χοροστατήση και ο σεβ. μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος. … Τα καταστήματα του χωρίου θα φιλοξενήσωσν άπειρον κόσμον. Ο φίλος κ. Χαϊμαντάς ο ξενοδόχος, παρά το αθάνατο νερό, έχει προετοιμάσει τα καλλίτερα οψά. Βαρέλλια βαρελλίων ευγεύστου ρητινίτου θ’ ανοιχθώσιν εις κάθε μαγαζί, ίνα δροσίσουν το ψητόν της αύριον. … Η επιτροπή επί της διακοσμήσεως και προμηθείας των πάντων, εκ των κ.κ. Παναγ. Μεταξά, Γ. Μάρκου παρέδρου, Λύτσικα του φιλτάτου, Κοτζιά του εγκαρδίου και Χρ. Δαμιανού, ιδρόνει και ξιδρόνει, αλλά τα κατάφερε μία χαρά».
Η χοροστασία του Αγίου Νεκταρίου
Εκτός από τη “NΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ”, την παρουσία του μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκταρίου ανήγγειλε και το “AΣΤΥ”, στο φύλλο της παραμονής της πανήγυρης: «Ο άγιος Πενταπόλεως Μητροπολίτης Νεκτάριος θέλει χοροστατήσει κατά τον εσπερινόν και την θείαν λειτουργίαν.» Το Μαρούσι, όπως και όλη η Αττική, ανήκε τότε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Αθηνών (που δεν είχε προβιβαστεί ακόμη σε αρχιεπισκοπή), την οποία ποίμαινε το 1894 ο Γερμανός ο Β΄ (Καλλιγάς). Το έτος εκείνο ο μητροπολίτης επέλεξε να μεταβεί στη μονή Πεντέλης, που επίσης γιόρταζε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Σε τέτοιες μεγάλες γιορτές, εάν πανηγύριζαν και άλλοι ναοί της περιφέρειάς του, ήταν συνηθισμένο να αποστέλλει στη θέση του άλλον αρχιερέα, από τους ευρισκόμενους στην Αθήνα –μία πρακτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος Νεκτάριος, προερχόμενος –εκδιωχθείς για την ακρίβεια– από το ελληνορθόδοξο πατριαρχείο Αλεξανδρείας, είχε μόλις διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η Σχολή στεγαζόταν στην Αθήνα επί της σημερινής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, τότε οδού Κηφισίας, και ο εκεί ναός της του Αγίου Γεωργίου αποτελούσε πόλο έλξης των πιστών. Η φήμη του Νεκταρίου ως ιδιαίτερα μορφωμένου και φωτισμένου κληρικού είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται στην Αθήνα. Ήταν επομένως κάτι το αναμενόμενο ο μητροπολίτης Αθηνών να επιλέξει αυτόν, ανάμεσα στους παρεπιδημούντες στην πρωτεύουσα ιεράρχες, για να χοροστατήσει στη μεγάλη πανήγυρη του Αμαρουσίου.
Το γεγονός μνημονεύουν δύο ακόμη εφημερίδες, στον απολογισμό της γιορτής, αναφερόμενες στη λιτανεία της παραμονής. «Περί την εννάτην ώραν», γράφει η “AΚΡΟΠΟΛΙΣ” στις 15 Αυγούστου, «η κίνησις και η ζωηρότης είχε κορυφωθή. Ο μικρός ναός της Παναγίας είχεν υπερπληρωθή υπό των προσκυνητών. Εχοροστάτει ο Σεβ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος. Μετ’ ολίγον εγένετο η περιφορά της εικόνος της Παναγίας, διά των κεντρικωτέρων οδών και της πλατείας, παρακολουθούντος απείρου κόσμου υπό τους ήχους της μουσικής. Και όταν δε η λιτανεία είχε τελειώση ο κόσμος εξηκολούθει να μένη, μόνον δε μετά το μεσονύκτιον ότε η δρόσος εγένετο επαισθητή, ήρχισε να επιστρέφει.»
«Η λιτανεία από του ναού εξεκίνησε περί την 9 ώραν προηγουμένων των εξαπτερύγων», επιβεβαιώνει το φύλλο της ίδιας ημέρας της “ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ”, «επομένης της εικόνος και χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου. Βεγγαλικά φώτα εχρωμάτιζον τας οδούς, δι’ ων διήρχετο η εικών, προ της πλατείας δε εκάησαν και μετά την διέλευσιν της λιτανείας πυροτεχνήματα τεχνικώτατα κατασκευασμένα». Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να επισημάνουμε αναφορές στη λειτουργία της επόμενης ημέρας, την οποία σύμφωνα με το “AΣΤΥ” θα τελούσε πάλι ο Νεκτάριος.
Η παρουσία του Αγίου Νεκταρίου αποτελεί οπωσδήποτε σταθμό στη λειτουργική ζωή και ιστορία του καθεδρικού ναού του Αμαρουσίου. Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν μαρτυρείται σε άλλες πηγές. Ίσως μία έρευνα στο αρχείο του ναού να απέδιδε κάποιο σχετικό τεκμήριο. Ο Νεκτάριος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Ριζαρείου το 1908 και αποσύρθηκε στην Αίγινα, ακολουθώντας τον μοναστικό βίο. Πέθανε το 1920 στην Αθήνα και ανακηρύχθηκε άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1961. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αμαρουσίου διαθέτει σήμερα ενοριακό παρεκκλήσι που τιμά τη μνήμη του, στη συνοικία της Νέας Λέσβου.
«Σπανίως το Αμαρούσιον εφιλοξένησε τόσον κόσμον»
Επιστρέφοντας στον Δεκαπενταύγουστο του 1894, ενδιαφέρον έχει να δούμε την κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε στο Μαρούσι το έτος εκείνο. «Σπανίως το Αμαρούσιον, το γειτονικόν μας χωρίον», γράφει η “AΚΡΟΠΟΛΙΣ”, «εφιλοξένησε τόσον κόσμον, όσος μετέβη κατά την χθεσινήν του πανήγυριν. Αν είπωμεν ότι δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνεκεντρώθησαν εκεί, θα είνε ολίγον. Από της 4ης μ.μ. αλλεπάλληλαι αμαξοστοιχίαι εκ 15 και πλέον αμαξών μετέφερον τους προσκυνητάς, άνδρας, γυναίκας, παιδία κάθε τάξεως.»
Οι επισκέπτες συνέρρεαν στον ναό της Παναγίας και κατόπιν στην πλατεία –τη σημερινή πλατεία Κασταλίας– η οποία είχε μόλις διευρυνθεί. Όπως σημειώνει η “EΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ”, «η πλατεία του χωρίου η διπλασιασθείσα σχεδόν διά της κατεδαφίσεως των πέριξ οικιών, ο προ του σταθμού χώρος και η εκκλησία είχον σημαιοστολισθή, ενετικοί δε φανοί έχυνον το ασθενές αλλά γλυκύτατον φως των. Η συρροή των πανηγυριστών υπήρξεν εξαιρετική εφέτος, μόλις δε εξήρκουν τα καθίσματα και αι τράπεζαι των ξενοδοχείων Χαϊμαντά, Λημνιώτου και των άλλων περί την πλατείαν διά τους ασθενεστέρους των συρρευσάντων. Οι λοιποί κατεδικάζοντο εις διαρκή κίνησιν και συνωστισμόν απερίγραπτον. Ευτυχώς ουδέν απευκταίον συνέβη. Η ευθυμία επεκράτησεν αδιάπτωτος, ενόμιζε δέ τις ότι μίαν οικογένειαν απετέλει όλον εκείνο το πολύμορφον και πλήρες αντιθέσεων πλήθος».
Mουσική (ευρωπαϊκή και δημοτική), πυροτεχνήματα, φαγητό, ρετσίνα και μαρουσιώτικο νερό αποτελούσαν τις κύριες διασκεδάσεις των επισκεπτών. «Εις διάφορα μέρη του χωρίου είχον ιδρυθή πρόχειρα καταστήματα εν οις επωλούντο ποικίλα τρόφιμα. Παντού βαρέλια από το αθάνατο το γευστικώτατον και υγιεινότατον νερό του Αμαρουσίου» (“AΚΡΟΠΟΛΙΣ”). Η μανία με το νερό οφείλεται στο γεγονός ότι η Αθήνα τότε αντιμετώπιζε μακροχρόνιο πρόβλημα έλλειψης και ποιότητας υδάτων, με αποτέλεσμα αυτό του Αμαρουσίου να έχει γίνει εξαιρετικά περιζήτητο -το προμηθευόταν ακόμα και η Βουλή των Ελλήνων. Έτσι πολλοί Αθηναίοι προσκυνητές απολάμβαναν εδώ το αγαθό αυτό που στερούνταν στην καθημερινότητά τους.
Εν τω μεταξύ η Πεντέλη καιγόταν Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1894 αναζωπυρώθηκε μία μεγάλη πυρκαγιά που κατέκαιγε από τις 12 Αυγούστου τα δάση της Πεντέλης. Η νέα εστία βρισκόταν μάλιστα αρκετά κοντά στο Μαρούσι, στην τοποθεσία «Βαθύρεμα», η οποία ταυτίζεται με το λεγόμενο σήμερα ρέμα της (οδού) Σαπφούς, στη συνοικία της Νέας Λέσβου. Σύμφωνα με την “EΣΤΙΑ” της 16ης Αυγούστου, «καπνοί και φλόγες οφθέντες μακρόθεν ηνάγκασαν τους εν Κηφισία και Αμαρουσίω αστυφύλακας και χωροφύλακας να σπεύσωσιν εις κατάσβεσιν της νέας ταύτης πυρκαϊάς … Πρώτοι έσπευσαν ο δασάρχης κ. Κηρύκος και ο αγροτικός αστυνόμος μετά των ανδρών του αστυνομικού σταθμού Κηφισίας. Η έκρηξις εγένετο παρά τινα ασβεστοκάμινον όπου είχον συσσωρευθή πολλά μικρά δένδρα και θάμνοι, παρ’ αυτήν δε υπήρχον καί τινες άμπελοι ανήκουσαι εις τους Αμαρουσιώτας.»
Η φωτιά ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί και ο δασάρχης κατέβηκε στο εορτάζον Μαρούσι για να καλέσει τους κατοίκους του σε βοήθεια. Οι Μαρουσιώτες όμως, παρόλο που κινδύνευαν τα αμπέλια τους, είχαν άλλες προτεραιότητες: «Εν τω μεταξύ όμως ο δασάρχης κ. Κηρύκος μεταβάς εις Αμαρούσιον εζήτει την συνδρομήν των πολιτών. Αλλ’ ένεκεν της εορτής ουδείς τούτων ηθέλησε να τον ακολουθήση. Ούτος επέμεινε απειλών ότι θα κλείση τα καταστήματα αλλ’ εκείνοι διασκεδάζοντες εκώφευον, και ήθελον συμβή απευκταία αν μη υπερίσχυεν η σύνεσις. Τουναντίον οι Κηφισιώται έσπευσαν πάραυτα μετά του αστυνομικού σταθμάρχου συντελέσαντες εις την κατάσβεσιν του πυρός γενομένην τελείαν την 6ην μ.μ. ώραν.»