ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργος Πάλλης
Αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι της συνοικίας των Αγίων Αναργύρων στο Μαρούσι, έχουν ακούσει την ιστορία «του τάφου του δεσπότη», που βρέθηκε θαμμένος καθιστός, στην παλιά εκκλησία που υπήρχε στη θέση της τωρινής. Δεν πρόκειται για κάποιον αστικό μύθο, αλλά για αληθινό γεγονός που συνέβη λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του 1940. Τότε, σε εργασίες που έγιναν παρανόμως στον ναό των Αγίων Αναργύρων, βρέθηκε ένας υπόγειος τάφος με το λείψανο ενός κληρικού σε καθήμενη θέση. Δυστυχώς, το σπάνιο αυτό εύρημα καταστράφηκε χωρίς καν να καταγραφεί και να αξιολογηθεί επιστημονικά.
Με τη βοήθεια των ελάχιστων σχετικών μαρτυριών, θα επιχειρήσουμε σε αυτό το σημείωμα να ανασυνθέσουμε κατά το δυνατόν τα συμβάντα και να διατυπώσουμε ορισμένες εκτιμήσεις σχετικά με το εύρημα και τη σημασία του.
Ο παλαιότερος ναός των Αγίων Αναργύρων
Στη θέση του σημερινού ναού των Αγίων Αναργύρων, βρισκόταν η εκκλησία της Παναγίας Μαρμαριώτισσας, η σημαντικότερη από όσες χτίστηκαν στο Μαρούσι κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Επρόκειτο για ένα ναό που ακολουθούσε τον τύπο της βασιλικής, με δύο σειρές κιόνων να χωρίζουν το εσωτερικό της σε τρία μέρη (κλίτη). Η αρχιτεκτονική της έμοιαζε πάρα πολύ με εκείνη του ναού του Αγίου Ανδρέα στα Πατήσια, που είχε κτιστεί μεταξύ των ετών 1571 και 1583, ως μετόχι της μονής της Αγίας Φιλοθέης της Αθήνας. Στην ίδια περίοδο, ή λίγο αργότερα, χρονολογείται και η οικοδόμηση της εκκλησίας του Αμαρουσίου.
Το όνομα Μαρμαριώτισσα οφείλεται στο πλήθος των αρχαίων και βυζαντινών μαρμάρων που είχαν επαναχρησιμοποιηθεί στον ναό ή βρίσκονταν διασκορπισμένα γύρω του. Οι μαρμάρινοι κίονες στο εσωτερικό, τα κιονόκρανά τους, άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, ακόμα και επιγραφές, προσέδωσαν τη συγκεκριμένη επωνυμία στην Παναγία και το όνομα «Μαρμάρι» στην τοποθεσία της. Η παρουσία όλου αυτού του υλικού σημαίνει βέβαια ότι είχε αντληθεί από παλαιότερα ερείπια που θα βρίσκονταν στην ίδια θέση ή στον περίγυρό της.
Το μόνο που γνωρίζουμε σχετικά, είναι ότι το έτος 850 μ.Χ. εγκαινιάστηκε στο ίδιο πιθανότατα σημείο ένας ναός αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Αυτό αναφερόταν σε επιγραφή που βρισκόταν στο εσωτερικό της Μαρμαριώτισσας, χαραγμένη σε ένα μαρμάρινο κίονα ο οποίος ανήκε αρχικά σε εκείνη την πρώτη βυζαντινή εκκλησία. Στην επιγραφή γινόταν επίσης λόγος για τον τότε μητροπολίτη Αθηνών Νικήτα και για έναν μοναχό Νικόλαο, ο οποίος δεν αποκλείεται να ήταν ο κτήτορας εκείνου του βυζαντινού ναού.
Πολύ αργότερα, το 1870, ο ναός της Μαρμαριώτισσας αφιερώθηκε στους Αγίους Αναργύρους, με πρωτοβουλία του γηραιού αγωνιστή της Επανάστασης Γιωργάκη Πέππα, ο οποίος επισκεύασε το κτίσμα. Γύρω από την εκκλησία είχε δημιουργηθεί μικρό νεκροταφείο, από το οποίο σώζονταν ταφόπλακες μέχρι σχεδόν την εποχή της έναρξης της κατασκευής του νέου ναού, το 1972.
Οι παράνομες εργασίες του 1940
Το 1923, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Β’, ο ναός των Αγίων Αναργύρων -πρώην Μαρμαριώτισσας- κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο του κράτους, μαζί με άλλους τέσσερις μικρούς ναούς της περιοχής. Την ίδια περίοδο, το Μαρούσι άρχισε να παρουσιάζει αλματώδη πληθυσμιακή άνοδο και στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων σχηματιζόταν μια νέα συνοικία. Ο μόνος τότε ενοριακός ναός της πόλης, η Κοίμηση της Θεοτόκου, δεν επαρκούσε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του αυξανόμενου εκκλησιάσματος. Έτσι, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει στην επισκευή του ναού των Αγίων Αναργύρων, ο οποίος υπαγόταν στην Κοίμηση, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της γύρω συνοικίας.
Σύμφωνα με τον σχετικό φάκελο που φυλάσσεται στη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων (τον οποίο εξέτασα στις 12 Ιανουαρίου 2023), αρχικά ζητήθηκε η άδεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δεδομένου ότι οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν κηρυγμένο μνημείο. Τον ναό επισκέφθηκε ο Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων, ο οποίος και απαγόρευσε κάθε επέμβαση επί του κτηρίου. Παρά τη ρητή απαγόρευση, οι επίτροποι της Κοιμήσεως αποφάσισαν να προχωρήσουν παρανόμως στην «κατεδάφισην καὶ ἐκ θεμελίων ἀνοικοδόμησην» του ναού, όπως χαρακτηρίζει τις εργασίες ο δάσκαλος Ευάγγελος Δούσης, μέλος τότε του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (Αμαρυσία, αρ. φύλλου 79, 1 Απριλίου 1969). Τα άλλα μέλη ήταν ο ιερέας Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος (πρόεδρος) και οι Κωνσταντίνος Κουτσούκος, Δημήτριος Κόττος και Κωνσταντίνος Αλημαλάς.
Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τη δωρεά του συνταξιούχου γυμνασιάρχη Κωνσταντίνου Μασουρίδη, κατοίκου Αμαρουσίου, και άλλες συνεισφορές. Οι επίτροποι έλαβαν μάλιστα την έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στην οποία υπαγόταν τότε το Μαρούσι. Στη σχετική αίτησή τους, την οποία υπέβαλαν στις 22 Φεβρουαρίου 1940, αναφέρουν ότι υπήρχε «ἐπιτακτική ἀνάγκη έπισκευῆς τοῦ ἐξωκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἐκ φόβου καταρρεύσεως» και ότι «ἐζημιώνετο καί ὁ Ναός καί οἱ ἱερεῖς (της Κοιμήσεως Θεοτόκου) καθ’ ὅτι εἶχε παύσει πρό πολλοῦ ἡ τέλεσις ἱεροτελεστιῶν ἐν αὐτῷ». Σε κανένα σημείο των σχετικών εγγράφων δεν αναφέρεται ότι ο ναός ήταν κηρυγμένο μνημείο του κράτους, κάτι που οι επίτροποι μάλλον απέκρυπταν σκόπιμα.
Οι παράνομες εργασίες κατέστρεψαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον κυρίως ναό. Οι υπάρχοντες μαρμάρινοι κίονες αφαιρέθηκαν, όπως και τα αρχαία και βυζαντινά κιονόκρανα που τους έστεφαν, και στη θέση τους κατασκευάστηκαν τσιμεντοκολώνες. Ο κίονας με την επιγραφή του έτους 850, που βρισκόταν μπροστά στο τέμπλο, αφαιρέθηκε. Ο δυτικός και οι πλάγιοι τοίχοι ανοικοδομήθηκαν, με μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Η διάταξη της στέγης άλλαξε εντελώς, με την υπερύψωση του κεντρικού τμήματός της. Στον σχετικό φάκελο συναντούμε τεχνικές εκθέσεις του αρχιτέκτονα Αντωνίου Σκόκου, με σκίτσα των βασικών επεμβάσεων. Σύμφωνα με τις αποδείξεις δαπανών, οι εργασίες φαίνεται ότι είχαν ολοκληρωθεί στις αρχές του Μαρτίου του 1940. Με τις εργασίες αυτές, καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος του μνημείου, από το οποίο απέμεινε πλέον μόνο η ανατολική πλευρά, του ιερού βήματος, ενώ χάθηκαν πολύτιμα αρχαιολογικά τεκμήρια.
Η αυτοψία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Άγνωστο με ποιον τρόπο, η καταστροφική επέμβαση έγινε γνωστή στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αφού είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες. Στον ναό στάλθηκε για αυτοψία ο αρχιτέκτων της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων Ευστάθιος Στίκας. Στην έκθεση που υπέβαλε κατόπιν, αναφέρει ότι οι επίτροποι «κατέστρεψαν τό βυζαντινόν τοῦτον ναΐδριον διά τῆς άφαιρέσεως τῶν παλαιῶν μαρμαρίνων κιόνων καί τῆς ἀντικαταστάσεως αὐτῶν διά νέων ἀντιαισθητικῶν ἐκ μπετόν ἀρμέ καί διά τῆς διανοίξεως νέων παραθύρων συνετελέσθη ἡ πλήρης παραμόρφωσις τῆς ἀρχικῆς τοῦ ναϊδρίου ὄψεως».
Η Υπηρεσία ζήτησε τη δίωξη των επιτρόπων του ναού της Κοιμήσεως, τόσο από την επίσημη Εκκλησία όσο και από τις δικαστικές Αρχές. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ζήτησε την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των εργασιών, αίτημα το οποίο απέρριψε το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας (στο οποίο υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία). Σχετική αναφορά κατατέθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών τον Οκτώβριο του 1940, λίγο πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν, συντέλεσαν ώστε να μην υπάρξει συνέχεια στο θέμα και τιμωρία των υπευθύνων.
Το εύρημα του τάφου
Στην έκθεση του Ευσταθίου Στίκα δεν υπάρχει καμία αναφορά σε τάφο ή άλλα ευρήματα που τυχόν προέκυψαν κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης και ανοικοδόμησης του ναού των Αγίων Αναργύρων, ενώ δεν έχουμε εντοπίσει κανένα άλλο σχετικό έγγραφο στο Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Είναι πολύ πιθανό ότι οι υπεύθυνοι των παράνομων εργασιών απέκρυψαν το εύρημα, για να μη βρεθούν κατηγορούμενοι για την καταστροφή του.
Η εύρεση του τάφου αποδεικνύεται από γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, πέρα από τον «θρύλο» που επιζεί μέχρι σήμερα στη γειτονιά. Στις πρώτες ανήκει αυτή του σεβαστού φιλολόγου Δημήτρη Μασούρη. Στο βιβλίο του Ἱστορία τοῦ ἐν Ἀμαρουσίω καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Αμαρούσιον 1975, σελ. 19), γράφει σχετικά: «(ο παλαιός ναός) εἴχεν ὑπόγειον μικρὰν στοάν, ἐντὸς τῆς ὁποίας εὑρέθησαν κάποτε χάλκινα σκεύη καὶ ἐπιμελῶς πωματισμένον πήλινον ἀγγεῖον διακόσμητον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχεν ἕνα κλειδί. Ἐντὸς τῆς μικρᾶς ὑπογείου στοὰς (κατακόμβης) εὑρέθη καὶ ἐπισκοπικὸς τάφος. Διεπιστώθη ἀπὸ ὑπάρχοντα ταφικὰ κτερίσματα καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ ἐνταφιασθὲν σῶμα ἦτο τοποθετημένον ἐπὶ μαρμαρίνου καθίσματος». Τα παραπάνω επανέλαβε ο Δ. Μασούρης στο τεύχος Εκκλησίες και θρησκευτική ζωή στο παλιό Μαρούσι, το οποίο εξέδωσε το 1994 το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Αμαρουσίου.
Όταν ήμουν ακόμα μεταπτυχιακός φοιτητής, αναζήτησα μαρτυρίες για το εύρημα σε ηλικιωμένους Μαρουσιώτες, που μπορεί να το είχαν δει ή να γνώριζαν για αυτό, από άλλους αυτόπτες μάρτυρες. Ο Συμεών Τσάκας, του οποίου η οικογένεια έμενε σχεδόν απέναντι από τον ναό, μου διηγήθηκε στις 13 Μαρτίου 1999 τα εξής: «Όταν προπολεμικά επέκτειναν την εκκλησία, ανακάλυψαν μέσα στοές υπόγειες. Εκεί υπήρχε μια μαρμάρινη λεκάνη σφραγισμένη γύρω-γύρω με μολύβι και με ένα κλειδί επάνω. Την έσπασαν και βρήκαν μέσα παπύρους, τους οποίους πήρε κάποιος και τους πήγε στην Αθήνα. Επίσης βρέθηκε ο δεσπότης με πίσω του μια επιγραφή που έλεγε τί ήταν και ποιος. Από τα άμφια του δεσπότη πήρε η μάνα μου τρεις χρυσοκέντητους σταυρούς για φυλαχτό».


Κτίστηκε μεταξύ των ετών 1571-1583 και παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τους Αγίους Αναργύρους Αμαρουσίου. Στο εσωτερικό διακρίνονται υπόγειοι καμαροσκέπαστοι τάφοι· αντίστοιχοι τάφοι πρέπει να ήταν οι «στοές» των Αγίων Αναργύρων
Ο Μαρουσιώτης εργολάβος Ευάγγελος Πετρούτσος, που ήταν 19 ετών το 1940, θυμόταν τα εξής (αφήγηση στις 12 Νοεμβρίου 2003): «Ανέλαβε ένας Ιωάννης Μαριτίνης να χτίσει την επέκταση. Είχε πάρει και έναν μαστρο-Νώντα, μπετατζή. Έριξαν τέσσερις κολώνες από μπετόν. Όταν έσκαβαν να τις θεμελιώσουν, στο πέδιλο της ανατολικής κολώνας του νότιου κλίτους, βρήκαν τον τάφο. Το πετραχήλι ήταν ακέραιο, χρυσωμένο, (ο νεκρός) ήταν καθιστός. Όλα τ’ άλλα ήταν λιωμένα, βουλιαγμένα. Είχε τρέξει κόσμος να το δει, κάποιοι είχαν έρθει και από την υπηρεσία να τον δουν. Άλλοι τάφοι, απλοί, βρέθηκαν προς το δυτικό άκρο του νότιου κλίτους».
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιφύλαξη, καθώς δεν πρόκειται για ακριβείς περιγραφές, αλλά για αναμνήσεις μη ειδικών, διατυπωμένες δεκαετίες μετά το γεγονός. Ωστόσο είναι χρήσιμες, καθότι μοναδικές. Σε μια κριτική ανάγνωσή τους, θα πρέπει να σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι η «στοά» με το αγγείο και το κλειδί είναι ένα παλαιότερο εύρημα, αφού αναφέρεται ήδη το 1928 στο λήμμα «Αμαρούσιον» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού (τόμος Δ’, σελ. 170): «Ὁ ναὸς οὗτος εἴχεν ὑπόγειον μικρὰν στοάν, ἐντὸς τῆς ὁποίας εὑρέθησαν κάποτε χάλκινα σκεύη καὶ ἐπιμελῶς πωματισμένον πήλινον ἀγγεῖον διακόσμητον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχεν ἕνα κλειδί». Ο συντάκτης του λήμματος Κωνσταντίνος Γιολδάσης, δεν αναφέρει την πηγή του.
Οι αναφερόμενες στις παραπάνω μαρτυρίες «στοές» δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από κτιστούς υπόγειους τάφους, στεγασμένους με καμάρες. Τέτοιοι κατασκευάζονταν πολύ συχνά κάτω από το δάπεδο εκκλησιών κατά την περίοδο που κτίστηκε η βασιλική της Μαρμαριώτισσας (τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα ή τις πρώτες του 17ου). Την εκτίμηση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι τάφοι αυτού του είδους έχουν βρεθεί στον Άγιο Ανδρέα στα Πατήσια και, πρόσφατα, στον ναό των Εισοδίων στο Μετόχι της Αγίας Φιλοθέης στην Καλογρέζα, που χρονολογείται στους ίδιους χρόνους. Ο τάφος του κληρικού θα ήταν λοιπόν ένας υπόγειος θάλαμος αυτού του τύπου. Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν ότι ο νεκρός είχε ταφεί καθιστός και έφερε άμφια. Ο Μασούρης αναφέρει «μαρμάρινο κάθισμα» και ο Τσάκας επιγραφή (την οποία δεν αποκλείεται να μπέρδεψε με εκείνη του 850, που αναφερόταν στον μητροπολίτη Νικήτα).
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο «τάφος του δεσπότη» ήταν μάλλον ένας υπόγειος καμαροσκέπαστος ταφικός θάλαμος κάτω από το δάπεδο των Αγίων Αναργύρων, κατασκευασμένος στην εποχή της ίδρυσής του (τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα ή τις πρώτες του 17ου) ή σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή. Ίσως ανήκε στον άγνωστό μας κτήτορα της τότε Μαρμαριώτισσας, αφού κατασκευάστηκε μάλιστα κοντά στο ιερό βήμα. Η υπόθεση του Δημήτρη Μασούρη ότι ο νεκρός θα μπορούσε να ήταν ο μητροπολίτης Αθηνών Νικήτας, επί των ημερών του οποίου -το έτος 850- εγκαινιάστηκε εδώ ναός της Θεοτόκου, είναι μάλλον αδύναμη, διότι από επιγραφές γνωρίζουμε ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο οι μητροπολίτες της πόλης ενταφιάζονταν στην Παναγία Αθηνιώτισσα στην Ακρόπολη (τον αρχαίο Παρθενώνα). Εξάλλου, η συνήθεια της ταφής αρχιερέων σε καθιστή θέση δεν είχε καθιερωθεί ακόμη.

Ο ναός των Αγίων Αναργύρων σε φωτογραφία του 1966, η οποία αποτυπώνει τις ριζικές αλλαγές που υπέστη με τις παράνομες εργασίες του 1940.
Η πρόσοψη ανήκει στην επέκταση που πραγματοποιήθηκε το 1946
Ένα μνημείο που εξαφανίστηκε
Η καταστροφή των Αγίων Αναργύρων συνεχίστηκε μεταπολεμικά, αφότου κατέστησαν ανεξάρτητη ενορία. Το 1946 επεκτάθηκε ο κυρίως ναός προς τα δυτικά. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ζήτησε το 1953 την άδεια να κατεδαφίσει το ιερό βήμα -ό,τι απέμενε δηλαδή από το παλαιό κτίσμα- για να το ανοικοδομήσει διευρυμένο. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι της συνοικίας πλήθαιναν και ο ναός δεν επαρκούσε για το εκκλησίασμα.
Το 1966 το Δημοτικό Συμβούλιο Αμαρουσίου ενέκρινε την οικοδόμηση νέου ναού στη θέση του παρακείμενου παρεκκλησίου του Αγίου Βλάσση (με απώτερο στόχο να συνεχιστεί η διάνοιξη της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία εμπόδιζαν οι Άγιοι Ανάργυροι). Ωστόσο, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον μετέπειτα μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο Λενή, δεν ήθελε να μετακινηθεί ο ναός και υπέβαλε αίτηση αποχαρακτηρισμού του ως προστατευόμενου μνημείου, προκειμένου να τον κατεδαφίσει και να κτίσει τον νέο στη θέση του.
Ακολούθησε, το 1968, ανασκαφή ανατολικά και νότια του ναού, κατά την οποία βρέθηκαν τάφοι βυζαντινών χρόνων (του 11ου αιώνα), λείψανα ενός τοίχου και ένα πιθάρι κτισμένο μέσα στο έδαφος. Τα ευρήματα δεν κρίθηκαν σημαντικά και μεσούσης της δικτατορίας, επί του παντοδύναμου τότε μητροπολίτη Αττικής Νικοδήμου Γκατζιρούλη, οι Άγιοι Ανάργυροι αποχαρακτηρίστηκαν και κατεδαφίστηκαν. Ο νέος ναός κτίστηκε μεγαλύτερος περισσότερο σε ύψος παρά σε εμβαδόν, σε σχέση με τον προηγούμενο. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική του, με το χαρακτηριστικό ωοειδές σχήμα, εξακολουθεί να διχάζει τους ενορίτες και τους περαστικούς.
Η κατεδάφιση του παλαιού ναού και οι εκσκαφές των νέων θεμελίων πραγματοποιήθηκαν χωρίς έλεγχο και εξαφάνισαν κάθε αρχαιολογικό τεκμήριο που υπήρχε κάτω από τον πρώτο – η ανασκαφή είχε γίνει μόνο περιμετρικά του. Όσα μαρμάρινα μέλη δεν κατέληξαν στα μπάζα, μαζί με εκείνα που υπήρχαν στον αυλόγυρο, σκορπίστηκαν σε αυλές γειτονικών σπιτιών και τα περισσότερα χάθηκαν. Δύο παραπεταμένοι και θραυσμένοι κίονες απομένουν σήμερα στον κήπο των Αγίων Αναργύρων, να θυμίζουν το παλαιό «Μαρμάρι»· δύο κιονόκρανα που είχε φυλάξει ο Αριστείδης Αθανασιάδης στην αυλή του, αμέσως νότια του ναού, εκτίθενται σήμερα στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου Αμαρουσίου· άλλα μαρμάρινα θραύσματα που είχε συγκεντρώσει στον κήπο του ο Συμεών Τσάκας, διακοσμούν τώρα ταβέρνα σε χωριό της Βοιωτίας.
Οι Άγιοι Ανάργυροι και ο αρχαίος τύμβος Σωρός στην ομώνυμη περιοχή, αποτελούν τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές καταστροφές στο Μαρούσι, που στέρησαν την τοπική -και όχι μόνον- ιστορία από δύο σημαντικά μνημεία. Ο δε «τάφος του δεσπότη» θα παραμείνει ένα εύρημα που χάθηκε οριστικά για την επιστήμη και ένα ιστορικό αίνιγμα που δεν θα λυθεί ποτέ. Η περίπτωση να μάθουμε κάτι περισσότερο για αυτό στο μέλλον, είναι πλέον απίθανη.

Πεταμένοι, σπασμένοι, βανδαλισμένοι, οι δύο αυτοί κίονες, ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων, είναι ό,τι απομένει σήμερα στον παραμελημένο αυλόγυρο των Αγίων Αναργύρων για να θυμίζει την παλαιά εκκλησία που καταστράφηκε και το τοπωνύμιο «Μαρμάρι», το οποίο προσδιόριζε άλλοτε την περιοχή.