Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Ο μικρός Αλέξανδρος ήταν χαρούμενος, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο αναμονής, έφτασε ο καιρός να πάει διακοπές με τους γονείς του. Όλο τον χρόνο περίμενε να κλείσει το σχολείο, να έρθει ο Αύγουστος και να φύγει για διακοπές. Ο Αλέξανδρος, παρότι είχε ολοκληρώσει μόλις τη Δευτέρα τάξη του Δημοτικού, ήξερε να γράφει, να διαβάζει και να ζωγραφίζει πολύχρωμες εικόνες. Έτσι, όταν η μαμά του έφτιαχνε τις βαλίτσες των διακοπών, εκείνος της έδωσε να πάρει μαζί της τρία παιδικά βιβλία, μαρκαδόρους, ξυλομπογιές, μια ξύστρα και δύο μεγάλα μπλοκ με λευκές σελίδες.
Κάποια μέρα με πολλή ζέστη, ο Αλέξανδρος, η μαμά του, ο μπαμπάς του και ένας μικρός άσπρος σκύλος ξεκίνησαν το ταξίδι. Μετά από κάποια ώρα στον δρόμο της πρωτεύουσας, έφτασαν στον Πειραιά. Το μεγάλο τους αμάξι επιβιβάστηκε πρώτο και ακολούθησε η οικογένεια με το μικρό τους σκυλάκι. Ο Αλέξανδρος ενθουσιασμένος. Στα χέρια του είχε το μεγάλο άσπρο μπλοκ με ένα μολύβι που κρατούσε σημειώσεις με ότι του έκανε εντύπωση.
Όταν το καράβι ξεκίνησε, κάθισε σε μια θέση στο κατάστρωμα και παρακολουθούσε τη θάλασσα που άφριζε. Σε λίγη ώρα εμφανίστηκαν γλάροι που ακολουθούσαν το πλοίο από ψηλά. «Μαμά! Μαμά! Πώς τα λένε αυτά τα πουλιά;», «Είναι γλάροι, Αλέξανδρε», «Και γιατί έρχονται μαζί μας;», «Αλέξανδρε, κάτσε ήσυχα, είμαι κουρασμένη». Ο Αλέξανδρος παρακολουθούσε χωρίς να ρωτάει, έβλεπε τους γλάρους να πετούν πάνω από το καράβι, να βουτούν στη θάλασσα και να φωνάζουν στο πέρασμά τους. Τότε άνοιξε το μπλοκ του και ζωγράφισε τα λευκά πουλιά. Έβλεπε και κάτι μυστήρια πλάσματα στην επιφάνεια της θάλασσας, στρογγυλά, σαν μεγάλα λουλούδια, που του θύμιζαν τα αβγά που τρώει για πρωινό. «Μαμά! -φώναξε δυνατά- τι είναι αυτά;» και έδειξε τις μεγάλες μέδουσες που κολυμπούσαν πλάι στο πλοίο. Η μαμά του όμως είχε αποκοιμηθεί με το σκυλάκι στην αγκαλιά και ο μπαμπάς του φορούσε ακουστικά και μιλούσε για δουλειές στο κινητό του τηλέφωνο. Μετά από κάποιες ώρες το πλοίο έφτασε στον προορισμό του. Από μακριά φαινόταν το όμορφο νησί της Σαντορίνης. Οι επιβάτες του πλοίου είχαν μαζευτεί όλοι στο κατάστρωμα, έπαιρναν πόζες και έβγαζαν φωτογραφίες χαμογελώντας. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο της μαμάς του Αλέξανδρου. «Μόλις φτάσαμε στη Σαντορίνη! είναι υπέροχα! θα μιλήσουμε!». Ο Αλέξανδρος γύρισε προς το μέρος της μαμάς του, «Μαμά, τι θα πει Σαντορίνη;» Η μαμά του, πήρε το κινητό της τηλέφωνο, πληκτρολόγησε λίγες λέξεις και του είπε, «το όνομα προέρχεται από τη μεγαλοπρεπέστατη παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Ειρήνης στη Θήρα, τα ερείπια της οποίας ανακαλύφθηκαν το 1992…». Πριν προλάβει να συνεχίσει τις ερωτήσεις ο Αλέξανδρος, οι γονείς του είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και ετοιμάζονταν να βγουν από το πλοίο μαζί με πλήθος κόσμου. Εκείνος, πριν βγει, ζωγράφισε στο μπλοκ του μια εκκλησία και έγραψε «Σαντορίνη», λίγο πιο κει και ένα τηγανητό αβγό.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με προετοιμασία για το πρώτο μπάνιο. Σε μια πανέμορφη παραλία, γεμάτη κόσμο, ο Αλέξανδρος θα έκανε το πρώτο του μπάνιο στη θάλασσα που τόσο επιθυμούσε. Ο μπαμπάς κάρφωσε μια ομπρέλα στην άμμο και άνοιξε δύο ξαπλώστρες για εκείνον και τη σύζυγο με το σκυλάκι. Έβγαλε κινητά, φωτογραφικές μηχανές, ακουστικά, ένα τάμπλετ και ένα μικρό ψυγείο με τρόφιμα και μπύρες. Ο Αλέξανδρος πήρε την κολυμβητική του σανίδα και μπήκε στη θάλασσα. Η μαμά πήρε το κινητό στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει δυνατά στον άντρα της. «Στο χωριό της Άννας έπιασε φωτιά, προσπαθούν να τη σβήσουν από το πρωί». «Κάτσε να δω», είπε ο άντρας της και κοίταξε στο δικό του κινητό τα νέα της ημέρας. «Τόσα χρήματα έδωσε για αυτό το σπίτι, ακόμη ξεχρεώνει την πισίνα, φαντάζεσαι να φτάσει στο σπίτι της η φωτιά;», «Το άλλο το είδες; μεγάλος σεισμός στην Κίνα». Η μαμά σηκώθηκε και φώναξε στον Αλέξανδρο, «εδώ κοντά, μην απομακρύνεσαι!». Ο Αλέξανδρος κολυμπούσε χαρούμενα. Κάποια στιγμή λέει στη μαμά του με ενθουσιασμό: «Μαμά! έλα να δεις ένα όμορφο λουλούδι μέσα στη θάλασσα, πώς να λέγεται άραγε; Τι όμορφα χρώματα που έχει…» τότε μια κυρία που κολυμπούσε δίπλα του είπε: «Θαλάσσια Ανεμώνη».
Η μητέρα του, πήρε στα χέρια της το κινητό της τηλέφωνο και πληκτρολόγησε «Θαλάσσια Ανεμώνη, προσοχή μεγάλος κίνδυνος, το τσίμπημα της είναι επικίνδυνο, ανησυχούν οι κολυμβητές, προσοχή!». Έντρομη έτρεξε να βγάλει το γιο της από τη θάλασσα. Τότε ο Αλέξανδρος είπε στη μαμά του: «Μη φοβάσαι μαμά, στο σχολείο η δασκάλα μάς είπε πως όλα τα ζώα και τα φυτά είναι χρήσιμα στον κόσμο και δεν μας πειράζουν αν δεν τα ενοχλήσουμε». Η μαμά του, κούνησε το κεφάλι της και έβαλε τον Αλέξανδρο να καθίσει στην ξαπλώστρα μαζί με το λευκό σκυλάκι, «Εδώ να κάτσεις, και φρόνημα» και του έδωσε το τάμπλετ για να απασχοληθεί. Τότε η μαμά γύρισε χαμηλόφωνα προς τον άντρα της και είπε: «Τι θα κάνουμε με αυτό το παιδί; Το απόγευμα θα πάρω την ψυχολόγο να τη ρωτήσω.
Από εκείνη τη μέρα ο Αλέξανδρος ήταν φρόνιμος, έπαιζε με το τάμπλετ του και το μπλοκ του γέμισε με λευκές σελίδες…