Γράφει η Πέγκυ Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Ο Στέφανος και η Μαρία ήταν Μικρασιάτες. Οι γονείς τους και οι γονείς των γονιών τους, κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Εκεί είχαν το βιός τους, την περιουσία τους, τις ρίζες τους. Όταν οι ρίζες αυτές ξεριζώθηκαν βίαια, τα άφησαν όλα και ήρθαν στην Ελλάδα.
Ολόκληρες οικογένειες, άντρες, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά, μετακινήθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για να ξεκινήσουν από την αρχή. Οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους τίποτα από τα υπάρχοντά τους. Με τα παιδιά στην αγκαλιά και εικόνες Αγίων στα χέρια, έφυγαν. Μπορεί να μην πήραν μαζί τους τα υπάρχοντά τους, πήραν όμως την αξιοπρέπεια, την πίστη στον Θεό και μνήμες που ζουν και υπενθυμίζουν την ιστορία και τον πολιτισμό.
Ο Στέφανος και η Μαρία μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, στην Αρτάκη της Μικράς Ασίας. Μωρά ακόμη, φασκιωμένα με ύφασμα, ήρθαν στην Ελλάδα. Η οικογένεια της Μαρίας εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία της Αθήνας. Η οικογένεια του Στέφανου εγκαταστάθηκε στη Νέα Αρτάκη της Εύβοιας. Όταν και οι δύο μεγάλωσαν συναντήθηκαν τυχαία και από τότε δεν χώρισαν ποτέ. Άνοιξαν ένα κατάστημα με παραδοσιακά προϊόντα στη Νέα Ιωνία και έμειναν εκεί.
Τα προϊόντα που πουλούσαν στο κατάστημά τους ήταν λίγα αλλά εκλεκτά. Χειροποίητες χυλοπίτες, μέλι, ρίγανη, τσάι του βουνού από τη Δίρφη, μπακλαβάς από την Κύμη και παραδοσιακά γλυκά του κουταλιού από την Πορταριά Πηλίου. Παρότι το μαγαζί ήταν μικρό, ήταν πάντα γεμάτο κόσμο. Όταν η Μαρία έβγαλε ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού γέμιζε και αυτό. Εκεί κάθονταν οι πελάτες αλλά και οι διερχόμενοι περαστικοί που ήξεραν ότι θα λάβουν κέρασμα από τη Μαρία. Βύσσινο γλυκό από το Πήλιο και κρύο νερό. Τότε η Μαρία έβγαλε και άλλες ξύλινες καρέκλες στο πεζοδρόμιο.
Μια θέση ήταν πάντα πιασμένη από τον μπάρμπα Γιάννη που έμενε απέναντι. Κατέβαινε να πιάσει τη θέση πριν ακόμη ανοίξει το κατάστημα. Ο μπάρμπα Γιάννης ήταν το κοινωνικό δίκτυο της γειτονιάς, ήξερε τα πάντα για όλους και για όλα. Ποτέ δεν αγόραζε τίποτα από το κατάστημα όμως αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν, αντίθετα είχε και αυτός το κέρασμα του. Ο μπάρμπα Γιάννης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον Στέφανο, του θύμιζε τον πατέρα του, που είχε χάσει από παιδί.
Ο Στέφανος, κάθε δεκαπέντε μέρες περίπου, έφευγε ξημέρωμα, για να φέρει νέα προϊόντα στο κατάστημα. Ξεκινούσε πριν χαράξει και επέστρεφε βράδυ. Το μικρό του αμάξι δεν έτρεχε πολύ και οι στάσεις που έπρεπε να κάνει για κάθε προϊόν ήταν πολλές.
Μια Κυριακή, Κυριακή του Θωμά, ο Στέφανος άργησε λίγο. Κατέβηκε τη Δίρφυ ενώ ο ήλιος είχε δύσει στα ψηλά βουνά. Έβαλε στο αυτοκίνητο το ραδιόφωνο να παίζει και άρχισε να κατεβαίνει έναν δρόμο όλο στροφές μέσα στο πυκνό δάσος. Ο καιρός ήταν καλός και η ατμόσφαιρά καθαρή, τα έλατα εναλλάσσονταν με τα ψηλά πλατάνια και το νερό έτρεχε από το βουνό με ορμή. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ένας σταθμός από τη Χαλκίδα. Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, δύο μάτια άστραψαν στους προβολείς του αυτοκινήτου! Ο Στέφανος σταμάτησε το αυτοκίνητο. Στην άκρη του δρόμου ήταν μια μικρή αλεπού. Το γκρίζο της τρίχωμα μαρτυρούσε τη μικρή της ηλικία. Είχε χτυπηθεί στο δεξί της πόδι. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι μάλλον κάποιο αμάξι που πέρασε γρήγορα χτύπησε και εγκατέλειψε το μικρό αλεπουδάκι. Μέσα στο σκοτάδι, την ερημιά και ένα αμάξι φορτωμένο με προϊόντα, πώς να βοηθήσει το μικρό άγριο ζώο; να το πάρει μαζί του; με τι να το μεταφέρει στο γεμάτο αυτοκίνητο; Κοίταξε γύρω του, λίγα μέτρα πιο κάτω ένα μικρό εκκλησάκι. Πήρε ένα μεγάλο κουτί γεμάτο με γυάλινα βάζα γλυκό του κουταλιού. Το πήγε στην εκκλησία και άδειασε τα βάζα εκεί. Έκανε τον σταυρό του και πήρε μαζί το χάρτινο κουτί. Τύλιξε το αλεπουδάκι με ένα πανί που βρήκε στο αυτοκίνητο και το έβαλε στο κουτί. Εκείνο δεν αντιστάθηκε καθόλου, σε όλη τη διαδρομή…
Η ώρα είχε περάσει και η Μαρία, μαζί με κάποιους πελάτες που είχαν μείνει στο μαγαζί, κοιτούσε επίμονα τον δρόμο. Ώσπου ο Στέφανος έφτασε. Ξεφόρτωσε τη ρίγανη, το τσάι, τις χυλοπίτες, μερικά φρέσκα αβγά, πετιμέζι και…τη μικρή αλεπού.
Η αλεπού ήταν εξαντλημένη από το τραύμα της και έμεινε για μια εβδομάδα στο χαρτόκουτο. Σιγά σιγά άρχισε να ανακτά τις δυνάμεις της και να τρώει κανονικά. Ήταν πολύ χαρούμενη στο νέο της σπιτικό και έδειχνε την αγάπη της με χάδια σε όλους τους πελάτες που τη γνώριζαν πια με το όνομα της, Μάρω! Η Μάρω η αλεπού είχε εξημερωθεί, από την αγάπη όλων. Ιδιαίτερα την αγαπούσαν τα μικρά παιδιά και ο μπάρμπα Γιάννης που έπαιζε μαζί της με αντικείμενα που έφτιαχνε ειδικά για αυτή. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος με παιχνίδια και χαρές. Το ποδαράκι της Μάρως είχε γιατρευτεί εντελώς. Το τρίχωμα της είχε γίνει από γκρίζο ένα όμορφο πορτοκαλί. Τόση ήταν η αγάπη όλων για τη Μάρω που άλλαξαν και το όνομα του μαγαζιού για αυτή, «Παντοπωλείο η Μάρω». Από νωρίς κέρδισε και εκείνη τη δική της καρέκλα στην αυλή και κοίταζε από εκεί τον κόσμο…
Μια μέρα ήταν διαφορετική από τις άλλες. Στο μαγαζί ήρθαν τέσσερις γυναίκες και δύο άντρες· κρατούσαν ντοσιέ, χαρτιά και φορούσαν μαύρα γυαλιά για τον ήλιο. Μπήκαν μέσα στο μαγαζί και ενημέρωσαν, δείχνοντας τα χαρτιά τους, ότι είναι από μια φιλοζωική οργάνωση. Έπειτα άρχισαν να διαβάζουν νόμους και να παραπέμπουν σε άρθρα. Στο τέλος κατέληξαν στο ότι δεν επιτρέπεται να έχουν ένα άγριο ζώο μέσα στην πόλη. Όση ώρα μιλούσαν οι ξένοι, η Μάρω είχε κρυφτεί κάτω από μια ντουλάπα. Επικράτησε ένταση, κυρίως από τους πελάτες που δήλωναν την αγάπη τους για το ζώο. Τότε μια γυναίκα φόρεσε ειδικά γάντια και μετέφερε τη Μάρω με τη βία σε ένα σιδερένιο κλουβί που έλεγε «Άγριο Ζώο». Έτσι η Μάρω έφυγε από το παντοπωλείο και πήγε σε ένα κατάλληλο για εκείνη περιβάλλον.
Όταν ο Στέφανος την αναζήτησε στο καταφύγιο άγριο ζώων που την είχαν πάει, η Μάρω είχε πεθάνει…