Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Σε ένα μικρό χωριό της Πίνδου, εκεί γεννήθηκε η κυρ Αργυρώ, πριν ογδόντα επτά περίπου χρόνια. Σε ένα χωριό ξεχασμένο θαρρείς από τον κόσμο, με μια χούφτα κατοίκους. Εκεί ο χειμώνας ήταν βαρύς και το τζάκι δεν σταματούσε ποτέ να καίει μεγάλα κούτσουρα. Μια νύχτα του χειμώνα με πολύ χιόνι γεννήθηκε και η Αργυρώ. Εκείνη τη νύχτα, ο πατέρας της ο παπά Γιάννης, προσπαθούσε από νωρίς να ανοίξει δρόμο στο χιόνι, για να έρθει η μαμή να βοηθήσει στη γέννα.
Το χιόνι όμως ήταν τόσο πολύ που η μαμή δεν μπόρεσε να φτάσει εγκαίρως στο σπίτι. Πριν προλάβει να ανοίξει ο δρόμος, η Αργυρώ βγήκε από την κοιλιά της μάνας της μόνη και έκλαιγε δυνατά. Εκείνη τη νύχτα η χαρά του παπά Γιάννη ήταν τόσο μεγάλη, που περπάτησε στο χιόνι με το ράσο μέχρι την Εκκλησία για να χτυπήσει την καμπάνα χαρμόσυνα. Την επόμενη μέρα της γέννησης, της φύτεψε μια ροδιά στην αυλή, για τη νέα ζωή.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η κυρ Αργυρώ, σε ένα μικρό πετρόχτιστο σπιτάκι στην οροσειρά της Πίνδου. Σε ένα σπίτι που έφτιαξε με τα χέρια του ο παππούς με τον πατέρα της, πριν ακόμη γίνει παπάς. Στο ίδιο σπίτι μένει από τη γέννησή της μέχρι σήμερα. Όλα άλλαξαν μέσα στον χρόνο εκτός από το σπίτι αυτό.
Η μητέρα της, λίγο μετά τη γέννα, αρρώστησε βαριά. Μάταια η μαμή και ο πρακτικός γιατρός του χωριού προσπάθησαν να την κρατήσουν στη ζωή. Δεν είχε κλείσει μήνας από τη γέννηση της Αργυρώς όταν εκείνη έφυγε. Μόνος ο παπά Γιάννης μεγάλωσε το μικρό κορίτσι. Παρότι όλοι στο χωριό πρόσφεραν βοήθεια, εκείνος δεν χρειάστηκε ποτέ τίποτα, στάθηκε και μάνα και πατέρας δίπλα στο παιδί. Η Αργυρώ μεγάλωσε μέσα στην Εκκλησία του χωριού. Όσο ήταν μικρή, ο παπά Γιάννης, τη μετέφερε με ένα βαθύ καλάθι στον ναό και την άφηνε κάτω από την εικόνα της Παναγίας μέχρι να τελειώσει η Λειτουργία. Ποτέ δεν έκλαψε η μικρή. Αντί για νανούρισμα εκείνη κοιμόταν με ύμνους του μοναδικού ψάλτη της Εκκλησίας.
Ο ψάλτης, ο κυρ Στεφανής, ήταν βοσκός, άντρας ψηλός και άγριος στην όψη. Τα μεγάλα χέρια του ήταν τραχιά από τις δουλειές και το πρόσωπό του γεμάτο από βαθιές ρυτίδες. Όσο άγρια ήταν όμως η φυσιογνωμία του, τόσο μεγάλη ήταν η καλοσύνη του. Όταν ο παπά Γιάννης έφερε το μωρό με το καλάθι στην Εκκλησία άλλαξε μέχρι και τη φωνή του για να μην το ξυπνά. Όταν έβλεπε ο παπά Γιάννης έναν γίγαντα να ψέλνει στο ψαλτήρι με χαμηλή φωνή κοίταζε την εικόνα της Παναγίας και έκανε τον σταυρό του. Έτσι μεγάλωσε η Αργυρώ. Σχολείο δεν πήγε γιατί δεν υπήρχε σε κανένα κοντινό χωριό. Τα γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα της. Βιβλία για παιδιά δεν είχε, έμαθε να διαβάζει και να γράφει από το Ευαγγέλιο και τα πατερικά βιβλία της Εκκλησίας. Ήταν τόσο καλή στα γράμματα που σε πολύ μικρή ηλικία κατηχούσε τα λιγοστά παιδιά του χωριού.
Τα χρόνια περνούσαν και η Αργυρώ μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένα. Ο πατέρας της ο παπά Γιάννης πέθανε σε βαθιά γεράματα. Τα παιδιά που κατηχούσε στην Εκκλησία πέρασαν όλα στο Πανεπιστήμιο και έφυγαν από το χωριό. Όλα άλλαξαν εκτός από το πέτρινο σπίτι στο βουνό. Το σπίτι αυτό φυλάκιζε θαρρείς όλες τις μνήμες μέσα του. Χαρές, λύπες, γέλια και κλάματα. Μυρωδιά από φρέσκο ψωμί, από απλωμένη μπουγάδα, λιβάνι…
Σήμερα η Αργυρώ ξύπνησε χαράματα. Σάββατο των ψυχών. Από βραδύς είχε βράσει το σιτάρι για να φτιάξει κόλλυβα. Σε μια βαθιά γαβάθα έβαλε σιτάρι, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες… και τότε σκέφτηκε ότι της έλειπε το ρόδι. Πω, πω τι να κάνω! σκέφτηκε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Ενώ τα είχε προετοιμάσει όλα από μέρες, είχε ξεχάσει να πάρει ρόδι για τα κόλλυβα. Τότε σκέφτηκε την ροδιά στην αυλή. Το δέντρο δεν έβγαζε ρόδια εδώ και χρόνια. Βγήκε στην αυλή και πήγε στη ροδιά· πίσω από τα γερασμένα κλαδιά της ένα πανέμορφο ρόδι. Η χαρά της ήταν μεγάλη, θα έφτιαχνε τα κόλλυβά της. Τότε σκέφτηκε τον πατέρα της «για τη νέα ζωή». Πασπάλισε με κανέλα και γαρύφαλλο και τοποθέτησε τα κόλλυβα σε μεγάλη πιατέλα. Σχημάτισε έναν σταυρό με αμύγδαλα και ρόδι στο κέντρο της πιατέλας και πήρε στα χέρια της ένα λευκό χαρτί. Άρχισε να γράφει τα ονόματα των κεκοιμημένων…
Η Αργυρώ φόρεσε τα καλά της ρούχα, πήρε την πιατέλα με τα κόλλυβα και ένα πρόσφορο και πήγε στην Εκκλησία του Αϊ Γιάννη που κάποτε λειτουργούσε ο πατέρας της. Στην Εκκλησία λειτουργούσε πλέον ο παπά Νίκος, είχε γίνει πρόσφατα ιερέας στο χωριό. Δεν είχε συνηθίσει το κρύο του χωριού, μιας και ο ίδιος ήταν θαλασσινός, και ήταν συνέχεια με συνάχι. Σιγά σιγά η Εκκλησία γέμισε με κόσμο και μικρά και μεγάλα δισκάκια με κόλλυβα και χαρτιά με ονόματα αγαπημένων. Κάθε πιατέλα γεμάτη σιτάρι, γεμάτη από σπόρους. Σπόροι σύμβολα ζωής. Σπόροι που κάτω από το χώμα δεν αλλοιώνονται, δεν χάνονται, δεν πεθαίνουν, δεν βαίνουν στην ανυπαρξία αλλά στη ζωή. Ο σπόρος αναγεννάται, ανθίζει, αποκτά νέα ζωή. Έτσι και ο άνθρωπος, όπως ο σπόρος, το σιτάρι, δεν πεθαίνει, δεν μεταβαίνει στην ανυπαρξία αλλά στην αιώνια ζωή.
Ο παπά Νίκος τελείωσε τη Λειτουργία και τα δισκάκια με το σιτάρι μοιράστηκαν σε φίλους και συγγενείς. Η πιατέλα της Αργυρώς έφτασε άδεια στο σπίτι…