Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος
Ιουστίνος, κάτοικος δεύτερου ορόφου, μιας παλιάς πολυκατοικίας πάνω σε λεωφόρο. Στο διαμέρισμα δίπλα από τη σκάλα. Το διαμέρισμα αυτό δεν έβλεπε τη λεωφόρο αλλά έναν κάθετο δρόμο σε αυτή, ο Μίλτος τον χαρακτήριζε δρομάκι.
Ο Ιουστίνος συγκατοικούσε με τον φίλο του, τον Μίλτο, πολλά χρόνια. Στα χρόνια αυτά είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση αμοιβαίου σεβασμού, που γινόταν εντονότερος όταν απουσίαζε ο ένας εκ των δύο από το σπίτι. Το σπίτι αυτό, του δευτέρου ορόφου, ήταν σημαντικό και για τους δύο. Για τον καθένα σήμαινε διαφορετικά πράγματα, όπως και για την ίδια τη ζωή, είχαν και γι’ αυτό διαφορετική θεώρηση.
Μια τέτοια μέρα που ο ένας από τους δύο απουσίαζε ήταν η σημερινή. Ο συγκάτοικος του Ιουστίνου απουσίαζε και εκείνος απολάμβανε την ησυχία και το σπίτι, μόνος. Από το διπλανό δρομάκι, στο οποίο βρισκόταν ο φούρνος της Μαρίκας, ερχόταν μια υπέροχη μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί. Η Μαρίκα η φουρνάρισσα είχε μεγάλη επιτυχία στο ψωμί, ξεπουλούσε από νωρίς. Καθώς έλεγε, κρατούσε τη συνταγή από τις γιαγιάδες της, που ήταν Σμυρνιές, όπως και τον φούρνο με τα ξύλα. Στον φούρνο της δεν δεχόταν κανέναν νεωτερισμό, ούτε τηλέφωνο ήθελε, ούτε τηλεόραση ήθελε, πόσο μάλλον διαδίκτυο και κινητό τηλέφωνο… μόνο τα μαλλιά της έβαφε αλλά και αυτό δεν το παραδεχόταν. Η Μαρίκα αγαπούσε πολύ τον Ιουστίνο, αλλά εκείνος δεν εκδήλωνε κανένα ενδιαφέρον όταν την έβλεπε, παρά μόνο για το ψωμί και τα κουλούρια της…
Η μυρωδιά λοιπόν, από τον φούρνο της Μαρίκας στο μικρό δρομάκι, είχε κρατήσει τον Ιουστίνο στην ίδια θέση. Στο δωμάτιο με τη βιβλιοθήκη και το γραφείο του Μίλτου, εκεί που η μυρωδιά ήταν εντονότερη.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Ιουστίνου ήταν η αναποφασιστικότητα την οποία εκδήλωνε από μικρός. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και εκείνος μεγάλωνε, μεγάλωνε και αυτή μαζί του. Ίσως να μην ήταν αναποφασιστικότητα αλλά μια φιλοσοφημένη θεώρηση της ζωής. Ίσως να ήταν και το αποτέλεσμα της πολύ μεγάλης απόστασης μεταξύ σκέψης και πράξης. Ήταν και η αριστοκρατική του καταγωγή που βάραινε τις αποφάσεις του και συνήθως καθόταν σε ένα μέρος και δεν έκανε τίποτα. Βέβαια και το τίποτα είναι κάτι. Πολλές φορές στην ιστορία, ολόκληρη κοινωνία αλλά και μεμονωμένοι άνθρωποι, κρίνονται θετικά από αυτά που δεν έκαναν και όχι απαραίτητα από αυτά που έκαναν…αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο Μίλτος ήταν άλλος χαρακτήρας, νευρικός, γρήγορος στις κινήσεις του και αποφασιστικός· αυτά σε σχέση με τον Ιουστίνο. Ανεξάρτητα από τον τελευταίο, ήταν μορφωμένος, πολιτικοποιημένος, με έντονη δράση στην πόλη, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούσαν ζώα και φυτά… Επίσης ήταν ανύπαντρος από άποψη!
Σήμερα είχε βγει από το σπίτι, αφού μαγείρεψε για τον Ιουστίνο, για να πάει στο μουσείο. Νέα αρχαιολογικά εκθέματα προστέθηκαν σε σημαντικές συλλογές που ο ίδιος γνώριζε καλά. Ο Μίλτος είχε πολλά ενδιαφέροντα. Διάβαζε συνεχώς και όλο το σπίτι ήταν γεμάτο από σπάνια και παλιά βιβλία. Όλα αυτά τα παλιά βιβλία, σε συνδυασμό με τις ξύλινες βιβλιοθήκες, από τις οποίες τα βράδια ακούγονταν μικρά ροκανίσματα από το παλιό ξύλο και τη σκόνη, ανέδυαν ένα συγκεκριμένο άρωμα. Άρωμα από παλιό χαρτί, όμοιο με αυτό των παλιών βιβλιοπωλείων. Ένα άρωμα αγαπητό και εύκολα αναγνωρίσιμο στους ανθρώπους των γραμμάτων. Όχι όμως και στον Ιουστίνο· σε αυτόν όχι απλά δεν άρεσε αλλά τον ενοχλούσε κιόλας. Προτιμούσε τα αρώματα του φούρνου και της φύσης τις διάφορες εποχές.
Ο Ιουστίνος άλλαξε δωμάτιο και ξάπλωσε στον καναπέ, μια λεπτή ακτίνα ήλιου προσγειωνόταν στο πρόσωπό του, πράγμα που δεν τον ενοχλούσε καθόλου.
Εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου σκεπτόταν, για το πότε θα έρθει ο Μίλτος, πότε θα πάνε μαζί καμιά βόλτα, για την άνοιξη που πλησιάζει, για το αν θα φάει τώρα ή αργότερα. Σκεφτόταν και τον Μίλτο, τελευταία τον έβλεπε ανήσυχο. Κάτι έχουν πάθει όλοι και φορούν μάσκες, φαίνεται είναι νέα μόδα. Πριν προλάβει να απαντήσει στα ερωτήματα που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του, αποκοιμήθηκε· όπως οι μικροί μαθητές την ώρα που πρέπει να αρχίσει το διάβασμα. Η ακτίνα από το φως του ήλιου απομακρύνθηκε σιγά σιγά από το πρόσωπό του, μέχρι που έσβησε εντελώς.
Στη διάρκεια του ύπνου, πρέπει να έβλεπε όμορφα όνειρα. Μια έκφραση χαράς είχε ζωγραφιστεί στη… μουσούδα του, που κουνούσε διαρκώς.
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο στις σκάλες. Σηκώθηκε απότομα και έβαλε την μουσούδα του κάτω από την πόρτα της εισόδου για να μυρίσει. Δεν ήταν ο Μίλτος και ξαναπήγε στη θέση του, για να κοιμηθεί.
Ο Ιουστίνος, ένας γέρικος σκύλος, κάτοικος και αυτός μιας μεγαλούπολης, σκέφτεται και αισθάνεται, τα μικρά και ασήμαντα γεγονότα (;) της καθημερινότητας…