Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Ήταν αρχές του Αυγούστου. Η ζέστη αφόρητη, η θερμοκρασία ήταν υψηλή για πάνω από έναν ολόκληρο μήνα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο ήλιος έκαιγε την ημέρα και τα βράδια ήταν ζεστά. Όσοι μπορούσαν κατέφευγαν στις θάλασσες ή στη δροσιά των κλιματιστικών. Ακόμη και τα ζώα αναζητούσαν λίγη δροσιά και κρύβονταν από τον δυνατό ήλιο της ημέρας.
Παρά την έντονη ζέστη, πολλοί ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για τις θερινές διακοπές. Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστος, μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, το Πάσχα του Καλοκαιριού. Τα πλοία γέμιζαν με κόσμο, που παρά την ταλαιπωρία έφευγε για κάποιο τόπο διακοπών. Αυτοκίνητα γεμάτα αποσκευές, συνήθως φορτωμένα από άκρη σε άκρη, ακολουθούσαν κάποια κατεύθυνση στις οδικές αρτηρίες. Νέοι όλων των ηλικιών, με σακβουαγιάζ στην πλάτη και ακουστικά στο κεφάλι, στα καταστρώματα των πλοίων. Ερωτευμένα ζευγάρια, φίλοι, οικογένειες, άνθρωποι μοναχικοί, μικροί, μεγάλοι, όλοι είχαν κάποιον προορισμό για τον Δεκαπενταύγουστο.
Και η Ουρανία είχε σχέδια για το καλοκαίρι, ήθελε να επισκεφτεί ένα ξωκκλήσι. Το ξωκκλήσι αυτό βρισκόταν στην κορυφή του Ψηλορείτη. Σε υψόμετρο 2454 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, ένας ναός αφιερωμένος στον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου. Ο ναός αυτός χτισμένος με πέτρα, έμοιαζε να αγγίζει τον ουρανό. Το σχεδίαζε πολύ καιρό η Ουρανία, ήταν όνειρο ζωής, ήθελε να ανέβει στους γυμνούς βράχους της κορυφής και να προσκυνήσει. Είχε ενημερωθεί για όλα. Θα ανέβαινε μαζί με μια ορειβατική ομάδα που οργάνωνε την ανάβαση με έμπειρους ορειβάτες και μέλη μιας ομάδας που θα μπορούσε να παρέχει πρώτες βοήθειες εάν αυτό ήταν ανάγκη. Η Ουρανία είχε αγοράσει παπούτσια ορειβασίας, είδη πρώτης ανάγκης και άφθονο νερό. Όλα ήταν έτοιμα, σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε να εκπληρώσει ένα όνειρό ζωής, ένα τάμα που είχε εδώ και χρόνια…
Αυτά σκεφτόταν η Ουρανία ενώ βρισκόταν ξαπλωμένη σε έναν πεντάκλινο θάλαμο της παθολογικής κλινικής ενός νοσοκομείου. Μια αδιαθεσία στην αρχή και πλήθος ιατρικών εξετάσεων την έκαναν να πρέπει να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Δίπλα της ένας κύριος κοντά στα ενενήντα, ανέπνεε με μάσκα οξυγόνου. Πιο κει μια κυρία, κοιμόταν, ενώ στο χέρι τις έπεφτε σιγά σιγά ένα φάρμακο που ήταν κρεμασμένο σε ειδική συσκευή. Στον ίδιο θάλαμο μια γυναίκα, παραπονιόταν ότι πονούσε. Δίπλα της ένας ιερέας, αδυνατισμένος και αδύναμος, ξαπλωμένος με το παλιό ράσο του που αρνιόταν να βγάλει στον θάλαμο.
Η Ουρανία, κουρασμένη από τις εξετάσεις και τα φάρμακα που τις έδιναν οι νοσηλευτές, σκεφτόταν το τάμα που είχε κάνει. Στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει κάτι που ήθελε τόσο πολύ. Σκεφτόταν τη διαδρομή, τα άγρια βράχια του βουνού, τον αέρα της κορυφής. Σκεφτόταν το ξωκκλήσι,
φτιαγμένο από ξερολιθιές που μέσα στην απλότητά του λάμπει μέσα στο άγονο τοπίο. Τις λιγοστές εικόνες, φθαρμένες από τον καιρό και πολλά τάματα που άφηναν κατά καιρούς οι προσκυνητές. Σκεφτόταν το προσκύνημα.
Η μοναδική τηλεόραση που διέθετε ο θάλαμος ήταν τοποθετημένη ψηλά και μετέδιδε χωρίς φωνή τις ειδήσεις. Η Ουρανία παρακολουθούσε τους εκδρομείς που έφευγαν με βαλίτσες από στεριά και θάλασσα. Οι δημοσιογράφοι τους σταματούσαν για να τους ρωτήσουν για τις διακοπές. Τότε η Ουρανία άρχισε να κλαίει σιωπηλά.
Είχε σκοτεινιάσει, τα φώτα είχαν σβήσει στον θάλαμο και μόνο η Ουρανία και ο παπάς δεν κοιμόντουσαν. «Τι συμβαίνει παιδί μου και κλαις;» είπε ο ιερέας, γυρίζοντας με δυσκολία το σώμα του προς την μεριά της Ουρανίας. Τότε η Ουρανία άρχισε να του λέει όλα αυτά που σκεφτόταν για το τάμα της στον Ψηλορείτη. Η ώρα περνούσε και εκείνη δεν σταματούσε να μιλάει στον ιερέα, που άκουγε με αγάπη, παρά τον πόνο που τον ταλαιπωρούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να μιλάει και σκούπισε τα δάκρυά της με ένα παλιό χαρτομάντηλο. «Πάτερ -συνέχισε- είχα τόσο ανάγκη να εκπληρώσω αυτό το τάμα και να πάω στον ναό στην κορυφή του Ψηλορείτη».
Ο ιερέας μετακινήθηκε με δυσκολία στο κρεβάτι του, ήπιε μια γουλιά νερό και είπε στην Ουρανία: «Παιδί μου, έχεις εκπληρώσει το τάμα σου, στην κορυφή που λες πήγες πολλές φορές. Σημασία δεν έχει πάντα που είναι κάποιος με το σώμα του αλλά και με την ψυχή του».
Η Ουρανία δεν μίλησε ξανά εκείνο το βράδυ…