Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
www.pegifarandos.gr
Oταν οι μεγάλες ρόδες του αεροσκάφους ακούμπησαν στον διάδρομο προσγείωσης του αεροδρομίου, οι επιβάτες χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Ένα ακόμη αεροσκάφος προσγειώθηκε στον αερολιμένα των Αθηνών. Στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Άνθρωποι από κάθε σημείο του πλανήτη, κατέβαιναν από τα αεροπλάνα και αφού αναζητούσαν τις αποσκευές τους, έβγαιναν από την κεντρική έξοδο του αεροδρομίου. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο, άνθρωποι όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων. Άνθρωποι διαφορετικοί. Μια οικογένεια Αφροαμερικανών, με περίτεχνα κουρέματα και έντονα χρωματιστά ρούχα, ένα ζευγάρι Ασιατών με ηλεκτρονικές συσκευές και χάρτες στα χέρια. Βορειοευρωπαίοι με κόκκινο δέρμα από τον ελληνικό ήλιο. Έφηβοι με ακουστικά στο κεφάλι, άλλοι με μεγάλα σακίδια στην πλάτη και εξοπλισμό.
Οι βαλίτσες περιστρέφονταν στον κυλιόμενο διάδρομο. Οι επιβάτες, αφού αναγνώριζαν τις αποσκευές τους, τις έπαιρναν και έφευγαν. Όλοι έβγαιναν με βαλίτσες στα χέρια, πολλές βαλίτσες, πάρα πολλές βαλίτσες. Μαύρες, κόκκινες, μπλε, κίτρινες, άλλες με ρόδες, άλλες με ιμάντες, βαλίτσες μικρές, μεγάλες, άλλες βαριές και άλλες ελαφριές. Συνήθως με κάποιο αυτοκόλλητο με στοιχεία του ιδιοκτήτη και κάποιο άλλο με ενδείξεις στοιχείων της αεροπορικής εταιρίας.
Ο Chris μόλις είχε κατέβει από την πολύωρη πτήση του. Μια πτήση από τη Μελβούρνη στην Αθήνα. Όταν παρέλαβε τις βαλίτσες του, έβγαλε από την τσάντα του το κινητό του τηλέφωνο και άνοιξε μια εφαρμογή που του υπενθύμιζε στα αγγλικά τα απαραίτητα για το ταξίδι του. Ρούχα εξόδου, ρούχα εργασίας, ρούχα παραλίας, παπούτσια βραδινά, παπούτσια ημέρας, παπούτσια τζόκινγκ, παπούτσια παραλίας, εσώρουχα, μαγιό, σαμπουάν μαλλιών, κρέμα μαλλιών, κρέμα προσώπου, κρέμα για μετά το ξύρισμα, κρέμα αντηλιακή, κρέμα για μετά τον ήλιο, ξυριστικά είδη, καπέλο για τον ήλιο, γυαλιά ηλίου, γυαλιά οράσεως, κινητό, τάμπλετ, φωτογραφική μηχανή, φορτιστές, εφεδρική μπαταρία. Όση ώρα άκουγε τον κατάλογο με τα απαραίτητα, σκεπτόταν αν τα έχει πάρει όλα μαζί του.
Εδώ και ένα χρόνο, ο Chris είχε πάρει τις αποφάσεις του· ερχόταν στην Ελλάδα για να επισκεφτεί την πατρίδα, να επισκεφτεί τις ρίζες του. Ήθελε να ξεκουραστεί από ατέλειωτες ώρες δουλειάς, σε πολυεθνική εταιρία, ως ηγετικό στέλεχος. Είχε κουραστεί και ήθελε να επαναπροσδιορίσει πολλά πράγματα στη ζωή του. Προπάντων ήθελε να βρει τον ίδιο του τον εαυτό. Να βρει το κέντρο του, όπως έλεγε. Μια σειρά επισκέψεων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας είχαν αυτό το σκοπό. Επίσκεψη στην ιστορική πρωτεύουσα, στην Ακρόπολη, στα Μουσεία αλλά και στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Χαλκιδική, σε μια φίλη που είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο, σε έναν καλό πελάτη. Όλα τα είχε προγραμματίσει και καταγράψει σε καλά οργανωμένους φακέλους στο κινητό του, και όλα είχαν τον ίδιο σκοπό.
Καθώς σκεφτόταν, σήκωσε τον κεφάλι του και είδε ότι στα διπλανά καθίσματα είχαν καθίσει δύο μοναχοί. Ο Chris, κοίταξε προς το μέρος τους, χαιρέτησε και ρώτησε αν μπορούσε να τους βοηθήσει σε κάτι, «περιμένετε τις αποσκευές σας; Θα μπορούσα να σας τις φέρω εγώ αν θέλετε». Οι μοναχοί χαμογέλασαν στον Chris και ο ένας από τους δύο είπε, «ο Θεός να σε έχει καλά αλλά δεν έχουμε αποσκευές». Τότε ο Chris κοίταξε τις βαλίτσες του που ήταν καλά τοποθετημένες στα πόδια του. Βαλίτσες μικρές και μεγάλες. Τότε έκλεισε το κινητό του, που δεν σταμάτησε να στέλνει ειδοποιήσεις για νέα μηνύματα και πολύ διακριτικά παρατηρούσε τους μοναχούς, που του είχαν κινήσει την προσοχή.
Τα μακριά μαύρα ράσα κάλυπταν τα φθαρμένα τους παπούτσια. Τα πόδια τους πατούσαν στο έδαφος και το σώμα τους ήταν ελαφρώς σκυφτό πάνω από τα χέρια. Στα χέρια τους κρατούσαν και οι δύο από ένα μαύρο, χοντρό, μάλλινο σκοινί με κόμπους. Με τα δάχτυλά τους, έπιαναν κάθε κόμπο ξεχωριστά και με έναν ήρεμο ρυθμό προχωρούσαν στον επόμενο κόμπο. Ο Chris ήθελε να μάθει και με εμφανή την ξένη του προφορά, είπε, «δεν θέλω να σας ενοχλήσω αλλά θα μπορούσατε να μου πείτε γιατί το κάνετε αυτό με τα χέρια σας, είναι κάποια γυμναστική;» Ο ένας από τους δύο μοναχούς χαμογέλασε και έδωσε στα χέρια του το μεγάλο κομποσκοίνι. «Αυτό που κρατάμε στα χέρια μας λέγεται κομποσκοίνι, κάθε κόμπος είναι και μια ευχή, μια προσευχή» και έδειξε στον Chris τον τρόπο που κρατείται στα χέρια. «Και για ποιόν προσεύχεσθε;» είπε ο Chris, καθώς προσπαθούσε να συγχρονίσει τα χέρια. «Για όλο τον κόσμο», είπε ο μοναχός. Ο Chris, χωρίς να σταματήσει να περνά με τα δάχτυλά του κάθε κόμπο, συνέχισε να ρωτά τους μοναχούς, σαν ένα μικρό παιδί που ήθελε να μάθει διάφορα. «Και πού πάτε χωρίς αποσκευές – θέλω να πω – πού μπορεί να πάει κάποιος χωρίς να έχει μαζί του κάποια από τα αναγκαία πράγματά του;» Τότε απάντησε ο δεύτερος μοναχός, που ήταν και μεγαλύτερος σε ηλικία, «δεν χρειαζόμαστε υλικά πράγματα, έχουμε μαζί μας τον Θεό» και χαμογέλασε. «Ήρθαμε στην Αθήνα για ένα διακόνημα και επιστρέφουμε στο Άγιο Όρος. Εκεί να δεις πόσες αποσκευές έχουμε…» Τότε ο Chris είπε: «Τώρα κατάλαβα, έχετε στο σπίτι σας εκεί τα πράγματα σας, o.k!» Οι μοναχοί, που δεν είχαν δυσανασχετήσει με τις πολλές ερωτήσεις, χαμογέλασαν και συνέχισαν να απαντούν. «Δεν κατάλαβες καλά, στο Άγιο Όρος δεν έχουμε σπίτι αλλά ένα μικρό κελί μέσα στα βράχια, δεν έχουμε σχεδόν τίποτα μέσα σε αυτό, παρά μόνο δυο τρία πιάτα και μερικά κουτάλια. Δεν έχουμε σχεδόν τίποτα, όμως έχουμε τον Θεό και έχουμε τα πάντα…».
Τότε ένας ηλεκτρονικός ήχος ακούστηκε από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου και ειδοποίησε τους ταξιδιώτες «Η πτήση για Θεσσαλονίκη θα πραγματοποιηθεί από την είσοδο Ε37 σε δέκα λεπτά». Τότε οι μοναχοί, σηκώθηκαν και οι δύο μαζί και είπαν στον Chris «Αγαπητέ Χρύσανθε, ο Θεός να είναι πάντοτε κοντά σου» και προχώρησαν προς τον μεγάλο διάδρομο.
Η ώρα περνούσε. Ταξιδιώτες, όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων, μαζί με μικρές ή μεγάλες βαλίτσες, περνούσαν από τους μεγάλους διαδρόμους του αεροδρομίου. O Chris, που κρατούσε ακόμη στα χέρια του το κομποσκοίνι, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, έχοντας μέσα του μια χαρά. Είχε πάρει την απόφασή του. Άφησε όλες τις βαλίτσες πίσω του και επιβιβάστηκε στην επόμενη πτήση για Θεσσαλονίκη. Ο προορισμός του, το Άγιο Όρος…