Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πως έγινε τούτο το φονικό.
… Κύριε, βόηθα να το ξεριζώσουμε».
Γιώργος Σεφέρης
Δεν είναι μόνη «Η Νεότητα της Ελευθερίας» στο προαύλιο του Πολυτεχνείου της Αθήνας, μες στη βαθιά νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 1973. Άρχισαν να φτάνουν κοντά της πολλοί και πολλές, όμοιας ηλικίας, από τον κόσμο της Ιστορίας των Ελλήνων! Ήρθαν να προσκυνήσουν στο Ναό της Παιδείας, απ’ όπου ήχησε σάλπισμα μεγαλόπνοου αγώνα εναντίον της δικτατορίας 1967, στις 14/11/1973.
Προπορεύτηκαν οι νέοι των Πλαταιών, το άνθος της αρχαιοελληνικής πόλης, οι μόνοι που πολέμησαν και πέθαναν μαζί με τους Αθηναίους του Μαραθώνα. Δίπλα τους «ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος / και το μικρό βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης». Οι νεαροί ακρίτες των βυζαντινών συνόρων δικαιωμένοι, αφού «Ο Διγενής δεν πέθανε».
Έχουν πάρει θέση και τα παιδιά της τουρκοκρατούμενης πατρίδας, με ανεξίτηλα τα δάκρυά τους από τον καιρό που τραγουδούσαν κρυφά «Ως πότε παλικάρια», την κραυγή του πρωτομάρτυρα Ρήγα. Κι ακόμα πώς θα έλειπαν οι Έλληνες φοιτητές των ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού, οι πολεμιστές του «Ιερού Λόχου». Άφησαν για κάποιες ώρες τον τόπο της θυσίας τους για την Ελευθερία της Ελλάδας! Το Δραγατσάνι του Ιουνίου 1821…
Κατέβηκαν από τα αλειτούργητα βουνά «Ο χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας» και οι συμπολεμιστές του, με ξεχωριστή λάμψη. Πρώτοι διέλυσαν τον μύθο του αήττητου Άξονα. Δεν άργησαν τα παιδιά της Κατοχής. Στην επέτειο του Μεγάλου Σηκωμού αποφασίσανε τη «Μεγάλη Έξοδο» στην Αθήνα «με πάνου ως κάτω απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι… Και τα θηρία την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα2».
Από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μια φοιτήτρια προηγείται κρατώντας ένα ανώνυμο λεύκωμα με χαρακτικά του 1943: «Το προαύλιο του Πανεπιστημίου εξαγνίζει… Οι φοιτητές … μάχονται και πέφτουν δολοφονημένοι από τους γερμανοέλληνες πράκτορες της Γκεστάπο». Το Νοέμβρη του 1941 είχαν ακούσει τον καθηγητή τους Νικόλαο Βέη να ανακοινώνει το διάγραμμα των παραδόσεων του έτους 1941-42: Ρήγας Βελεστινλής – Διονύσιος Σολωμός! Στο πλακόστρωτο έξω από την αίθουσα, βροντούσε η μπότα του Γερμανού φρουρού… Για το μεγάλο προσκύνημα, ξεκίνησαν και αντάρτες νεαροί με ανταρτοπούλες της «Ελεύθερης Ελλάδας», οι επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αντίστασης εναντίον της φασιστικής τυραννίας.
Δεν ξέχασαν την άγια βραδιά οι νέοι της Κύπρου, θυμίζοντας «Τα Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας, δίπλα στην λαιμητόμο της «πολιτισμένης» Βρετανίας… Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, αφού είχε υψώσει το νέο Αρκάδι, ο Μιχαλάκης Καραολής και πολλά άλλα ηρωικά παλικάρια. Μεταξύ τους ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, μόλις 17 ετών αγωνιστής και τρυφερός ποιητής: «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα. / Μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό…».
«Στο μέτωπό σου έγιναν βάγια
τ’ αγκάθια τα μαρτυρικά».
Άγνωστου ποιητή
Μιλούν σιγανά οι προσκυνητές, καθένας με τη σειρά του, για τους 10.000 περίπου αγωνιστές του Πολυτεχνείου – νέους και νέες της Ανώτατης Εκπαίδευσης, μαθητές, μαθήτριες, εργαζόμενους, εργαζόμενες:
Σας γνωρίζουμε… Από το Φως που εκπέμψατε. Όταν, παρά τα γεγονότα καταδίκης του φασισμού, ήταν «σβησμένες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα».
Σας γνωρίζουμε… Θυμόμαστε τα πανανθρώπινα συνθήματα, με τα φτερά του ραδιοφωνικού σταθμού σας: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».
Η φωνή σας συντάραζε κάθε ευαίσθητο πολίτη: «Αυτή τη στιγμή να κατεβείς… Όλοι σήμερα, αυτήν την αυγή, περιμένουν να δουν αύριο, το λαό περήφανο να κυβερνάει».
Και καθώς εγκληματούσε, σιδερόφραχτη η ανομία εναντίον σας, πώς να ξεχάσουμε τις εκκλήσεις σας, γαλλικά και ελληνικά: «Attention! Attention! Προσοχή! Προσοχή! Έχομε νεκρούς. Θέλομε γιατρούς, γιατρούς, γιατρούς».
Σας γνωρίζουμε… 3 ημέρες δίνατε τη φοβερή μάχη. 17 του Νοέμβρη, το Μεγάλο Σάββατο της θυσίας, ώρα 03.03 τη νύχτα, πολλοί ψάλλατε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα δίπλα από του Σχολειού σας την Πύλη. Τότε ακριβώς, την γκρεμίζει το άρμα μάχης, το τέρας, λαβώνοντας τα μαρτυρικά σας σώματα. Το όνειδος της εισβολής στον Ιερό χώρο της Γνώσης, ήταν ιστορικό, εφιαλτικό γεγονός…
Ύστερα, ήμαστε κι εμείς μπροστά στο ραδιοφωνικό σταθμό. Συγκλονισμένος και συγκλονιστικός ο εκφωνητής απευθυνόταν σε όλον τον κόσμο, απαγγέλλοντας κι αυτός τους αθάνατους στίχους:
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού, την τρομερή.
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!
Υπό το κράτος της αστυνομικής και στρατιωτικής βίας, σε λίγο μια καινούρια «Μεγάλη Έξοδος» άρχιζε…
«Στα μάτια των νεκρών το μήνυμα διαβάσαμε.
Για μια λεύτερη ζωή»
Μετά από ένα μήνυμα αυτής της σημασίας, η Άνοιξη Ελευθερίας ουδέποτε είναι δυνατόν να πεθάνει. Ανιστόρητοι και μωροί οι απολογητές του φασισμού, πίστεψαν ότι θα δολοφονούσαν το ελεύθερο πνεύμα της Ελλάδας και τα πάντα έπραξαν για να πετύχουν τον σκοπό τους. Ασφαλώς και αγνόησαν χιλιάδες πολίτες, που μέρα και νύχτα πλημμύριζαν τους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο, για συμπαράσταση και κάθε βοήθεια στον αγώνα του.
Δεκάδες σκότωναν ακόμη και με υπερθηριώδη κομπασμό – όπως τον έφηβο Διομήδη Κομνηνό. Μετά την «Έξοδο», τους ελεύθερους πολιορκημένους «ανέθεσαν» στο ανύπαρκτο έλεος της αστυνομίας τους. Πολλούς φυλάκισαν, όλους τους συκοφάντησαν. Συγχρόνως όμως, άνοιγαν με τα χέρια τους το βάραθρο, όπου τους γκρέμισε η δυστυχής Κύπρος. Τιμωρός και θύμα τους, που επί 46 χρόνια εξακολουθεί να βασανίζεται – με δυσοίωνο το μέλλον της …
Οι νυχτερινοί, δακρυσμένοι προσκυνητές του μεγαλύτερου Σχολείου της Ελλάδας, εκτιμούν: Χωρίς ουδεμία κομματική χειραγώγηση, ξέσπασμα του μαύρου καιρού, άοπλη η νιότη του Πολυτεχνείου… Ακολούθησε την ελληνική, προαιώνια παράδοση των αγώνων υπέρ της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης. «Καύχημα νέον»! θα έγραφε ξανά ο Ανδρέας Κάλβος.
Και αναστοχάζονται οι ταξιδευτές: Δεν προσκύνησαν ηττημένους· παρά το αιματηρό τίμημα της πάλης τους. Στη σύγκρουση με τον σκοταδισμό, νίκησαν. Ο ζόφος καταδικάστηκε, το Φως διαχρονικά παρέμεινε. Οι εχθροί της Ελλάδας δεν είχαν βλέμμα για το Φως. Στο Πολυτεχνείο είδαν τον τρόμο τους. Απροκάλυπτο τον ελληνικό λαό απέναντί τους. Οι τύραννοι είχαν ηττηθεί.
Χαράζει η αυγή. Γι’ αυτή τη βραδιά οι ιστορικοί προσκυνητές αρχίζουν να αποχαιρετούν τους μαθητές τους. Σεμνοί, όπως πάντα. Και με γνώση της Ιστορίας: Όσο υπάρχουν αγωνιστές και αγωνίστριες για τον «υπέρ πάντων» αγώνα, ματωμένη η Ελευθερία θα περπατά σε κάθε χώρα! Και από τα βάθη της καρδιάς όλων η ευχή: Να μην περπατά με το αίμα των παιδιών της η Θεά «η τόσο αγαπημένη»! Πάντοτε «ανδρειωμένη» να μετράει τη Γη.
Αποχωρούν και οι τελευταίοι. Ένας δεν βιάζεται. Αφήνει πάνω στο στήθος της «Νεότητας», που αναπαύεται με γύρω της λουλούδια και κλωνάρια μυρσίνης, ένα χαρτάκι – χαιρετισμό:
Άμωμοι σεις…
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ» θα λένε.