Γράφει ο Δημήτρης Σουλιώτης
Ο Στέλιος Ράμφος με την ευκαιρία της φετινής επετείου των διακοσίων χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης, δημοσίευσε τρία μακροσκελή άρθρα στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», μια σημαντική συμβολή στην εθνική μας αυτογνωσία.
Το θέμα το οποίο διάλεξε γι’ αυτή την παρέμβασή του ήταν οι εμφύλιοι πόλεμοι κατά τη διάρκεια του αγώνα της παλιγγενεσίας. Διάλεξε το οδυνηρότερο κεφάλαιο του αγώνα για την απελευθέρωση, γιατί πίσω από τα γεγονότα των εμφυλίων κρύβονται συναισθηματικές σταθερές του λαού μας, οι οποίες επηρέασαν τόσο την πορεία της επανάστασης, όσο και τη μετέπειτα διαδρομή του «ανεξάρτητου» ελληνικού κράτους. Διάλεξε τους εμφυλίους, γιατί εκεί, περισσότερο από τις δοξασμένες νίκες και τους ήρωες – σύμβολα, βρίσκεται η ψυχή μας…
Σύμφωνα με τον Ράμφο, οι μελετητές του αγώνα για την ανεξαρτησία γνωρίζουν αλλά συνήθως αποφεύγουν τα γεγονότα των εμφυλίων. Αυτοπεριορίζονται ίσως από φόβο μήπως υποτιμήσουν το μεγαλείο του ‘21. Είτε περιγράφουν χονδρικά τα συμβάντα σαν περιστατικά χωρίς ανθρωπολογικό βάθος, είτε αρκούνται σε αντιθετικά σχήματα (ιδιοτελείς προύχοντες – ανιδιοτελείς πολεμιστές, προοδευτικοί – συντηρητικοί, γηγενείς – ξενότροποι, κ.τ.λ.). Στα σχολεία πάλι τους προσπερνούν βιαστικά, σαν απλά επεισόδια της μεγάλης ιστορίας.
Το αποτέλεσμα είναι να απωθείται ένα κομβικό ζήτημα της εθνεγερσίας, αποκαλυπτικό της ψυχολογίας και της νοοτροπίας των Ελλήνων και επιπλέον οι επανεμφανίσεις του αργότερα να μένουν ένας σκοτεινός γρίφος, εις βάρος της αυτογνωσίας μας και της προκοπής του τόπου.
Η εθνική αυτογνωσία επιβάλλει όχι μόνο να μην υποβαθμιστούν τα γεγονότα των εμφυλίων στην περίοδο των γενεθλίων της Νεότερης Ελλάδας, αλλά αντίθετα, μέσω της μελέτης αυτών να αναδειχθούν εκείνα τα ιδιαίτερης σημασία εσωτερικά ριζώματα που επίδρασαν καταλυτικά στην τρικυμιώδη ιστορία μας των επόμενων διακοσίων χρόνων. Το παρελθόν δείχνει επίμονα προς μια καταστατική εθνική μας αντίφαση, κάτι το οποίο κάνει συχνά άτομα και ομάδες να είναι, «πότε διάβολοι και πότε άγγελοι», σαν τον γιό της καλογριάς… Οι εμφύλιοι του Εικοσιένα ήταν μια προειδοποίηση στις επερχόμενες γενεές να μην αποκτήσει ο διχασμός για το έθνος μας δύναμη πεπρωμένου…
Σε αντίθεση με ερευνητές που ερμηνεύουν τους εμφυλίους είτε ως συγκρούσεις φατριών για την εξουσία, είτε ως συγκρούσεις με ταξικά αίτια, είτε ως αντιθέσεις μεταξύ φιλελεύθερων – εκσυγχρονιστικών και συντηρητικών δυνάμεων, ο Ράμφος προτείνει μια ψυχαναλυτική ερμηνευτική προσέγγιση, εισάγοντας στην ανάλυσή του τα συναισθήματα των εμπλεκομένων, τα οποία αγγίζουν βαθύτερες προθέσεις και τις φωτίζουν από μέσα. Κατ’ αυτόν, στους εμφυλίους κυριαρχεί άχτι μνησίκακο και θεσμοποιείται πρωτίστως ο φθόνος… Η σπίθα που άναψε τη φωτιά στους εμφυλίους και ο άνεμος που τη φούντωσε ήταν ένας κοινός στους αντιπάλους αρχαϊκός ψυχισμός, ενεργοποιούμενος από το «φιλότιμο», δηλαδή τον εγωισμό τους…
Γενικά η αδυναμία των ιστορικών προσεγγίσεων της επανάστασης του 1821 έγκειται στην προτεραιότητα των γεγονότων και των θεωρητικών σχημάτων, έναντι των ανθρώπων. Και όταν λέμε άνθρωποι εννοούμε πρωτίστως τα συναισθήματά τους. Τα συμφέροντα των εμπλεκομένων στους εμφυλίους διέφεραν, όχι όμως και ο συναισθηματικός τους κόσμος, καθώς οι αξιακές και πολιτισμικές τους καταβολές ήταν κοινές.
Ειδικότερα, τα ψυχικά τους ριζώματα βυθίζονταν στη μακραίωνα αμυντική παράδοση της κοινότητας και των εμπρόσωπων δεσμών. Η δύναμη της κοινότητας οφειλόταν στην εσωτερική της συνοχή και η συνοχή διασφαλιζόταν κυρίως από τον ψυχικό δεσμό της ανταπόδοσης του υποτακτικού κολλήγου στον προύχοντα, για την προστασία που του παρείχε. Πρόκειται για έναν ηθικό δεσμό, ο οποίος παρά τις διαφορετικές συνθήκες, παραμένει σε ισχύ ακόμη και σήμερα, περισσότερο στο πεδίο της συντηρητικής παράταξης. Και τούτο διότι με τον χρόνο, η ανταποδοτική αφοσίωση εξελίχτηκε σε σημείο αναφοράς του κομματικού πελατειασμού και τη θέση του προστάτη κατέλαβε ο πολιτευτής, με ηθική βάση πάντοτε την υποχρέωση και ψυχολογική τους προέκταση τις σχέσεις πατρωνίας. Η ευθύνη έναντι πάντων -και όχι μόνο των δικών μας- είναι κάτι έξω από τη λογική της κοινότητας και γενικά των κλειστών κυκλωμάτων, ενώ αντίθετα στην υποχρέωση προς τον ευεργέτη ενυπάρχει μια προνομιακή «εύνοια», που δεσμεύει εσωτερικά ως συναλλακτικό ήθος. Αυτό είχε ως συνέπεια διαχρονικά οι «πολίτες» αυτού του δοτού κράτους, οι πραγματικοί άνθρωποι, να μη έχουν ψυχικώς καμιά σχέση μαζί του. Όσο και αν η κυβέρνηση σχεδίαζε την πολιτική της με όρους κεντρικής εξουσίας, το υποκείμενο στο οποίο υπολόγιζε ήταν το άτομο της κοινότητας, το άτομο των κλειστών κυκλωμάτων, ο προ-νεωτερικός άνθρωπος…
Σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια της ελεύθερης ζωής μας περάσαμε τον διχασμό του 1915, τη Μικρασιατική Καταστροφή, έναν τριετή εμφύλιο πόλεμο, μια επταετή δικτατορία, με αποτέλεσμα την τραγική εξέλιξη του Κυπριακού και τέλος έναν τρομακτικό κίνδυνο με το δημοψήφισμα του 2015. Αναρωτιέται κανείς μήπως η μη δυνατότητά μας «να τα βρούμε» μεταξύ μας υποδηλώνει κάτι οργανικά προβληματικό στη συλλογική μας υπόσταση; Συνταγματικό κράτος με αντιπροσωπευτικό σύστημα και ατομικά δικαιώματα υφίσταται από το 1830, αλλά παραδόξως ο ίδιος διχασμός φαίνεται να αποτελεί τρόπο «αυτοσυνειδησίας». Προσδιοριζόμαστε όχι από τι είμαστε, αλλά από το τι δεν είμαστε (αντι-δεξιοί, αντι-αριστεροί, αντι-μνημονιακοί, αντι-εμβολιαστές…).
Ο Ράμφος εδώ και χρόνια στα βιβλία του, στις ομιλίες του, στα άρθρα του, στις συνεντεύξεις του, ομιλεί συνεχώς για εθνική αυτογνωσία ως τη μόνη θεραπεία για το ελληνικό αδιέξοδο. Μέχρι στο συνέδριο της ΝΔ πήγε και τους μίλησε για αυτοκριτική, την άλλη όψη της αυτογνωσίας… Πάντα όμως σε ώτα μη ακουόντων…
Επίσης και η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου, η οποία αποχώρησε από την επιτροπή, λόγω της τάσης ουδετεροπατρίας και αποχρωματισμού της ελληνικής ιστορίας, που επελέγη για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων, υποστηρίζει σθεναρά την εθνική αυτογνωσία. Κατ’ αυτήν, οι Έλληνες πρέπει να μάθουν και να κρίνουν αμερόληπτα και αντικειμενικά όχι μόνο τις νίκες, τους θριάμβους, την παλληκαριά των ηρώων του ‘21, αλλά και τους διχασμούς, τους εμφύλιους σπαραγμούς, τις κακές στιγμές που επικράτησε η ανθρώπινη μικροπρέπεια. Πρέπει να μάθουν ακόμη για τους θεμελιακούς μύθους της Επανάστασης (Κρυφό Σκολειό, Παλαιών Πατρών Γερμανός, 25η Μαρτίου κ.τ.λ.), όχι για να τους απορρίψουν, αλλά για να καταλάβουν το βαθύτερο ιστορικό τους νόημα και τη συμβολή τους στη δημιουργία του νεοσύστατου κράτους… Επίσης το ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ με σχετική έγγραφη πρότασή του προς την Επιτροπή 2021 είχε ζητήσει όπως περιληφθούν στα θέματα μελέτης και προβολής κατά τις εκδηλώσεις του εορτασμού και οι εθνικοί διχασμοί των χρόνων εκείνων.
Κινούμενος προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ο πρωθυπουργός για το ίδιο θέμα είχε δηλώσει: «Η δική μας γενιά οφείλει να δείξει τι πετύχαμε σε δύο αιώνες ελεύθερης ζωής…». Σαφέστερα όμως εξέφρασε τη συντηρητική θέση η εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» σε μια κριτική της προς κάποιες θέσεις μελών της Επιτροπής 2021: «…Είναι φυσικό στη διατύπωση της Ιστορίας να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις. Όμως δεν είναι καθόλου φυσιολογικό τα μέλη της επιτροπής 2021 αντί να επιχειρούν να αναδείξουν το μεγαλείο του σύγχρονου ελληνισμού (!!) και να προβάλλουν πρότυπα σε αυτές και τις επόμενες γενιές, να εργάζονται για την αποδόμησή τους και την αναθεώρηση της Ιστορίας…» Με την επικράτηση αυτού του πνεύματος ήταν φυσικό να τοποθετηθεί ως πρόεδρος της επιτροπής η Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη, η οποία ντύθηκε τις εθνικές ενδυμασίες και άρχισε να τρέχει σε δεξιώσεις και γκαλά ανά τον κόσμο, προκειμένου να αναδείξει τις επιτυχίες μας και το μεγαλείο του σύγχρονου ελληνισμού…
Γράφοντας το κείμενο, πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί αυτή η επέτειος αν στη θέση της Γιάννας είχε τοποθετηθεί ο Ράμφος. Γρήγορα όμως ήρθε και ο αντίλογος: Μπορεί η Κυβέρνηση, η συντηρητική παράταξη, γενικά ο συντηρητικός άνθρωπος να βαδίσει το δύσβατο μονοπάτι της αυτογνωσίας που προτείνει ο Ράμφος;