Γράφει ο Γιάννης Σιουγλές, σχολικός σύμβουλος στο Χαλάνδρι
Η οδύνη, όταν φτάνει στον σπαραγμό, τρικυμίζει έως τα βάθη της τη συνείδηση και συνταράσσει ολάκερη τη ψυχή, συγκλονίζει την ύπαρξη. Τότε, αναμένεις την ηρεμία, τη γαλήνη, την ψύχραιμη ώρα για να στοχαστείς ή να κλάψεις, έχοντας μέσα σου μόνο τη φοβερή ανάμνηση της άγριας καταιγίδας που πέρασε και έμεινε ανεξίτηλη ως πικρή μνήμη θανάτου. Μέσα στον αδιάκοπο πόνο αυτής της μνήμης, δεν σκέπτεται κανείς αόριστα τον Ελπήνορα, αλλά τον χαμό του συγκεκριμένου προσώπου.
Το αλησμόνητο αυτό πρόσωπο είναι ο Κώστας Παττακός, προσφιλής σε όλους εμάς τους κατοίκους του Χαλανδρίου, που τον ζήσαμε για δώδεκα ολάκερα χρόνια με την ιδιότητα του δημάρχου αλλά και του ανθρώπου ταυτόχρονα. Ένας αποθησαυριστής της τέχνης του λαού και του πολιτισμού, ταπεινός διανοητής, εραστής και ξεδιπλωτής όλων των ανησυχιών του ανθρώπου.
Δεν πρόκειται να συνθέσω επιμνημόσυνο λόγο αλλά θα αναφερθώ με λίγες απλές λέξεις στην προσωπικότητα του Κώστα Παττακού, τον άνθρωπο. Τον Κώστα διέκρινε η «ενορατική» σκέψη, ένας άνθρωπος που ήθελε ή να ωφελεί ή να ευφραίνει. Από τον χαρακτήρα του ήταν χαρούμενος και αισιόδοξος. Το αναπόφευκτο ακόμα το δεχόταν με ηρεμία. Πιστεύω όταν έφτασε να γίνει γύρω του ο κόσμος θαμπός και τότε ακόμα, στάθηκε ατρόμητος και γενναίος, όπως μου το είπε από τις πολλές συναντήσεις μας στο πλαίσιο της συνεργασίας μας -εγώ ως σχολικός σύμβουλος της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και εκείνος ως δήμαρχος- ότι η ζωή θέλει «αγωνιστική δύναμη».
Είχε διαυγέστατο νου και αθόλωτη συνείδηση. Ο Κώστας αγάπησε όσο λίγοι τον τόπο του, τη γενέτειρά του, τη γενέθλια γη του. Είχε βαθιά την αίσθηση των σφιχτά ακόμα δεμένων με την παράδοση ανθρώπων του τόπου του και κατανοούσε, όπου υπήρχε, ακόμη άνθιση και ακμή του γνήσιου λαϊκού πολιτισμού. Γι’ αυτό ως τη στερνή του ώρα, κουβαλούσε μέσα του έναν ολόκληρο λαό. Μιλούσε νοερά μ’ αυτόν και ταξίδευε με την ψυχή και τη σκέψη του σ’ όλες τις ομορφιές και ασχήμιες του.
Τον έβλεπε κανείς μέσα από τα δημοσιογραφικά του κείμενα αλλά και μέσα στα θολά απ’ την αθέατη βροχή μάτια του. Νόμιζε κανείς πως κρατούσε στα χέρια του το έργο του και μας το παρέδινε για να μη χαθεί, όπως χάνεται ο χρόνος όταν συναντά την αγάπη. Το έργο του: Ναι λες και το ψηλαφούσε νοερά. Ένα έργο πνευματικό, πλούσιο, υποθήκη αφθαρσίας και αιωνιότητας για το Χαλάνδρι του, την Ελλάδα, τον λαό του.
Αλήθεια, αγαπητέ μου φίλε και σύντροφε Κώστα, σε διέκρινε «ενορατική σκέψη» προς ευδοκίμηση ζωής του ανθρώπου. Δεν κρέμασες ποτέ στον «κρεμανταλά» για να ησυχάσει η σκέψη και η ενέργειά σου. Τις είχες σε εγρήγορση. Σε διέκρινε ένα πάθος πολιτικό, αμετακίνητος στο ιδεολογικό σου πιστεύω. Δεν ήσουνα, όμως, αφοσιωμένος και αφομοιωμένος στα πιστεύω σου αλλά ανιχνευτής και ερευνητής. Πάθος κοινωνικό, παντού με την παρουσία σου στις δύσκολες και ευχάριστες στιγμές των συνανθρώπων σου. Πάθος φυσιολατρικό, για τις φυσικές ομορφιές του Δήμου Χαλανδρίου.
Σε λίγο ήρθε το τέλος, τη θέση του λήρου την πήρε ο έσχατος λόγος, που είναι η σιωπή της συντριβής και του θανάτου. Αλησμόνητε φίλε μου, εσύ θα συνεχίζεις σαν ηλιαχτίδα να μας δείχνεις την ομορφιά αλλά και τον αδιάκοπο αγώνα της ευδόκιμης ανθρώπινης ζωής. Καλό σου ταξίδι, φίλτατε Κώστα.