Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 20/04
Έχετε καταλάβει ότι δεν είμαστε καθόλου καλά, έτσι; Μια κοινωνία σε απόλυτη διάλυση, με επικίνδυνο παρόν και αβέβαιο μέλλον. Κι ακόμα, μόλις μπήκε η Άνοιξη! Την περασμένη εβδομάδα μετρούσαμε τα φονικά που συνέβησαν μόλις σε λίγες μέρες και το πώς η κοινωνία παρακολουθούσε απαθής, σαν να επρόκειτο για το πιο φυσιολογικό πράγμα. Αν κοιτάξει κανείς το τι συνέβη τις ημέρες που ακολούθησαν, θα περάσει όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά και πάλι είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορέσει να περιγράψει την εικόνα.
Μετά από 14 μήνες που το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας είναι κλεισμένο στο σπίτι του, με μικρά μόνο διαλείμματα για να ψωνίσει, να κουρευτεί και να φτιάξει τα νύχια του, ένας ακόμα διχασμός έρχεται να μας ταλαιπωρήσει. Το βράδυ στις πλατείες στήνονται πάρτι με ποτά και DJ, με τους περίοικους να καταβρέχουν τους κουρασμένους γλεντζέδες και να μαζεύουν τα σκουπίδια τους, όταν αποχωρήσουν, και το πρωί η αστυνομία φυλάει άδεια παγκάκια για να μην κάθεται ο κόσμος και μεταδίδει τον ιό.
Παππούδες στέλνουν μήνυμα για να πάνε στο σούπερ μάρκετ, την ώρα που στη χώρα σουλατσάρουν μπρούκληδες τουρίστες με πέδιλο και κάλτσα, με κλειστές, ωστόσο, ταβέρνες και φαγάδικα. Μπετόβλακες χουλιγκάνοι έσπασαν την επιχείρηση παίκτη τηλεσκουπιδιού επιβίωσης, γιατί, λέει, δεν τους αρέσει ο χαρακτήρας που βγάζει στο παιχνίδι. Την ίδια ώρα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθεμιάς προβεβλημένης προσωπικότητας, άξιας ή μη – λίγη σημασία έχει – ο οχετός ξεχειλίζει με κατάρες και ευχές για θανάτους και καρκίνους που σηκώνουν την τρίχα κάγκελο από το πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση. Σε μια περίοδο με κλειστούς αγωνιστικούς χώρους, ομάδες τιμωρούνται με ποινή… κεκλεισμένων των θυρών(!), ο μαζικός αθλητισμός καταρρέει και ο αρμόδιος υπουργός ξεκατινιάζεται στο διαδίκτυο με τον ηλικιωμένο πρόεδρο Ομοσπονδίας που δεν λέει να αφήσει την καρέκλα του.
Στη χώρα γίνεται πόλεμος και η κυβέρνηση είναι δέσμια του καπρίτσιου ενός κακομαθημένου τηλεπαρουσιαστή, πρώην μάνατζερ μιας πρώην πορνοστάρ που απαιτεί να συνεχίσει να παρανομεί, με τους εισαγγελείς να κοιτούν αμήχανα περιμένοντας, άραγε τι; Βουλευτές κάνουν παρέμβαση για το περιεχόμενο εκπομπών της δημόσιας τηλεόρασης, με αφορμή ένα τραγούδι που σατιρίζει την αστυνομική βία, θυμίζοντας στους παλαιότερους άλλες εποχές. Η κυβερνητική εκπρόσωπος, σβήνει μετά μανίας δικές της δημοσιεύσεις από τον καιρό που ήταν δημοσιογράφος – είχαμε βρεθεί για κάποια χρόνια και σε διπλανά γραφεία – και «στόλιζε» καθημερινά τα μέλη της νυν κυβέρνησης, επιτιθέμενη παράλληλα στους πρώην συναδέλφους της επειδή κάνουν τη δουλειά τους. Οι νεκροί από την πανδημία φτάνουν τον πενταψήφιο αριθμό, τα νοσοκομεία κοντεύουν να εκραγούν, κόσμος πεθαίνει στα ράντζα και το πρώτο θέμα συζήτησης στη γειτονιά είναι το να πάμε στο χωριό για Πάσχα, γιατί αυτό είναι προφανώς πιο σοβαρό.
Την ώρα που συμβαίνουν αυτά, αρχίζουν και βγαίνουν στη δημοσιότητα πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών για τη διαχείριση της πανδημίας, όπου αποδεικνύεται περίτρανα πως τις αποφάσεις που οδήγησαν στο σημερινό χάος, τις επέβαλε το πολιτικό επιτελείο. Αλλά και πάλι, δεν κουνιέται φύλλο. Στο Υπουργείο Εργασίας, ένας υπουργός που δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του, παίρνει αποφάσεις που βιάζουν κάθε λογική αντιμετώπιση απέναντι στους εργαζόμενους. Ο μπασκετμπολίστας – γιατρός υπουργός Υγείας, αυτοσυγχαίρεται για την αποτελεσματικότητά του, τα δελτία ειδήσεων κάνουν διαγωνισμό προπαγάνδας, η μισή κοινωνία τσακώνεται με την άλλη μισή γιατί δεν γουστάρει τον χαρακτήρα του Τσιτσιπά, η εθνική μας διοργανώτρια εκδηλώσεων ζει τον δικό της μύθο μέσα από την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και ο πρωθυπουργός της χώρας εξαναγκάστηκε, όπως αποκάλυψε, κάνοντας χιούμορ σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αυξήσει τη δημοτικότητά του, να υιοθετήσει ένα αδέσποτο σκυλάκι.
Θυμάστε εκείνο το τραγούδι σε μια ταινία της δεκαετίας του ’80 με τον Στάθη Ψάλτη; «Φρενοκομείο η Ελλάς, το ’πε κι ο Κώστας ο φρυδάς», έλεγε ο στίχος υπενθυμίζοντας τη ρήση του Εθνάρχη. Ε, κάπως έτσι πάει το πράγμα. Και, όπως φαίνεται, έχει δρόμο ακόμα. Το κλισέ που χρησιμοποιούν οι νέοι τελευταία είναι το «από θαύμα ζούμε». Ίσως δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μόνο που, μέρες που έρχονται, όσοι μπορούν και θέλουν, ας ανάψουν και κανένα κεράκι παραπάνω για όλους μας. Όσο να’ ναι, ακόμα και τα θαύματα, κάποτε στερεύουν κι αυτά.