Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 09/03
Μέσα σε όλο το βαθύ σκοτάδι των τελευταίων μηνών, αφήσαμε πίσω πολλά σημαντικά ζητήματα, που δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ποτέ. Αυτό σκεφτόμουν το περασμένο Σάββατο, όταν θυμηθήκαμε την Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού, που τιμάται κάθε χρόνο στις 6 Μαρτίου. Αυτές τις εποχές είναι ακόμα πιο κρίσιμο να μην ξεχνάμε ποτέ τι συμβαίνει στις ζωές των παιδιών μας πέρα από κάθε πανδημία, οικονομική κρίση ή άλλη αθλιότητα, που έχουμε φορτώσει στις ευαίσθητες πλάτες τους.
Ακόμα περισσότερο, βέβαια, όταν η ψυχολογία τους μετά από έναν χρόνο εγκλεισμού, αβεβαιότητας και αποκλεισμού από τις χαρές της νιότης, έχει επιβαρυνθεί σε επικίνδυνο βαθμό, ακόμα κι αν εμείς οι μεγάλοι κλείνουμε τα μάτια, πιστεύοντας ότι άλλα είναι τα σημαντικά προβλήματα.
Κι όμως. Φαινόμενα βίας και εκφοβισμού συμβαίνουν ακόμα και σε αυτό το περιοριστικό περιβάλλον των – αστείων κατά τα άλλα – μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η βία μπορεί να έχει μεταφερθεί από τους σχολικούς διαδρόμους στις οθόνες των κινητών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά δεν παύει να υφίσταται. Τα παιδιά έχουν μια τάση, λόγω και της εποχής, να αναζητούν απαντήσεις στο διαδίκτυο· όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς, οι θείοι, οι παππούδες, οι φίλοι, οι γείτονες, οι δάσκαλοι δεν έχουμε υποχρέωση να έχουμε ανοικτές τις κεραίες -και τις αγκαλιές μας, βεβαίως- να δεχθούμε οποιονδήποτε προβληματισμό τους.
Είχα την τύχη εδώ και κάποια χρόνια, στο πλαίσιο ενός κοινωνικού προγράμματος, του οποίου ήμουν συντονιστής, να παραβρεθώ σε αρκετές εκδηλώσεις και ημερίδες και να συνομιλήσω με εφήβους για τους
κινδύνους που αντιμετωπίζουν και τους προβληματισμούς τους. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, αισθανόμουν όλο και πιο αδύναμος να ανταποκριθώ στις δικές τους ανάγκες. Υπήρξαν στιγμές που η μόνη ουσιαστική συμβουλή που θα μπορούσα να τους δώσω, είναι η προσωπική εμπειρία.
Ταξίδευα στα δικά μου παιδικά χρόνια και τις προσωπικές δυσκολίες που αντιμετώπισα. Ξέρετε, τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν εύκολο να είσαι γυαλάκιας, κοντοστούπης και να κάνεις ενόργανη γυμναστική. Υπήρξαν αρκετές, κάποιες φορές δύσκολες στιγμές. Είχα, όμως, την τύχη να έχω γονείς που με προστάτεψαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όχι με το να «καθαρίζουν» εκείνοι για μένα, αλλά με το να μου εξηγήσουν πώς να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Και, ναι, έχοντας μάθει πως ο «bully», που λένε και στα χωριά μας, φοβάται περισσότερο, όταν του δείξεις ότι έχεις περισσότερο μπόι από αυτό που δείχνει το σουλούπι σου, υπήρξαν στιγμές που, μπροστά σε νταήδες, έγινα δυο μέτρα.
Και λίγα λέω. Μπορεί να ήμουν και ψηλότερος από τον Φασούλα, που ήταν τότε το μέτρο σύγκρισης. Τι είναι ο «νταής» μπροστά στον Φασούλα; Αυτό ακολούθησα και τα υπόλοιπα τριάντα φεύγα χρόνια που ακολούθησαν και θα ακολουθώ όσο με βαστούν τα ποδάρια μου. Και αυτός έλεγα πάντα σε εκείνα τα παιδιά. Τον φόβο τον κοιτάς στα μάτια και τότε εκείνος είναι που το βάζει στα πόδια. Κι αν νιώσεις ότι μόνος σου δεν μπορείς, μη διστάσεις να ζητήσεις βοήθεια. Όσο τα χέρια μας είναι απλωμένα, πάντα κάποιος θα βρεθεί να τα πιάσει και να μας στηρίξει.
Τούτες τις εποχές, που πρέπει να εξηγούμε στα παιδιά μας, γιατί ο κόσμος τρώει ξύλο στις πλατείες χωρίς λόγο, μας έχουν περισσότερη ανάγκη από ποτέ. Κι ένα μόνο θλιμμένο εφηβικό βλέμμα, θα πρέπει να σημαίνει συναγερμό στο μέσα μας. Όχι μόνο στις 6 κάθε Μάρτη. Αλλά κάθε μέρα, από τα ξημερώματα μέχρι τη δύση του ήλιου.