Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου
Όταν ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος έγραφε τον υπέροχο στίχο «Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει», υποψιάζομαι ότι στο μυαλό του δεν είχε ότι λίγο πριν γιορτάσει 200 χρόνια από τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ο Έλληνας θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει ως πρόσχημα για να κάνει κακό στον εαυτό του. Πραγματικά, ορισμένες φορές, νιώθω ότι όντως είμαστε μοναδικός λαός σε όλο τον πλανήτη. Εκεί που δείχνουμε θάρρος, αυτοθυσία, αλληλεγγύη, έχουμε εξαίρετους επιστήμονες που διαπρέπουν εντός και εκτός συνόρων, την ίδια ώρα σκοτωνόμαστε, βριζόμαστε, δηλητηριάζουμε την κατσίκα του γείτονα, διχαζόμαστε δι’ ασήμαντον αφορμήν.
Κάπως έτσι, ήρθε και η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας ως μέτρο να σταματήσει η αλυσίδα διασποράς του κορωνοϊού. Γιατί, όπως γράφουμε εδώ και μέρες, του Έλληνα κάνε του τον καλό και θα γίνει «μούσι να τον ξουρίσεις», που έλεγε κι ο Ζήκος στην θρυλική ελληνική ταινία, αλλά μην του πεις «όχι», μην του πεις «μην». Εκεί το πράγμα αλλάζει. Γιατί ο Έλληνας μπορεί, άμα θέλει να σου γυρίσει τα βουνά για να πετύχει κάτι καλό – το πιστεύω και είμαι περήφανος γι’ αυτό – αλλά θα το κάνει με τον δικό του τρόπο. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, πώς διάολο επιβιώσαμε τόσες χιλιετίες.
Σκέφτομαι επίσης, τη μισή από την ενέργεια και φαιά ουσία που καταναλώνουμε ως κοινωνία στο να σκεφτούμε τρόπους να παρακάμψουμε τους νόμους, να την επενδύαμε στο να τους εφαρμόζαμε και να τους κάναμε καλύτερους, πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η ζωή μας. Ήρθε, λοιπόν, η απαγόρευση… και από την πρώτη στιγμή, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πλημμύρισαν εξυπνακίστικους τρόπους για να μπορέσουμε να την παρακάμψουμε. Το χιούμορ, δόξα τον Πανάγαθο, δεν μας λείπει. Όμως, ακόμα κι έτσι, υπάρχει η μερίδα του κόσμου που εξακολουθεί να μη θεωρεί ότι οφείλει να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, αν θέλουμε όλο αυτό να τελειώσει σύντομα και να μην έχουμε άλλα, πολύ χειρότερα. Οι γείτονες από την Ιταλία κραυγάζουν κάθε μέρα. Εμείς αδιαφορούμε. Ελπίζω να μην το πληρώσουμε.
Να βγούμε στα μπαλκόνια να χαιρετίσουμε τους γιατρούς και νοσηλευτές, ήμασταν πρώτοι. Όμορφη στιγμή και ιδιαιτέρως συγκινητική, δεν λέω. Έχοντας ανθρώπους από το οικείο περιβάλλον μου, αλλά έχοντας περάσει στα πρώτα φοιτητικά χρόνια και από τον τομέα Υγείας, η καρδιά μου σκίρτησε από υπερηφάνεια για τους καλούς φίλους και κάποτε συναδέλφους που πασχίζουν να μας σώσουν τις ζωές. Να φροντίσουμε να κάτσουμε στα σπίτια μας για να μην επιβαρύνουμε κι άλλο το δύσκολο έργο τους, όμως, ούτε
λόγος.
Από τη ώρα που ανακοινώθηκε η απαγόρευση, ψάχνουμε να βρούμε τα «παραθυράκια». Να πάμε το σκύλο βόλτα, να βγούμε για τζόκινγκ, να πάμε για ποδήλατο με το ένα παιδί πρώτα και μετά με το άλλο, να πάμε στο εξοχικό μας να δούμε τι κάνουν οι εκεί παππούδες. Ένας λαός σε παράκρουση. Καλή φίλη μου είπε το εξής αμίμητο: «Μωρέ, το να κάτσουμε σπίτι είναι πολύ σωστό μέτρο, αλλά εμένα με ενοχλεί το “υποχρεωτικό”. Δεν είχα σκοπό να βγω παρά μόνο για τα απαραίτητα, αλλά αυτό το “απαγορεύεται” μου κάθεται στραβά». Η επιστήμη μόλις αυτοκτόνησε. Είπαμε, όμως… ο τράχηλος του Έλληνα ζυγό δεν υπομένει. Καλά να ‘μαστε και να το περάσουμε όλοι σώοι και μετά θα έχουμε πολλά να συζητήσουμε. Οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας, ακόμα περισσότερα…