Γράφει ο Νίκος Ουζούνογλου: Ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ – Πρόεδρος Δ.Σ. Οι.Ομ.Κω.
Ο θεσμός των Ευαγών Ιδρυμάτων που κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και σήμερα στην Τουρκία ονομάζονται Βακούφια, αποτελεί συνέχεια ενός νομικού καθεστώτος που αρχικά κληρονομήθηκε από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και μεταφέρθηκε στην Οθωμανική. Το σημερινό καθεστώς καθορίζεται από την Συνθήκη της Λωζάννης και ειδικά από το άρθρο 40:
«Οι Τούρκοι υπήκοοι, οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θα απολαύωσι “νομικώς” και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων ων απολαύουσι και οι λοιποί Τούρκοι υπήκοοι. Θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσιν, διευθύνωσιν και εποπτεύωσιν, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια, μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως εν αυτοίς χρήσιν της γλώσσης των και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των».
Τα Ευαγή Ιδρύματα είναι: οι εκκλησίες, σχολεία, κοιμητήρια και πάνω από όλα στην Πόλη το Νοσοκομείο – Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Βαλουκλή που έχει ιδρυθεί το 1754.
Τα συμβάντα την περίοδο των τελευταίων 100 ετών
Με το δεδομένο ότι με την αλήστου μνήμης «Ανταλλαγή των Πληθυσμών» μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, η ελληνική παρουσία περιορίστηκε στην Τουρκία μόνο στη Δημαρχία της Κωνσταντινούπολης και στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης που ήταν απότοκος της Μικρασιατικής Καταστροφής, χιλιάδες Ευαγή Ιδρύματα σε όλη τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκαν και κηρύχτηκαν ως εγκαταλειμμένες περιουσίες (Emvali Metruke). Παρόμοια τύχη είχαν και τα μουσουλμανικά βακούφια στην Ελλάδα όπου υπήρχαν μουσουλμάνοι που και αυτοί υπάχθηκαν στην Ανταλλαγή.
Εξαιρούμενης της Κωνσταντινούπολης από την «Ανταλλαγή», συνέχισε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες να λειτουργεί το Ελληνικό – Ρωμαίικο Κοινοτικό Σύστημα τα 2 χρόνια μετά από τη Συνθήκη της Λωζάννης που επόπτευε όλα τα Ευαγή Ιδρύματα. Το Κοινοτικό Σύστημα βασιζόταν στους Εθνικούς Κανονισμούς του 1862, ήταν μια μετεξέλιξη των Κανονισμών που είχαν θεσπιστεί αμέσως μετά από την Άλωση από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ το 1454. Κορυφή του συστήματος ήταν το μεικτό Εθνικό Συμβούλιο που είχε ως μέλη 6 Μητροπολίτες και 6 Λαϊκούς (με πρόεδρο τον Οικουμενικό Πατριάρχη που είχε ισχυρότερη ψήφο). Σε όλες τις

1. Κύρια άποψη νέας χειρουργικής κλινικής, 1901.
υπόλοιπες Μητροπόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1862-1922 ίσχυσε παρόμοιο σύστημα. Στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στις υπόλοιπες Μητροπόλεις, τα λαϊκά μέλη εκλέγονταν από τους Έλληνες Ορθόδοξους. Επρόκειτο δηλαδή για τη συνέχιση της άκρως δημοκρατικής παράδοσης του Βυζαντίου. Σημειώνεται ότι στην ελεύθερη Ελλάδα ενώ το σύστημα αυτό διατηρήθηκε επί κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, καταργήθηκε με το πρώτο Διάταγμα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας το 1833.
Επειδή με τα συμφωνηθέντα στη Λωζάννη στη συνεδρίαση της 10ης Ιανουαρίου 1923 για την παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη υπό τον όρο το Πατριαρχείο να αποποιηθεί κάθε κοσμικής εξουσίας επί του πληρώματός του, το Εθνικό Συμβούλιο που επόπτευε όλα τα Ευαγή Ιδρύματα της Ελληνικής Μειονότητας παρέμεινε για μικρό διάστημα να λειτουργεί με μόνα τα 6 λαϊκά του μέλη. Τον Οκτώβριο του 1925 με την πρόφαση της υιοθέτησης του Ελβετικού Αστικού Κώδικα σε μετάφραση στα τουρκικά από την Κυβέρνηση της Τουρκίας με άσκηση ανοικτής βίας από την ίδια, καταργήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο και έτσι αποκεφαλίστηκε η εποπτεία των Ευαγών Ιδρυμάτων. Ωστόσο υπήρχαν συντονιστικοί θεσμοί όπως η Εφορία των 5 Μειζόνων Ιδρυμάτων, που συνέχισαν εν μέρει να ασκούν συντονιστικό ρόλο. Η Εφορία αυτή καταργήθηκε το 1962 στο πλαίσιο της θέσης σε εφαρμογή της τελικής φάσης αφανισμού της Ρωμαίικης Κοινότητας της Πόλης από την Κυβέρνηση της Τουρκίας και προετοιμασία των μαζικών απελάσεων του 1964.
Είναι σημαντικό να αναφερθούν επί πλέον τα εξής:
(α) Με την κατάργηση κάθε συντονιστικού και εποπτικού οργάνου, τα Eυαγή Iδρύματα (70) στην Πόλη άρχισαν να λειτουργούν απομονωμένα και επειδή καθ’ όλη τη διάρκεια των 100 ετών για μεγάλα διαστήματα απαγορεύονταν οι εκλογές, σε πολλές περιπτώσεις τα Ευαγή Ιδρύματα μένοντας με ελάχιστο αριθμό μελών στα Δ.Σ., κηρύσσονταν ως εγκαταλειμμένα και η διοίκησή τους υπαγόταν στην κρατική Γενική Διεύθυνση Βακουφίων (ΓΔΒ). Με τη διαδικασία αυτή συστηματικά αφαιρέθηκε η διοίκηση, τη δεκαετία του 1930, από όλες τις ιστορικές μονές (10) στα Πριγκηπόνησα και τη δεκαετία του 1980 από 10 εκκλησίες, με τη δικαιολογία ότι πλέον δεν έχουν πλήρωμα να εξυπηρετήσουν.
(β) Αρχίζοντας αμέσως μετά από το 1923 η Κυβέρνηση της Τουρκίας ενθάρρυνε και υποστήριξε ανοικτά τον εξωμότη ιερέα Ευθύμ Καραχισαρίδη να αυτοκηρύξει τον εαυτό του «Τουρκορθόδοξο Πατριάρχη» και να καταλάβει δια της βίας 4 εκκλησίες στη συνοικία Γαλατά της Πόλης. Κάθε εκκλησία έχει δεκάδες ακίνητα και η παράνομη αυτή κατάσταση παραμένει στην πράξη.
(γ) Παρόλο που είχε γίνει καταγραφή της ακίνητης περιουσίας των Ευαγών Ιδρυμάτων το 1912 και η Τουρκία είχε δεχθεί στη Λωζάννη ότι αυτή η περιουσία ισχύει και την αναγνωρίζει ότι ανήκει στην Ελληνική Μειονότητα, το 1936 η Κυβέρνηση της Άγκυρας εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο έγινε ξανά καταγραφή της ακίνητης περιουσίας των Ευαγών Ιδρυμάτων. Κατά τη διαδικασία αυτή απωλέσθηκε σημαντικό τμήμα των ακινήτων της Ελληνικής Μειονότητας.
(δ) Ενώ το Διάταγμα του 1936 προέβλεπε κατά τα οριζόμενα στη Συνθήκη της Λωζάννης να γίνονται εκλογές στα Ευαγή Ιδρύματα, με αμέσως δεύτερο Διάταγμα απαγορεύτηκαν οι εκλογές και διορίστηκαν «μοναδικοί διοικητές» επιλογής της Κυβέρνησης της Άγκυρας. Ειδικά για το Μείζον Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Βαλουκλή διορίστηκε συνεργάτης του Ευθύμ, που αναφέραμε παραπάνω.
(ε) Παράλληλα επιβλήθηκαν επαχθείς φόροι στα Ευαγή Ιδρύματα την περίοδο 1940-1950 οι οποίοι δημιούργησαν πολλά προβλήματα.
(στ) Σε κάποιο μικρό βαθμό η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται μετά από το 1950 όταν αναγκάστηκε η Τουρκία λόγω της χειροτέρευσης των σχέσεων με την Σοβιετική Ένωση να προσκολληθεί στη Δύση. Όμως
η περίοδος αυτή διήρκησε ελάχιστα και διακόπηκε το 1955 με το Πογκρόμ της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955.
(θ) Το 1962 ιδρύεται παρά το Πρωθυπουργικό Γραφείο της Τουρκίας η «Επιτροπή επί Μειονοτήτων» ως ένα επιτελικό όργανο για τον αφανισμό των μη-Μουσουλμανικών Μειονοτήτων. Η Επιτροπή αυτή έφερε σε πέρας το μακρόπνοο σχέδιό της δια της βίαιης εκρίζωσης της Ελληνικής Μειονότητας της Πόλης αλλά και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου. Ο πληθυσμός της Μειονότητας ήταν 100.000 το 1960 και σήμερα είναι λιγότερος από 2.000 μέλη.
(η) Το πλέον σκληρό χτύπημα κατά των Ευαγών Ιδρυμάτων έγινε το καλοκαίρι του 1974 τις μέρες της εισβολής στην Κύπρο, με μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Τουρκίας που στηρίχθηκε στο εξής σκεπτικό: «Αν και τα μέλη των Μειονοτήτων είναι υπήκοοι της Τουρκίας είναι όμως και ξένοι! Συνεπώς τα

Ευαγή τους Ιδρύματα δεν μπορούν να αποκτήσουν νέα ακίνητα μετά από το 1936 που έγινε η καταγραφή των περιουσιών τους». Με τη διαδικασία αυτή κατασχέθηκαν άμεσα 1.500 ακίνητα των Ελληνικών Ευαγών Ιδρυμάτων.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα τα παραπάνω συνέβαιναν όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πολύ καλές μέχρι και άριστες. Διαπιστώνει κανείς εύκολα από τα αρχεία ότι η Ελληνική Πολιτεία -όλες οι εκάστοτες κυβερνήσεις- σε όλο αυτό το διάστημα διακατέχονταν από άγνοια μέχρι και αδιαφορία για την τύχη της Ελληνικής Μειονότητας της Πόλης.
Οι εξελίξεις των τελευταίων 20 ετών
Με την ανάληψη της εξουσίας το 2003 από την ισλαμική κυβέρνηση και τη φενάκη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, την περίοδο 2003-2013 υπήρξε μερική θεραπεία των μειονοτικών Ευαγών Ιδρυμάτων. Με δύο νόμους που ψηφίστηκαν (2003 και 2008) εν μέρει επιστράφηκαν ακίνητα που είχαν κατασχεθεί το 1974 και επετράπη μετά από 25 χρόνια να διενεργηθούν εκλογές στα Ευαγή Ιδρύματα. Επιστράφηκαν περίπου 150 ακίνητα στην Ελληνική Μειονότητα. Στην πορεία αυτή ήταν σημαντικές οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Την περίοδο 2013-2022 απαγορεύτηκαν ξανά οι εκλογές που διενεργήθηκαν πρόσφατα. Η Ελληνική Μειονότητα, παρά τις πολύ δυσμενείς συνθήκες σε μεγάλο βαθμό, επέτυχε να γίνουν εκλογές και ήδη ανέλαβαν καθήκοντα οι νέες διοικήσεις. Όμως εκλογές δεν έγιναν στο Μείζον Ίδρυμα Βαλουκλή και υπάρχει η ανησυχία αν θα γίνουν ποτέ ή αν γίνουν θα είναι κατ’ επίφαση εκλογές, όπως έγιναν πριν από 32 χρόνια το 1991 όποτε έγινε ουσιαστικά διορισμός.
Τι κάνει η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (Οι.Ομ.Κω.)
Η Οι.Ομ.Κω. έχει ιδρυθεί το 2007 για να ενώσει τους εκπατρισμένους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με κύριο σκοπό να αποτρέψει την εξαφάνιση της ελληνικής παρουσίας στην Πόλη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η Οι.Ομ.Κω. δίνει τον αγώνα σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους ομογενειακούς φορείς της Πόλης σε πολλά επίπεδα. Η Οι.Ομ.Κω. έμπρακτα υποστηρίζει τους ομογενειακούς φορείς, θέτει τα ζητήματα ενώπιον των δικαστηρίων της Τουρκίας και του ΕΔΔΑ. Παράλληλα απαιτεί με θάρρος την ανάγκη της θεραπείας των μεγάλης κλίμακας αδικιών που έχει υποστεί η ελληνική μειονότητα της Πόλης πρώτα από όλα ενώπιον των Αρχών της Τουρκίας και παράλληλα στα διεθνή φόρα τον ΟΗΕ, ΟΑΣΕ και Ευρωπαϊκά Όργανα.
Παράλληλα, η Οι.Ομ.Κω. έχει κινητοποιήσει σημαντικό αριθμό νέων εθελοντών που συμβάλλουν στα προγράμματά της. Μεταξύ αυτών των προγραμμάτων, εξαιρετικής σημασίας υπήρξε το έργο της κυρίας Χριστίνας Μπούρα, Μηχ. Γεωπληροφορικής και Τοπογραφίας ΤΕ, που μετά από μια πολύ κοπιώδη εργασία εκπόνησε μελέτη της καταγραφής όλων των ακινήτων των Ευαγών Ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, με χρήση σύγχρονων και εξελιγμένων ψηφιακών εργαλείων που βασίζονται σε Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα και Βάσεις Δεδομένων. Η μελέτη έχει καταγράψει όλα τα ακίνητα που αριθμούν περίπου 2000, των 70 Ελληνικών Ευαγών Ιδρυμάτων διαχρονικά στο διάστημα των 35 τελευταίων ετών. Η εργασία αυτή αποδίδει πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Η μελέτη έχει υποβληθεί προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους φορείς της Ομογένειας. Η Οι.Ομ.Κω. για την εξαιρετική εργασία της, έχει βραβεύσει την κυρία Χριστίνα Μπούρα στα πλαίσια του βραβείου «Χρήση Πληροφορικής για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης».