Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Έκανε ένα βήμα μπροστά ο Δεκέμβρης και σηκώνοντας ψηλά το χέρι του μου έδειξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο της στολισμένης βιτρίνας. Έλαμπε ολόκληρο! Πολύχρωμες μπάλες, παιχνίδια, φωτάκια που αναβόσβηναν, χιόνι, μουσική… Όλα τα είχε, κι αυτό στημένο εκεί ακίνητο -μη και του πέσει κανένα στολίδι- με κοίταζε παράξενα και ειρωνικά, και κάθε τόσο, καθώς αναβόσβηναν τα λαμπάκια του, άναβαν τα δικά μου λαμπάκια και παρέμεναν αναμμένα.
« Γιατί; θα με ρωτήσεις. Τι σου έφταιξε το δέντρο; Μόνο χαρά μας δίνει!»
«Δεν θα σου απαντήσω εαυτέ μου, που όλα τα ξεχνάς και βιαστικά όλα τα προσπερνάς… Δεν θα σου πω λέξη, μόνο θέλω να με ακολουθήσεις. Πάμε πιο κάτω, δύο τετράγωνα δρόμος. Κοίτα το φανάρι. Ο πόνος βγαίνει στο δρόμο όταν ανάψει το κόκκινο και κρύβεται με το πράσινο απόμερα για να πάρει μια βαθιά αναπνοή. Κοίτα τι γράφει η χάρτινη ταμπελίτσα που σου δείχνει εκείνο το παιδί με το κομμένο χέρι: «Ήρθα απ’ το Ιράκ, γράφει. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο…».
Τι, συγκινήθηκες είπες; Κοίτα τώρα και από την άλλη πλευρά του δρόμου. Όχι, μη γυρίζεις αλλού το κεφάλι, όπως το συνηθίζεις. Σήμερα θα τα δεις όλα.
Τον βλέπεις εκεί τον παππού με τις πατερίτσες; Πολύ μεγάλος, πολύ φτωχός, πολύ ανήμπορος, πολύ κουρασμένος… όλα είναι σ’ αυτόν «πολύ» και μόνο η ζωή που του απομένει είναι «λίγη». Όμως κοίταξε τι κάνει: ζητιανεύει γιατί πεινά. Έφτασε ίσως τα εκατό, για να καταπιεί την αξιοπρέπεια μιας ολόκληρης ζωής, επειδή δεν έχει να φάει. Βλέπεις κατάπιε την αξιοπρέπειά του, χωρίς να καταπιεί λίγες μπουκιές ψωμί…
Μου φαίνεται ότι δεν σου αρέσουν αυτά που σου δείχνω. Μα τα ήξερες όλα. Τα έβλεπες κάθε μέρα μπροστά και πολύ βιαστικά απομακρυνόσουν, γιατί σε στεναχωρούσαν -έλεγες- όλοι αυτοί που γεμίζουν τους δρόμους με το χέρι απλωμένο να ζητιανεύουν. Μου είπες άλλωστε, ότι η εικόνα τους, σου χαλά και τη διάθεση.
Εντάξει, στο δρόμο δεν θα σου δείξω τίποτα άλλο δυσάρεστο. Αλλά θα σε πάω σ’ ένα Γηροκομείο. Θα σε αφήσω να μιλήσεις με τους απόμαχους της ζωής. Θ’ ακούσεις πολλές πονεμένες ιστορίες για παιδιά επιλήσμονα και αχάριστα. Θα θυμηθείς τα λόγια του Σαίξπηρ που έγραψε ότι: «Ένα αχάριστο παιδί είναι πιο φαρμακερό κι απ’ του φιδιού το δόντι…». Θα τ’ ακούσεις όλα από χείλη που τρέμουν, και από κορμιά που είναι ανήμπορα και αδύναμα και έτσι προτιμούν να κάθονται, γιατί η ορθοστασία είναι γι’ αυτούς μεγάλη δοκιμασία. Θα τα δεις όλα μέσα από ξεθωριασμένα μάτια, κρυμμένα σε βαθιές αυλακιές και ρυτίδες, μάτια που συνέχεια ξεχειλίζουν, σαν ποτάμια στα πρωτοβρόχια, και φεύγοντας θα έχεις πάρει μαζί σου, χωρίς να το καταλάβεις, όλο τον πόνο τους και θα έχεις πιαστεί στην παγίδα της μοναξιάς τους.
Και αυτά που θα πάρεις θα σε βαραίνουν τόσο πολύ που θα σκεφτείς ότι «κάτι πρέπει να κάνεις κι εσύ γι’ αυτούς τους κουρασμένους ανθρώπους». Αλλά δυστυχώς, αυτή η κρίση συνείδησης που θα πάθεις, θα δεις στο τέλος ότι ήταν απλώς μία «ίωση» που σε δύο ή τρεις το πολύ ημέρες θα σου έχει περάσει.
Και ύστερα θα πάμε κι αλλού. Σ’ ένα μεγάλο Ορφανοτροφείο, που αθώες παιδικές ψυχές ψάχνουν στις νοσηλεύτριες και στις ανάδοχες μανούλες τη δική τους μαμά που δεν τη γνώρισαν ποτέ, ή γιατί την πήρε ο Θεός ή γιατί την πήρε ο Σατανάς κι εκείνη προτίμησε να συνεχίσει τη ζωή της μαζί με αυτόν τον τελευταίο, ανεύθυνη, ελεύθερη κι αδιάφορη, μακριά από το αγγελούδι της που ποτέ δε γνώρισε το χάδι και τη φροντίδα της μάνας, και γι αυτό γαντζώνεται σε όποια φούστα βρει μπροστά του».
Λυπάμαι λες, πολύ γι’ αυτά τα παιδιά, αλλά όταν σου είπα: «Βοήθησε «Το Χαμόγελο του Παιδιού», βοήθησε τις Ανάδοχες μητέρες…», μου είπες ότι «δεν προλαβαίνεις, πού να βρεθεί ο χρόνος, και πού να βρεθεί και το χρήμα…» Τα είδες είπες και τα συμπόνεσες πολύ. Βέβαια και τα είδες, όπως είδες κατά τρομαγμένα πουλιά στον ζωολογικό κήπο. Και τους έδωσες γλυκά, όπως έδωσες και μια μπανάνα στη μικρή μαϊμουδίτσα. Μετά όμως τι έγινε; Τίποτα. Θα φύγουν τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, και μαζί θα φύγουν και οι ευαισθησίες σου και πάλι θα επαναπαυθείς. Όλους μας βλέπεις, λίγο-πολύ, μας κυριεύει η ευαισθησία για τέτοια δράματα, ελάχιστες ημέρες το χρόνο. Μετά πάλι έρχεται η συνένοχη σιωπή, η ραστώνη και η υποκρισία.
Σε βλέπω στάθηκες ξανά μπροστά στο ολοστόλιστο δέντρο. Τα πολύχρωμα λαμπάκια του, σου κλείνουν πονηρά το μάτι. Σε προσκαλούν σ’ ένα ταξίδι χαράς και αγαλλίασης που μόνο η Γέννηση του Θεανθρώπου μπορεί να σου προσφέρει.
Αρχίζεις να περπατάς στους γιορταστικούς δρόμους χωρίς προορισμό. Το μυαλό σου έχει γεμίσει σκοτεινές εικόνες χωρίς καθόλου φως, που καθώς διασχίζεις τους δρόμους, οι εικόνες αυτές πολλαπλασιάζονται.
Στα στενά της Ομόνοιας βλέπεις να σέρνονται στη λάσπη νέα παιδιά ανήμπορα, που κάνουν οτιδήποτε για τη δόση τους. Στη γωνία της στοάς, ένας χοντρός άνθρωπος κοιμάται κάτω σκεπασμένος με μια υγρή κουβέρτα, στ’ αυτιά σου φτάνουν οι φωνές και οι βρισιές μεθυσμένων, μια γυναίκα σέρνει βίαια ένα μικρό παιδάκι που κλαίει ασταμάτητα… και τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου εξακολουθούν να σου γνέφουν χαρούμενα!
Άραγε πού κρυβόταν τόση δυστυχία; Σίγουρα υπήρχε από καιρό, αλλά σήμερα η γιορτινή ατμόσφαιρα δείχνει τις πραγματικές της διαστάσεις. Πολύ γρήγορα απλώθηκε στον κόσμο πολύς πόνος και μοναξιά, όπως απλώθηκε γρήγορα και το αφράτο χιόνι έξω απ’ τη φάτνη Χριστού!
Πώς θα την αντέξεις κι εσύ αυτή την αντίθεση; Πώς θα μπορέσεις να σταθείς ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους και να ισορροπήσεις; Σήμερα… τώρα θέλεις να τ’ αλλάξεις όλα. Θέλεις να γίνεις η καλή μάγισσα του παραμυθιού, που χτυπώντας το μαγικό ραβδί, θα τους κάνει όλους ευτυχισμένους. Αλλά δυστυχώς δεν μπορείς. Δεν μπορείς να το καταφέρεις αυτό γιατί δεν γίνεται… Όμως σκέψου. Αν προσπαθούσες κι εσύ λίγο, όχι μόνο τα Χριστούγεννα αλλά όλο το χρόνο από λίγο, σίγουρα η προσπάθεά σου θα καρποφορούσε κάτι καλό».
Ο Δεκέμβρης έκανε ξανά ένα βήμα μπροστά και σηκώνοντας ψηλά το χοντρό του χέρι, μου έδειξε το στολισμένο δέντρο της βιτρίνας.
Σαν χρυσοκόκκινη φωτιά συνέχιζε να λάμπει ολόκληρο, από τη ρίζα μέχρι το αστέρι της κορυφής, εντελώς αδιάφορο για την υπερτιμημένη πληρωμή του χρόνου και του πόνου.






































































































