Συχνά ο αναγνώστης αναρωτιέται, πού αναφέρεται ο συγγραφέας όταν γράφει, σε ποια πρόσωπα, σε ποιους τόπους, πού έλαβε χώρα η εκάστοτε ιστορία. Χιλιάδες πρόσωπα έχουν γίνει γνωστά μέσα από σελίδες λογοτεχνικών κειμένων χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό αν υπήρξαν πραγματικά, αν έζησαν, αν συναντήθηκαν στη ζωή με τους συγγραφείς που τα παρουσίασαν. Ηγέτες, φίλοι, εραστές, ποιητές, επισκέπτες, φονιάδες, ταξιδιώτες, πέρασαν από τις σελίδες ιστοριών και έμειναν εκεί.
Στο κείμενο του Φώτη Κόντογλου «Μια όμορφη ψυχή», ο συγγραφέας μάς χαρίζει και πάλι ένα ταξίδι, ένα ταξίδι σε τόπο γνώριμο. Μας ταξιδεύει σε κάποιον τόπο της Ελλάδας, σε μνήμες, αρώματα και εικόνες. Μας ταξιδεύει σε έναν ακόμη τόπο που ο ίδιος επέλεξε να καταστήσει ζωντανό στο σήμερα μέσα από τον γραπτό λόγο. Σε μια Ελλάδα που στρέφει το βλέμμα της στην παράδοση, στην Ορθοδοξία, σε εικόνες και πρόσωπα που δεν θέλει να ξεχαστούν. Μια έμορφη ψυχή παραμένει ζωντανή χάρη στον γραπτό λόγο του Φώτη Κόντογλου και μας κάνει να σκεπτόμαστε αν οι χαρακτήρες των κειμένων δεν είναι παρά πτυχές της ψυχής του ίδιου του συγγραφέα.
Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί, στις 8 Νοεμβρίου 1895 και κοιμήθηκε στις 13 Ιουλίου 1965, στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μετά από επιπλοκές που του προκάλεσε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το έργο που μας άφησε ως συγγραφέας, ζωγράφος και αγιογράφος θεωρείται σπουδαίο και αποτελεί σταθμό. Μαθητές του υπήρξαν οι διακεκριμένοι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Φώτης Κόντογλου μέσα από ολόκληρο το έργο του «μιλούσε» για την Ελλάδα μέσα από την παράδοση και την Ορθοδοξία.
ΠΕΓΚΗ Γ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ

Hτανε μια φορά, προ σαράντα χρόνια, ένας άνθρωπος από καλό σόγι που τον λέγανε Παρασκευά, και που ζούσε σε μια πολιτεία της Ανατολής χτισμένη απάνω στη θάλασσα, ανάμεσα Πόλη και Σμύρνη. Αυτός ο άνθρωπος ήταν έμπορος από τους καλούς και ταξίδευε στην Πόλη και στη Σμύρνη, είχε πάγει κ’ ίσαμε το Μισίρι, στη Βλαχιά και στο Τριέστι, κ’ ήξερε καλά τον κόσμο. Μα δεν έκανε για έμπορος, επειδής ήτανε πολύ δίκιος και χριστιανός αληθινός. Κι όχι μόνο δεν παραδεχότανε η ψυχή του να βγάζει μεγάλο κέρδος από τη δουλειά του, αλλά και βοηθούσε κρυφά ένα σωρό φτωχές φαμίλιες που υποφέρνανε.
Το μαγαζί μοσχοβολούσε από μπαχαρικά, κανέλες, μοσχοκάρυδα, καφέδες, τσάγια και λογιών-λογιών πράγματα φερμένα από το Μισίρι, από την Ιντία, από τη Ρουμανία. Εκεί μέσα καθότανε στις καρέκλες και συζητούσε το «ηγουμενοσυμβούλιο», όπως το λέγανε. Ο μαγαζιάτορας καθότανε στο γραφείο του πάντα γελαστός, με εκείνη την ήμερη όψη του και τ’ αθώα τα μάτια του, που ήτανε σαν του παιδιού. (…)
Με τον καιρό ο κυρ-Παρασκευάς γινότανε πιο αδιάφορος για το μαγαζί του. Μια μέρα ακούστηκε πως το ‘κλεισε και πως χάθηκε από την κοινωνία. Ο ένας έλεγε πως πήγε και καλογέρεψε στο Όρος, ο άλλος έλεγε πως έφυγε για το Μισίρι ή για την Πόλη, που ταξίδευε άλλη φορά για να φέρει πραμάτειες. Μα κανένας δεν ήξερε στ’ αληθινά τί απόγινε.
Στ’ αληθινά τον τράβηξε η ησυχία κ’ η μοναξιά, μα δεν γίνηκε καλόγερος. Από καιρό είχε κάνει το σχέδιό του, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας. Είχε αγορασμένο έναν μπαχτσέ, ένα περιβόλι, που βρισκότανε πολύ μακριά από την πολιτεία, κ’ εκεί αποτραβήχτηκε.
Αυτό το περιβόλι το λέγανε Σκρόφα, γιατί προ πολλά χρόνια εκεί πέρα ήτανε λογγάρι και φώλιαζε μια αγριογουρούνα, θηρίο που ρήμαζε τον κόσμο, κι από εκεί πήρε την ονομασία, επειδή σκρόφα θα πει αγριογουρούνα. Τούτο το μέρος βρισκότανε πάνω στην ακρογιαλιά, στην όξω θάλασσα, κ’ είχε μπροστά τ ‘ανοιχτό πέλαγο και κοίταζε κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος. Ήτανε καλό περιβόλι, με πολλά δεντρικά, που βγάζανε τα πιο έμορφα και τα πιο πρώιμα, προ πάντων βύσσινα, ροδάκινα και δαμάσκηνα. Είχε κ’ ένα νερό χωνευτικό, που έβγαινε από το βουνό και γέμιζε τις χαβούζες. Από πάνω κρεμόντανε τα κλωνιά των δέντρων, κ’ εκεί ξάπλωνε και κοιμότανε ο μπαρμπα- Ξενοφών, που είχε να κατέβει στην δύο και τρία χρόνια, και τον νανούριζε ο βόγγος που ερχότανε από το πέλαγο.
Ο κυρ-Παρασκευάς, σαν να πήρε την απόφαση να φύγει μακριά από την κοινωνία, κράτησε για συντροφιά τον μπαρμπα- Ξενοφών και τον μικρό τον γυιό του τον Νικόλα. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ζούσανε σε κείνο το ξεχασμένο μέρος.
Στη βορινή άκρη του περιβολιού, εκεί που άρχιζε το βουνό, ήτανε το σπίτι που καθότανε ο κυρ- Παρασκευάς, ένα καλυβόσπιτο με δυο πατώματα, χτισμένο με πέτρες ασουβάντιστες και με δοκάρια απ’ άγρια δέντρα. Η καμάρα που κοιμότανε ήτανε στ’ απάνω πάτωμα, κ’ είχε δυο παράθυρα που κοιτάζανε κατά τ’ ακρογιάλι κ’ έμπαινε ο δροσερός αγέρας του πελάγου με τη μυρουδιά της θάλασσας. Στη μια γωνιά ήτανε το εικονοστάσι με τα εικονίσματα και με το καντήλι. Κοντά στο ‘να το παράθυρο ήτανε ένα τραπέζι με το τραπεζομάντηλο, κι απάνω βρισκότανε ένα καλαμάρι καμωμένο από χοντροδουλεμένο ξύλο, μια πέννα από φτερό του αϊτού, κ’ ένα ξυλένιο κουτί γεμάτο άμμο πάσπαλη, για να στεγνώνουμε τα γράμματα, αντί για στουπόχαρτο. Είχε και πεντ’ -έξι βιβλία αγιωτικά κα δυό-τρία άλλα κοσμικά, τον «Ροβινσόν Κρούσο», τη «Μυστηριώδη Νήσον», και τον «Γέρο-Στάθη». Για στόλισμα ήτανε βαλμένα απάνω στο τραπέζι και σε κάποια μικρά ράφια κάτι τσόφλια από λογιών-λογιών θαλασσινά κι από τους ναυτίλους, που είναι άσπρα και πολύ ψιλά, σαν φαρφουρένια. Αυτό το παράξενο ζωύφι, σαν να είναι μπουνάτσα, ανεβαίνει στη φάτσα του νερού κι ανοίγει σαν να’ ναι πανί

ένα πετσί που το ‘χει διπλωμένο μέσα στο τσόφλι του, και ταξιδεύει σα βαρκούλα. Είχε πολλούς τέτοιους ναυτίλους σε κείνα τα νερά, και πολλές φορές το καλοκαίρι τούς έβλεπε ο κυρ- Παρασκευάς να ταξιδεύουνε μαζεμένοι, είκοσι-τριάντα, σαν αρμάδα. Μόλις ακούγανε κανένα σαματά από τη στεριά ή από τη θάλασσα, είτε πετούσε κανένας γλάρος από πάνω τους, στη στιγμή μαζεύανε τα πανιά, κουνιόντανε για να γεμίσουνε οι βαρκούλες τους νερό, και πηγαίνανε στον πάτο ως που ν’ ανοιγοκλείνει το μάτι. (…)
Ο ερημίτης, ο κυρ-Παρασκευάς ο έμπορας, είχε γίνει Ροβινσόνας. Ηλιοκαμένος με ροζιασμένα χέρια, με χοντροπάπουτσα, σαν βουνίσιος και σαν θαλασσινός. Το καλοκάγαθο και στρογγυλό πρόσωπό του είχε γίνει ακόμα πιο αθώο και πιο γελαζούμενο, με ροδοκόκκινα μάγουλα, ζωσμένο με στριφτά γένεια. Είχε γίνει ακόμα πιο ταπεινός, πιο γλυκομίλητος, πιο θρήσκος. Όποιος τον έβλεπε (κάτι κυνηγοί και κάτι ψαράδες πηγαίνανε ανάρια κατά τη Σκρόφα, εξόν από τους τσομπάνηδες), απορούσε με τη γλυκύτητά του, κ’ έλεγε πως είναι κανένας άγιος. Στην κοινωνία ήτανε ο Παρασκευάς ο απλούς, ο νήπιος. Όλη την ημέρα δούλευε για να μπορεί να πει στον Θεό πως έβγαλε το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Τα κύματα βουίζανε αδιάκοπα απάνω στα κοχλίδια, κατακάθαρα και δροσερά, σαν να ήτανε η πρώτη μέρα που έπλασε ο Θεός τον κόσμο. Η ανασαμιά της θάλασσας έφτανε από μακριά μέσα στο περιβόλι, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων που σειόντανε από το μαΐστρο. Παραπέρα τελείωνε η αμμουδιά και στεκόντανε κάτι βράχοι κοφτοί και μαύροι, που κοκκινίζανε την ώρα που βασίλευε ο ήλιος. Στην κορφή τους ανεμιζόντανε τα χορτάρια και τ’ αγριόδεντρα. Από κάτω, κοντά στο νερό είχε σπηλιές που μπουκάρανε οι θάλασσες κι αφρίζανε, κ’ έβγαινε ένας βόγγος, «φωνή υδάτων πολλών».
Οι τρεις ερημίτες νοιώθανε την αιωνιότητα που τους έζωνε. Η ψυχή τους ήτανε απλή κ’ έπινε αυτή τη βαθειά αρμονία του κόσμου. Κατά την τραμουντάνα έκοβε τ’ ανοιχτό το πέλαγο ένας κάβος μυτερός, μακριά, πολύ μακριά. Ανοιχτά από τον κάβο ξεχωρίζανε δυό-τρία από τα ρημονήσια τα λεγόμενα Μοσκονήσια, τα αρχαία Εκατόνησα. Όλα ήτανε δροσερά και σκεπασμένα από μυστήριο. Η βουή του πελάγου ερχότανε στ’ αυτιά του όλη τη μέρα, και τη νύχτα τους νανούριζε.
Ο κυρ-Παρασκευάς κοιμότανε το καλοκαίρι από κάτω από τα δέντρα, κοντά στο ροδάνι (το μαγγανοπήγαδο), που το γύριζε ο Μπαλαμπάνης, ένα γαϊδουράκι που τ’ αγαπούσε πολύ και δεν τ’ άφηνε να κουραστεί. Το φώναζε: «Μπαλαμπάνη! Βρε Μπαλαμπάνη!» και κείνο πήγαινε κοντά του και τον έγλυφε. Με τα ονόματα, φώναζε και τις δύο αγελάδες που είχανε, τις κατσίκες, τον μαύρο σκύλο, που τον λέγανε Αμπανόζη.
Ήτανε Ροβινσόνας σωστός· του ’λειπε μονάχα ο παπαγάλος, το καβούκι που φορούσε στο κεφάλι του ο Ροβινσόνας, και κείνη η ψάθινη ομπρέλα.
Κατά το βράδι, πριν βουτήξει ο ήλιος μέσα στο πέλαγο, ο κυρ-Παρασκευάς ξάπλωνε κάτω από τα δέντρα, ακουμπούσε το κεφάλι στην απαλάμη του κοίταζε το πέλαγο. Οι γρύλοι κ’ οι τριξαλίδες κάνανε κρι-κρι-κρι μέσα από τα σκίνα. Καθότανε έτσι ως που σκοτείνιαζε. Πολλές φορές δακρύζανε τα μάτια του από ευγνωμοσύνη για την ειρήνη που του έδωσε ο Θεός, κ’ έκανε τον σταυρό του.