Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Ενα από τα αριστουργήματα της Βυζαντινής μας Φιλολογίας θα ακούεται πάντα από τους ιερούς ναούς της Ορθοδοξίας μας, ψαλλόμενο τμηματικά τις τέσσερις πρώτες και εξ ολοκλήρου την πέμπτη Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Είναι το άσμα της Υπέρτατης Υμνωδίας, ονομαζόμενο Ακάθιστος. Τον ύμνον αυτόν τον έψαλλαν ορθοστάδην γι’ αυτό πήρε και το όνομα Ακάθιστος. Ο τόπος συγγραφής του προφανώς είναι η Κωνσταντινούπολις, γιατί εκεί άκμαζαν τα ελληνικά Γράμματα και έθαλλε η πίστη προς τον Θεόν, τον Χριστόν και την αειπάρθενον αυτού Μητέρα.
Ο ύμνος αυτός μέχρι του έτους 626 μ.Χ. δεν ήτο γνωστός. Έγινε όμως γνωστός στον τότε βυζαντινό κόσμο, όταν κατά της Κωνσταντινουπόλεως άρχισαν τις επιδρομές τους και την πολιορκούσαν οι Άβαροι, Σλάβοι και Πέρσες. Ιδιαίτερα το 626, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος απουσίαζε στα βάθη της Μικράς Ασίας, στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Πατριάρχης ήταν ο Σέργιος και αρχιγραμματέας του ο Γεώργιος Πισίδης, ο υμνογράφος. Τότε η Πόλη βρέθηκε σε στενή πολιορκία. Από την ξηρά ήταν οι Σλάβοι και οι Πέρσες, που κατείχαν την Χαλκηδόνα και από τη θάλασσα οι Άβαροι με αρχηγό το Χαγάνο, που οδηγούσε πλοία και στρατό συνολικά πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες.
Απέναντι σ’ αυτές τις εχθρικές δυνάμεις, ο βυζαντινός στρατηγός Βώνος παρέταξε τη φρουρά της πόλης και δώδεκα χιλιάδες στρατού, που του έστειλε ως επίκουρους ο Ηράκλειος. Ο πατριάρχης δεν έπαυε να προτρέπει τους αμάχους να προσεύχονται και τους μαχητές να αγωνιστούν γενναία, προσευχόμενος και ζητών τη βοήθεια της Παναγίας, που ήταν προστάτης της πόλεως. (Χρ. Ενισλείδου: Η Ακάθιστος εις την Θεοτόκον Υμνωδία Θεσσαλονίκη 1966 σ. 61 κ.έ).
Στις 29 Ιουλίου του 626 η πρώτη έφοδος των Αβάρων απέτυχε. Οι πολιορκούμενοι όμως απογοητευμένοι και κουρασμένοι ζήτησαν όρους παράδοσης. Δέχτηκαν τότε μια απάντηση σκληρή: «Δε σας σώζει τίποτε εκτός αν γίνετε ψάρια και πέσετε στην θάλασσα ή πουλιά και πετάξετε στον ουρανό».
Η αντίσταση συνεχίστηκε γεμάτη αγωνία και απελπισία. Όμως ο στόλος των Αβάρων στα στενά του Βοσπόρου καταστράφηκε εξαιτίας μεγάλης θεομηνίας. Μια λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι: ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος σύντριψε και βύθισε τα πλοία του, ενώ μια μυριόστομη κραυγή του άμαχου πληθυσμού από τα τείχη της πόλης ακουόταν ως προσευχή. Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Θεοτόκε ελέησον. Λαός πολύς είχε καταφύγει στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών όλη τη νύχτα (παννυχίδα) και έψαλε (ορθοστάδην) στην Υπέρμαχο στρατηγό το γνωστό κοντάκιο, που τελειώνει με το εφύμνιο: Χαίρε νύμφη, ανύμφευτε. (Χ. Ενισλείδη όπ. σ. 59 – Σπ. Λάμπρου Ιστορία της Ελλάδος τόμ. Γ’ σ. 693 – Κ. Παπαρηγόπουλου – Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τομ. Γ’ σ. 263).
Ο Ακάθιστος Ύμνος ή η ψαλμωδία των χαιρετισμών της Θεοτόκου είναι ένα ποίημα μεγάλης πνοής, ένα λογοτέχνημα σπάνιας ασύλληπτης ιδέας λογοτεχνικού είδους. Η υπόθεσή του είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η ενανθρώπιση του Υιού… Η εσωτερική δομή του ύμνου περιπλέκεται γύρω από τα γεγονότα, σε τέσσερις ενότητες. Αυτές καλούνται στάσεις σε 24 οίκους, που έχουν αλφαβητική ακροστιχίδα το ελληνικό αλφάβητο.
1. Πρώτη Στάση: οίκοι Α-Ζ (Ο Ευαγγελισμός και τα γεγονότα: επίσκεψη στην Ελισάβετ, βουλή του μνηστήρος Ιωσήφ, όπως λάθρα απολύσῃ αυτήν. Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά Α 25-26 Ματθ. Α’ 18-25)
2. Δευτέρα Στάση: οίκοι Η-Μ (Γέννηση του Κυρίου, προσκύνηση των ποιμένων – Λουκ. Β’ 8-20. Προσκύνηση των μάγων Ματθ. 20-23. Υπαπαντή Λουκ. Β. 23-40)
3. Τρίτη Στάση: οίκοι Ν-Σ το μυστήριο της ενανθρώπησης που εγκαινιάζει την νέα κτίση ἐν Χριστῷ (Β’ Κορινθ. Ε, 18 Γαλ. ΣΤ, 15)
4. Τέταρτη Στάση: οίκοι Τ-Ω ο μακαρισμός της Παρθένου˙ είναι η Οδηγήτρια και η μεσίτρια προς τον Κύριον.
Ο Ακάθιστος Ύμνος πιθανόν να προϋπήρχε της αβαρικής πολιορκίας, φαίνεται ότι τοπική χρήση του έκανε ο ιερός ναός των Βλαχερνών, όπου ο Ρωμανός είχε τοποθετηθεί ως διάκονος και διέμενε κατά την περίοδο αυτή εκεί ως μοναχός.
Υμνογράφοι επικρατέστεροι του Ακαθίστου Ύμνου αναφέρονται τέσσερις: ο Ρωμανός, ο Σέργιος, ο Πισίδης και ο μέγας Φώτιος. Αλλά ο Φώτιος αποκλείεται, επειδή είναι πολύ μεταγενέστερος του 626. Από τους υπόλοιπους τρεις, πιθανότερος φαίνεται ο Ρωμανός ο Μελωδός, γιατί αυτός -λέγει η παράδοση- θεωρείται κατεξοχήν υμνογράφος της Παναγίας. Μάλιστα φημολογείται ότι εν ύπνοις παρουσιάστηκε στο Ρωμανό η Παναγία και του έδωσε ένα κοντάκιο να το καταφάγει. Ο Σέργιος υπέπεσε εκών-άκων στην αίρεση του Μονοθελητισμού. Ο Γεώργιος Πισίδης δεν φημίζεται τόσον δεινός δημοτικιστής υμνογράφος όσον ο Ακάθιστος Ύμνος απαιτεί. Όμως ο Πισίδης γνωρίζει πολύ καλά το βυζαντινό μέτρο της Υμνωδίας και ο Μιχαήλ Ψελλός θέτει το ερώτημα «τις στιχίζει κρεῖττον ο Ευριπίδης ή ο Πισίδης; φαίνεται μᾶλλον προτιμῶν τον Πισίδην» Π.Ν. Τρεμπέλα: « Ἐκλογή Ἑλληνικής Ορθοδόξου Ὑμνογραφίας». Ἀθήνα 1949 σ. 98.
Αλλά ο αείμνηστος έξοχος καθηγητής μου Ν.Β.Τωμαδάκης της Βυζαντινής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ είχε γράψει περισπούδαστη μελέτη για τον Ρωμανό και τον Ακάθιστο Ύμνο του στο περιοδικό «Εκκλησία» έτος 1945 σ. 373.
Αυτός παραδέχονται οι μελετητές πως είναι ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου˙ πρέπει να αγαπούσε πολύ την θύραθεν Παιδεία (Κλασική Παιδεία). Γνώριζε ως θεόπνευστος άριστα τον ποιητικό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας αλλά και το μέτρο. Αυτό το διαπιστώνει κανείς αμέσως σε οποιαδήποτε φάση του λόγου του. Πολυμαθής καθώς ήταν εγνώριζε τους αρχαίους τραγικούς και φυσικά τον Ευριπίδη, αφού ο στίχος «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» οδηγεί στην “Εκάβη” του στίχ. 608 ως εξής: «Νύμφην τ’ ἂνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον».
Και εμείς τα διδάσκομε στο ύφος του λόγου, που κοσμεί την έκφρασή μας και δίνει μεγαλύτερη δύναμη σ’ αυτήν ως οξύμωρα σχήματα ότι δηλαδή τέσσερις λέξεις φαίνονται να πλησιάζουν, ενώ φυσικά η μια αποκλείει την άλλη. Και η παραδοξολογία αναγνωρίζεται στην προσέγγιση ή την ένωση δύο αντίθετων εννοιών σε μια.
Άλλωστε στον Ακάθιστο Ύμνο έχουμε τέτοιες αντιθετικές συμβολές παραδοξολογίας, όπως π.χ. το παράδοξον της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ – φιλοσόφους – ασόφους – τεχνολόγους αλόγους κ.λπ., τους πολύ επίκαιρους στίχους σήμερα: εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί, εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί, Χαῖρε τύραννον απάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς, χαῖρε λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν, χαίρε κρατήρ κιρνῶν αγαλλίασιν. Χαῖρε θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν κ.λπ. Αλλά για τους στίχους αυτούς και τί υποκρύπτεται κάτω από αυτούς χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία.
Στη φωτο: Παναγία η Γλυκοφιλούσα: Δια χειρός του Μαρουσιώτη αγιογράφου Δημητρίου Αντωνόπουλου – Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σαγματά Θηβών