Γράφει ο Σπύρος Εύσταθόπουλος, εντεταλμένος Περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αθηνών, προέδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Σιβιτανιδείου Δημόσιας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων*
Περίπου 1 στις 2 επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας μεσαίου επιπέδου, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και προϋπηρεσίας από το διαθέσιμο δυναμικό (έρευνα ΣΕΒ το 2020). Μολονότι η χώρα μας είναι κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. στο ποσοστό πολιτών με τριτοβάθμια εκπαίδευση, είμαστε τελευταίοι στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων. Στις ψηφιακές δεξιότητες κατέχουμε την τέταρτη θέση από το τέλος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Επίσης, υστερούμε στην αποτελεσματική διασύνδεση του εκπαιδευτικού μας συστήματος με την οικονομία και την αγορά εργασίας. Ενώ ταυτόχρονα η αναντιστοιχία μεταξύ των γνώσεων και των δεξιοτήτων που ζητά η αγορά εργασίας και αυτών που παρέχει το σύστημα αρχικής τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, οδηγεί περίπου τον έναν στους τρεις αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να κατέχει θέση απασχόλησης κατώτερου επιπέδου εκπαίδευσης. Συνεπώς το ελληνικό σύστημα δεξιοτήτων είναι ανεπαρκές και αδυνατεί να αντιμετωπίσει ακόμη και μέτρια επίπεδα ζήτησης δεξιοτήτων.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία δημιουργούν εύλογες επιφυλάξεις για το μέλλον και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αφού η παραγωγή αποτελεί κομβική οικονομική δραστηριότητα. Και αναδεικνύουν ξεκάθαρα την εξαιρετική σημασία που έχει η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση ώστε να αντιστρέψουμε αυτό το φαινόμενο.
Το θέμα της τεχνικής εκπαίδευσης όμως δεν είναι απλά ένα εκπαιδευτικό ζήτημα. Δεν είναι μόνον μια επιπλέον εξειδίκευση του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Ο ρόλος της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΕΕΚ) είναι να προετοιμάζει τους μαθητές κατ’ ευθείαν για την αγορά εργασίας, αντίθετα με τη γενική παιδεία που τους προετοιμάζει για την ανώτερη εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, η ΕΕΚ έχει κάποιες βασικές διαφορές ως εκπαιδευτική διαδικασία.
Ο σκοπός ενός σύγχρονου συστήματος τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι να προσφέρει υψηλού επιπέδου εξειδικευμένα προγράμματα, όσο γίνεται πιο κοντά στην ηλικία εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας. Είναι απαραίτητη η συστηματική και ολοκληρωμένη εκπαίδευση τεχνιτών στις σύγχρονες τεχνικές γνώσεις και στα νέα υλικά, στα καινούργια εργαλεία και μηχανήματα, στις σύγχρονες τεχνικές. Η θέση του τεχνίτη, του καλού τεχνίτη, του μορφωμένου, του πειθαρχημένου, είναι σημαντική και σοβαρή. Γιατί για κάθε ξεχωριστό τεχνικό επάγγελμα χρειάζονται πλέον διαφορετικές δεξιότητες, ικανότητες και γνώσεις.
Η ΕΕΚ περιλαμβάνει τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), τις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ (ΕΠΑΣ), τις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (επίσης ΕΠΑΣ), αλλά και άλλες δομές όπως τα Μεταλυκειακά Έτη – Τάξεις Μαθητείας και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ). Επίσης, από πέρυσι άρχισε η λειτουργία των 6 πρώτων Πρότυπων ΕΠΑΛ (ΠΕΠΑΛ), ενώ από το επόμενο σχολικό έτος θα λειτουργήσουν ακόμα 19 δηλ. συνολικά 25 σε όλη τη χώρα. Εκεί θα διδάσκονται μαθήματα που αφορούν επαγγέλματα με μεγάλη ζήτηση και θα προσελκύσουν, απ’ ότι ήδη προκύπτει, απόφοιτους Γυμνασίου με υψηλές ή πολύ υψηλές επιδόσεις. Αυτό θα αυξήσει το κύρος της ΕΕΚ.
Κατά κοινή ομολογία οι νέοι μας, δυστυχώς, δεν προτιμούν την τεχνική εκπαίδευση. Το σχολικό έτος 2020-2021, στις δομές ΕΕΚ της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φοίτησαν 116.704 μαθητές. Αυτό σημαίνει ότι μόνον 1 στους 3 μαθητές επιλέγουν να πάνε σε κάποιο ΕΠΑΛ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από όσους και όσες επιλέγουν τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, η συντριπτική πλειοψηφία (93%) επιλέγει τα ΕΠΑΛ και τις άλλες δομές ενδοσχολικής κατάρτισης και μόνο το 7% πηγαίνει στα ΕΠΑΣ Μαθητείας. Στην Ε.Ε. συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, εκεί ποσοστό 70% επιλέγουν τη μαθητεία.
Στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν 408 ΕΠΑΛ (με 108.244 μαθητές). Σε αυτά, τα παιδιά αποκτούν γενική εκπαίδευση, αλλά εκπαιδεύονται και σε 35 ειδικότητες, από «τεχνικοί δομικών έργων» και «αργυροχρυσοχοΐας» μέχρι «πλοίαρχοι εμπορικού ναυτικού» και «βοηθοί οδοντοτεχνίτη». Τα ΕΠΑΛ εξακολουθούν να μην αποτελούν επιθυμητή επιλογή για πολλούς μαθητές. Από έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) προκύπτει ότι ένα ιλιγγιώδες 84% θεωρεί ότι η ΕΕΚ είναι μια εκπαιδευτική διαδρομή «για μαθητές με χαμηλές επιδόσεις». Το ποσοστό εγκατάλειψης στα ΕΠΑΛ είναι σχεδόν εφταπλάσιο από το ποσοστό εγκατάλειψης στα Γενικά Λύκεια (11% έναντι 1,6%). Ίσως πρέπει, λοιπόν, να γίνουν πιο αποτελεσματικά και πιο ελκυστικά ως επιλογή για τους μαθητές, ανατρέποντας, επιπλέον, τα υπάρχοντα στερεότυπα «για νέους από μειονεκτικά περιβάλλοντα».
Πρέπει όμως οπωσδήποτε και οι ίδιοι οι γονείς να αλλάξουν νοοτροπία. Σταματείστε να ταυτίζετε την τεχνική εκπαίδευση με τη μετριότητα. Σκεφθείτε ότι στις 33 χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό συμμετοχής του ανθρώπινου δυναμικού σε προγράμματα κατάρτισης, μας κατατάσσει, δυστυχώς, στην 32η θέση! Τέλος, το 35,5% των μαθητών που γράφονται στα Μεταλυκειακά Έτη – Τάξεις Μαθητείας τελικά δεν φοιτούν. Πολλοί μαθητές γράφονται επειδή η εγγραφή τούς εξασφαλίζει αναβολή στράτευσης.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι και η επανεκπαίδευση των εκπαιδευτών αφού η τεχνολογία εξελίσσεται, οι μέθοδοι και οι τεχνικές αλλάζουν και το γνωστικό αντικείμενο στα περισσότερα τεχνικά επαγγέλματα μεταμορφώνεται συνεχώς και πολύ γρήγορα. Ακόμη, το διδακτικό προσωπικό πρέπει να διαθέτει συνδυασμό τεχνικών και παιδαγωγικών δεξιοτήτων. Ο ανεπαρκής αριθμός και τυχόν περιορισμένα προσόντα των εκπαιδευτικών σίγουρα αποτελούν σοβαρούς παράγοντες χαμηλής ποιότητας της κατάρτισης. Στα θετικά της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ θα πρέπει να σημειώσουμε το μεγάλο πλήθος των ΕΠΑΛ που καλύπτει όλη τη χώρα και την πολιτική ίσων ευκαιριών που εφαρμόζουν, εγγράφοντας όλους τους ενδιαφερόμενους μαθητές, καθώς και στον μεγάλο αριθμό παρεχόμενων ειδικοτήτων, τη διαπερατότητα που έχουν με ανώτερα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, τη μικρή αναλογία μαθητών και καθηγητών και το υψηλό επίπεδο γενικών γνώσεων που παρέχονται από καθηγητές αντίστοιχους με αυτούς της γενικής παιδείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, η οποία λειτουργεί αδιάκοπα από το 1929 και είναι ένας μικρός θρύλος στην τεχνική μας εκπαίδευση. Ήταν η πρώτη αξιόλογη τεχνική σχολή στην Ελλάδα και είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της χώρας. Η Σιβιτανίδειος, με 4 ΕΠΑΛ, ένα ΙΕΚ, ένα Κέντρο Δια Βίου Μάθησης και 53 εργαστήρια, συνεχίζει να είναι η αιχμή του δόρατος της τεχνικής εκπαίδευσης. Μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης έχουν, στη συνέχεια, οι απόφοιτοι ΕΕΚ στον τομέα της μηχανολογίας και βιομηχανίας, ακολουθούμενοι από τους τομείς υπηρεσιών, υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών.
Στόχος της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι να αποτελεί τον δυναμικότερο συντελεστή ανάπτυξης του βιοτικού επιπέδου και της καινοτομίας. Να τροφοδοτεί σταθερά την αγορά εργασίας με καταρτισμένους τεχνίτες σε καινούργιες ειδικότητες, με εργατικό δυναμικό ποιότητας. Τεχνίτες καλούς και μορφωμένους, παραγωγούς πλούτου για τον εαυτό τους και την πατρίδα μας, που θα γίνουν ένα σημαντικό μέρος του τεχνικού της πλούτου με κοινωνική και οικονομική χρησιμότητα.
* Το άρθρο αυτό βασίστηκε σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ενδελεχή έρευνα και ανάλυση του Οργανισμού ΔιαΝΕΟσις του Σεπτεμβρίου 2022 (version 03.10.2022) με θέμα Αποτελεσματικότητα της Επαγγελματικής και Κατάρτισης στην Ελλάδα.