Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 29/09
Ο χρόνος είναι ένα σχετικό μέγεθος, που, ωστόσο, δεν αφήνει την πολυτέλεια της αποθήκευσής του. Είναι σαν την άμμο στην κλεψύδρα που διαρκώς σώνεται, σαν τον άνεμο ή το κύμα που δεν μπορείς να τα κλείσεις σε ένα δοχείο. Ο χρόνος δεν χαρίζεται. Είναι αμείλικτος και, όταν τον αφήσεις να περνάει ανεκμετάλλευτος, οι συνέπειές του είναι ολέθριες. Όχι, ο χρόνος δεν είναι κάποια μυθολογική θεότητα που κάνει μουτράκια και εκδικείται αν δεν της κάνεις τα χατίρια. Είναι, όμως, σίγουρα μια ανώτερη δύναμη από τον άνθρωπο, που όταν δεν την αξιοποιεί, τον τιμωρεί.
Προς τι οι φιλοσοφικές αναζητήσεις; Γιατί πρέπει να επισημανθεί με κάθε δυνατό τρόπο ότι ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας, χάθηκε. Ποιος χρόνος; Αυτός της προετοιμασίας της κοινωνίας, του Εθνικού Συστήματος Υγείας, των σχολείων και όλων των κρίσιμων ζητημάτων για να αποφύγουμε η εξάπλωση της πανδημίας στη χώρα μας να αρχίσει να θυμίζει κάτι από τις γειτονικές μας χώρες.
Έχουν περάσει εννέα μήνες από τότε που η κυβέρνηση πολύ ορθά και έγκαιρα αποφάσισε το γενικευμένο lockdown βλέποντας ότι η πανδημία έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο στην Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία και άλλες χώρες. Όλο αυτό το διάστημα όλοι – πλην ελαχίστων «ημέτερων» που πάντα την βγάζουν λάδι, αλλά αυτό δεν είναι για ανάλυση στο παρόν κείμενο – έβαλαν πλάτη, κλείστηκαν στα σπίτια τους, «μάτωσαν» οικονομικά και, κυρίως συναισθηματικά, στερήθηκαν επαφές, αγκαλιές και ό,τι ήταν απαραίτητο για να διακοπεί η αλυσίδα της εξάπλωσης. Και το έκαναν με το χαμόγελο στα χείλη. Σαν μια γροθιά η κοινωνία βγήκε μπροστά και, με εξαίρεση τους πάντα λιγότερους αντιδραστικούς για την αντίδραση, τα κατάφερε.
Όλο αυτό, όμως, συνέβη, γνωρίζοντας ότι κερδίζουμε χρόνο. Τι λέγαμε παραπάνω; Τον διεκδικήσαμε και τον κερδίσαμε, ώστε να μπορέσουμε, με δεδομένο το φθινόπωρο – που ήρθε – και τον χειμώνα – που ακολουθεί απειλητικότατος – να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να είμαστε θωρακισμένοι. Ο πληθυντικός στη χρήση των ρημάτων είναι κάτι παραπάνω από «ευγενείας», αφού το «κάνουμε» απευθύνεται κυρίως στην κυβέρνηση που ο λαός τής χάρισε όλα τα όπλα για να πολεμήσει.
Αντ’ αυτού, χωρίς να αναλύσουμε ό,τι έχει προηγηθεί, που το έχουν αναπτύξει άλλοι άξιοι συνάδελφοι ποικιλοτρόπως, αφήσαμε τον χρόνο να κυλήσει σαν το γάργαρο νερό του ποταμού. Μόνο που αυτή τη φορά, η «δροσιά» του δεν θα μας μεταφέρει σε μια ρομαντική εικόνα, αλλά σε μια ζοφερή πραγματικότητα με αμείλικτες συνέπειες. Ήδη μπορούμε πια να παραδεχθούμε ότι ο έλεγχος χάνεται μέρα με τη μέρα, η κοινωνία έχει αρχίσει να βγάζει όλα τα αντανακλαστικά αυτοματισμού, κλωτσώντας μόνη της την καρδάρα με το γάλα που η ίδια γέμισε τόσους μήνες και η κυβέρνηση τελεί σε πλήρη πανικό, με το μόνο μέτρο που θεώρησε σκόπιμο να λάβει ήταν να ταΐσει κι άλλο τον μηχανισμό προπαγάνδας μήπως και σώσει οτιδήποτε. Αν σώζεται. Αρχίζω να έχω αμφιβολίες.
Και στο μέσο οι Δήμοι που ακολουθούν, έχοντας ελάχιστα περιθώρια αυτόνομης αντίδρασης, παρά μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με μικρές επιμέρους παρεμβάσεις σε επίπεδο μέτρων προστασίας. Τα σχολεία είναι σε αναβρασμό, οι μαθητές – κυριολεκτικά – στα κάγκελα, οι γονείς σταυροκοπιούνται και μοιράζονται σε στρατόπεδα υποστηρικτών – αρνητών της μάσκας, οι πλατείες γεμίζουν «επαναστάτες του αλκοόλ» και οι επιστήμονες μετατρέπονται σε τηλεαστέρες που ζητούν μέτρα «καταστολής».
Σε άλλες περιπτώσεις, ο χρόνος θα ήταν, κατά τη λαϊκή ρήση, γιατρός. Στη συγκεκριμένη, είναι τιμωρός. Αυτή η εικόνα διάλυσης και η κατασπατάληση του πολύτιμου χρόνου που όλοι μαζί κερδίσαμε, φοβάμαι ότι θα φέρει άσχημες εξελίξεις. Ειλικρινά, φοβάμαι. Για όλους μας. Η σημερινή εικόνα του χάους δεν με κάνει αισιόδοξο. Ελπίζω σε μερικούς μήνες από τώρα, να βγω δημόσια και να φάω τα χειρόγραφά μου.