Στην αθηναϊκή εφημερίδα “Αυγή” που εξέδιδε ο μαρουσιώτης Φίλιππος Λούης, δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1861 μια είδηση που αφορούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Επρόκειτο για την ανακοίνωση των νέων εγκαινίων μιας πολύ παλιάς εκκλησίας, του Άι-Γιάννη του Πέλικα, τον οποίο ανακαίνισαν «οι ευσεβείς και φιλόκαλοι επίτροποι του εν Αμαρουσίω ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου».
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Ο ναός με τον ασυνήθιστο βόρειο προσανατολισμό του ιερού του, βρίσκεται σήμερα επί της οδού στρατηγού Λέκκα, ανάμεσα στις πολυκατοικίες μιας πυκνοκατοικημένης συνοικίας της σύγχρονης πόλης. Την εποχή εκείνη ο Άι-Γιάννης δεν ήταν παρά ένα μικρό εξωκκλήσι έξω από τα όρια του χωριού του Μαρουσιού, σε ένα ύψωμα με άπλετη θέα προς την πεδιάδα της Αθήνας. Χαμηλότερα στο ίδιο ύψωμα υπήρχαν τότε δύο ακόμα εκκλησίες, η Νεραντζιώτισσα και ο Άγιος Νικόλαος, έρημες και εγκαταλελειμμένες –βοσκοί άναβαν φωτιές μέσα στην πρώτη, ενώ η δεύτερη είχε σωριαστεί σε ερείπια. Οι δύο αυτές εκκλησίες, μαζί με τον Άι-Γιάννη, φαίνεται ότι είχαν χτιστεί μέσα στον 16ο αιώνα, μέσα σε έναν οικισμό που αργότερα μετακινήθηκε προς το σημερινό παλιό κέντρο του Μαρουσιού. Και οι τρεις υπέστησαν καταστροφές στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να επισκευαστούν, να γίνουν ξανά λειτουργικές και να προστατευθούν ως αρχαιολογικά μνημεία –για τη Νεραντζιώτισσα, ένας ολόκληρος αιώνας.
Ο Άι-Γιάννης είχε καλύτερη τύχη. Ίσως επειδή είχε διατηρηθεί σε καλύτερη κατάσταση, οι επίτροποι της Παναγίας –στην οποία ανήκαν τότε όλα τα πολυάριθμα εκκλησάκια της μαρουσιώτικης υπαίθρου– επέλεξαν να τον ανακαινίσουν και να πανηγυρίσουν ξανά την εορτή του. Η επισκευή περιέλαβε πιθανότατα την επιδιόρθωση των αγιογραφιών και την κατασκευή νέου τέμπλου, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Μια μισοσβησμένη επιγραφή στο ανώφλι της εισόδου απαθανάτισε την ανακαίνιση, κάτω από μια παλαιότερη, που μιλά για μια προηγούμενη επισκευή.
Το πρώτο πανηγύρι της 29ης Αυγούστου 1861, στο οποίο θα πήγαν οι παππούδες των παππούδων μας με τις φορεσιές των χωρικών της Αττικής, επαναλαμβάνεται έκτοτε αδιαλείπτως, κάθε χρόνο, έστω και αν το τοπίο γύρω από το μικρό εκκλησάκι έχει αλλάξει ανεπανόρθωτα, και μάλλον όχι προς το καλύτερο.